Του Δημήτρη Διδασκάλου,
Ήδη με το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975 θεσπίστηκε το δίκαιο περιβάλλοντος ως αυτόνομος κλάδος του δικαίου στην Ελλάδα. Το άρθρο 24 του εν λόγω Συντάγματος δημιούργησε μια νέα σφαίρα υποχρεωτικής δράσης του κράτους, στην οποία η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί κύριο στόχο όλων. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 έγινε το τελικό βήμα και το δικαίωμα αυτό απέκτησε την συνταγματική ισχύ που του αρμόζει, καθιερώνοντας ότι δεν αποτελεί απλά μια υποχρέωση του κράτους. Με τον πλέον επίσημο ορισμό του, το δίκαιο περιβάλλοντος ορίζεται ως «δίκαιο για την αντιμετώπιση της οικολογικής βλάβης και για την προστασία του περιβάλλοντος». Οι συνεχόμενες ραγδαίες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα καθημερινά σε οικονομικό και κοινωνικό κυρίως επίπεδο, αλλά και οι πρωτοφανείς μεταβολές που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν οδηγήσει στην έγερση προτάσεων αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος, ώστε αυτό να εκσυγχρονιστεί με τις νέες εξελίξεις.
Το άρθρο 24 του συντάγματος, μετά την αναθεώρησή του το 2001, αναδείχθηκε σε ιδιαίτερα σημαντική διάταξη της ενότητας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του συντάγματος. Η μεγαλύτερη καινοτομία του ήταν η καθιέρωση της αρχής της αειφορίας – βιώσιμης ανάπτυξης – σε συνταγματική αρχή. Ως βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται «η συμβατή, φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη, αυτή που δεν εξαντλεί τους φυσικούς πόρους, αλλά τους διαφυλάσσει όχι μόνο για τις παρούσες, αλλά και μέλλουσες γενεές». Με άλλα λόγια, «να βασίζονται οι περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές πολιτικές μιας κοινωνίας σε μια ανάλυση κόστους-οφέλους, καθώς και σε μια προσεκτική οικονομική ανάλυση που ενδυναμώνει την περιβαλλοντική προστασία και θα οδηγήσει σε αυξανόμενα και διατηρήσιμα επίπεδα ευημερίας». Στόχος, λοιπόν, της κοινωνίας είναι να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οικονομικά οφέλη, προκαλώντας παράλληλα την ελάχιστη δυνατή ζημία στο περιβάλλον. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να τονίσει κυρίως την διαδικαστική σημασία του δικαιώματος αυτού ως το δικαίωμα του καθενός να υπερασπίζεται την προστασία του περιβάλλοντος ενώπιον των δικαστηρίων προς όφελος τόσο ατομικό όσο και συλλογικό. Κατά βάση, αυτό που ήθελε να επιδιώξει ήταν να κάνει όλους τους πολίτες να καταλάβουν ότι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν δικαίωμα να ζουν σε έναν χώρο που διασφαλίζει την ύψιστη δυνατή ποιότητα ζωής και υγείας και ταυτόχρονα να προωθήσει πολεοδομικά πρότυπα που κινούνται προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Ειδικότερος στόχος της αναθεώρησης ήταν το νέο δικαίωμα να αποβλέπει στη διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Ακόμη, μία σημαντική αλλαγή που σημειώθηκε με την αναθεώρηση του 2001 ήταν η προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 24 του συντάγματος που περιέχει τον ορισμό των δασών και των δασικών εκτάσεων. Ο ορισμός αυτός φυσικά δόθηκε και κατά τα πορίσματα της δασολογικής επιστήμης. Αυτή η ερμηνευτική δήλωση εξειδικεύεται ακόμη περισσότερο από τον Δασικό Κώδικα (ν. 998/1979), του οποίου τα άρθρα 11, 12 και 13 περιγράφουν την όλη διαδικασία ορισμού και οριοθέτησης μιας έκτασης ως δασικής και την διαδικασία σύνταξης των δασικών χαρτών. Οι τελευταίοι είναι το εργαλείο που χρησιμοποιείται για την καταγραφή ορίων και εκτάσεων που υπάγονται στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
Κάνοντας μια ανάλυση των διατάξεων του άρθρου 24 παρατηρεί κανείς ότι σε αυτό αποτυπώνονται τρείς όψεις του ίδιου νομίσματος:
Α) Φυσικό περιβάλλον (παράγραφος 1). Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 24 αναφέρεται στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει. Για αυτό και στο ΄β εδάφιο της παραγράφου αναφέρεται πως το κράτος οφείλει να λαμβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα για την διαφύλαξη αυτού του δικαιώματος, πάντα εντός των πλαισίων της αρχής της αειφορίας.
Την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 έρχεται να συμπληρώσει το άρθρο 117 παρ. 3 του συντάγματος, ορίζοντας ότι οποιοδήποτε δάσος ή δασική έκταση καταστραφεί από πυρκαγιά ή με άλλον τρόπο, αυτόματα κηρύσσεται αναδασωτέο και απαγορεύεται να διατεθεί για άλλον προορισμό. Φυσικά, ισχύει και εδώ η εξαίρεση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 24, ότι ο παραπάνω κανόνας αίρεται αν υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος. Βασικός παράγοντας της προστασίας των δασών αποτελεί η σύνταξη δασολογίου, όπως αναφέρει το δ εδάφιο της πρώτης παραγράφου. Στο δασολόγιο αποτυπώνονται τα δάση και οι εκτάσεις που αποτελούν αντικείμενο της προαναφερθείσας προστασίας.
Β) Οικιστικό περιβάλλον (παράγραφοι 2-5). Αναφέρεται στην προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή αποβλέπει στην ρύθμιση της χωροταξίας και της πολεοδομίας στην χώρα. Ο νομοθέτης οφείλει να ρυθμίσει την χωροταξική ανάπτυξη και την πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση τον ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και της ανάγκες κάθε διαφορετικής περιοχής. Στο α εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 24 σημειώνεται ότι σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η λειτουργικότητα και ανάπτυξη των οικισμών, καθώς και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης. Άλλωστε, σύμφωνα με το β εδάφιο η διαδικασία αυτή θα διεξαχθεί με την βοήθεια και τους κανόνες της επιστήμης, ενώ είναι απαραίτητη η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου από το κράτος(γενική καταγραφή της κτηματικής περιουσίας που περιλαμβάνει την γεωμετρική περιγραφή και το ιδιοκτησιακό καθεστώς κάθε γεωτεμαχίου). Είναι φυσικά λογικό η σύνταξη του δασολογίου να προηγείται της σύνταξης του κτηματολογίου, διότι πρώτα καθορίζεται το ποιες εκτάσεις αποτελούν δάση και έπειτα το τι μπορεί να κτισθεί και σε ποια έκταση της χώρας.
Προκειμένου να δημιουργηθούν οικισμοί σε μια περιοχή απαιτείται εγκεκριμένο από την Διοίκηση πολεοδομικό σχέδιο που θα επιτρέπει την δημιουργία τους. Οποιαδήποτε τροποποίηση του σχεδίου αυτού οφείλει να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πόλης από άποψη υγιεινής, ασφάλειας, οικονομίας και αισθητικής καθώς και στην αρτιότερη διαρρύθμισή της.

Γ) Πολιτιστικό περιβάλλον (παράγραφος 6). Εννοείται η προστασία των μνημείων που αποτελούν την ιστορική, καλλιτεχνική και πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Ο νόμος, στον οποίο εξειδικεύεται η προστασία αυτή είναι ο ν.3028/2002. Εκεί ως μνημεία ορίζονται όλα τα πολιτιστικά αγαθά τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, ενώ διευκρινίζεται και ποιοι χώροι θεωρούνται αρχαιολογικοί.
Ορισμένες προτάσεις για αναθεώρηση του άρθρου 24 είναι οι εξής:
1) Η τόσο λεπτομερής παράθεση του άρθρου το καθιστά ιδιαίτερα αυστηρό, χωρίς να επιτρέπει την ευρύτερη ερμηνεία του από τον νομοθέτη, αλλά και χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια προσαρμογής του άρθρου στις ολοένα μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες (ωστόσο, οι διατάξεις που αφορούν ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως η χωροταξία και η πολεοδομία, οφείλουν να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβείς, ώστε να γίνονται όσο το δυνατόν λιγότερες παραβάσεις).
2) Κατακρίθηκε η πρόσθετη αναφορά της προστασίας της δασικής έκτασης από το άρθρο 24, πέραν της προστασίας των δασών, διότι θεωρείται υπερβολική. Έχει ωστόσο θεμελιωθεί από την επιστημονική κοινότητα ότι η προστασία ακόμη και των δασικών εκτάσεων έχει τεράστια σημασία για το φυσικό περιβάλλον και ότι ο ρόλος τους είναι εξίσου σημαντικός με τα δάση για την ακέραιη λειτουργία της φύσης.
Δεν υπάρχει, συνοψίζοντας, λόγος αναθεώρησης του άρθρου 24. Η ισχύουσα διάταξη συνδυάζεται αρμονικά με το υπόλοιπο σύνταγμα. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι και στην αναθεώρηση του 2001 έγιναν ελάχιστες αλλαγές στην δομή του άρθρου, και το κύριο σώμα του άρθρου ισχύει από το 1975 και έπειτα. Οι προτάσεις που έχουν γίνει για αναθεώρησή του ίσως να φανέρωσαν δυνατότητες βελτίωσης που μπορούν να ενισχύσουν την λειτουργικότητα και την σαφήνειά του, όμως τα «προβλήματα» που αναφέρθηκε ότι δημιουργεί, δεν έχουν προκαλέσει σοβαρά κενά που να καθιστούν την αλλαγή του άμεση και επιβεβλημένη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γλυκερία Σιούτη, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, Δ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Κώστας Χρυσόγονος – Σπύρος Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Δ Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
- Η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 24 Συντ.), dasarxeio.com, διαθέσιμο εδώ