Της Δήμητρας Τσάνταλη,
Σε κάθε γειτονιά και σε κάθε συνοικία, από το Μπουένος Άιρες μέχρι και την Αθήνα, από τις φαβέλες ως και τα συνοικιακά πάρκα της γειτονιάς μας, το ποδόσφαιρο ήταν πάντοτε το μέσο που κινητοποιούσε μαζικά τα πλήθη, που γέμιζε με πάθος τόσο τους παίκτες όσο και τους παρατηρητές, που δημιουργούσε απευθείας μια αίσθηση συλλογικότητας. Η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο προσφέρει μια ψευδαίσθηση ελέγχου και συμμετοχής σε κάτι μεγαλύτερο από την προσωπική μας πραγματικότητα, φαίνεται να συμβάλλει στη δημιουργία μιας ταυτότητας και να επιτρέπει την υπέρβαση από το «εγώ» στο «εμείς».
Το ποδόσφαιρο επιτρέπει το όνειρο και διατηρεί έναν αυθεντικό πυρήνα δύναμης, έμπνευσης και κοινωνικής ελπίδας—ιδίως για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Για μερικούς το «όνειρο» ταυτίζεται με πιο εκλεπτυσμένους και ευσεβείς στόχους και έχει μια πιο θεωρητική και αφηρημένη χροιά. Όταν όμως αυτό φτάνει στα χέρια των φτωχών, τότε μετουσιώνεται σε ελπίδα, αφοσίωση και πάλη—μια πάλη για προσωπική και οικονομική ανέλιξη. Ο φίλαθλος γίνεται μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, ξεπερνά την ατομικότητα και μειώνεται με αυτόν τον τρόπο, η αίσθηση της κοινωνικής απομόνωσης. Οι εργατικές τάξεις και εκατομμύρια ακόμη άνθρωποι που βρίσκονται στα όρια της ανέχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, ανέκαθεν έβρισκαν στο ποδόσφαιρο ένα συμβολικό πεδίο έκφρασης και ένα μέσο για να ακουστεί η φωνή τους, από τα συνθήματα μέχρι και τα ζωντανά παραδείγματα των ανθρώπων που έκαναν το όνειρο, πραγματικότητα. «Πιάνονται» από αυτό το όνειρο και το υπερασπίζονται με πάθος, δημιουργώντας με το ποδόσφαιρο μια σχέση συναισθηματικής εξάρτησης.
Γνωστό και ως «παιχνίδι της ανατροπής», περνάει το υποσυνείδητο μήνυμα ότι όλα μπορούν να αλλάξουν. Αυτή την πολύ απλή φράση και στάση ζωής, εάν τη μεταφράσουμε σε κοινωνικό επίπεδο, θα βρισκόμασταν ενώπιον ενός πολύ σημαντικού φαινομένου: της κοινωνικής κινητικότητας.

Σε αμέτρητες περιπτώσεις το άθλημα έχει λειτουργήσει ως μέσο κοινωνικής ανόδου, προσφέροντας ευκαιρίες ζωής σε νέους που μεγάλωσαν σε περιβάλλον φτώχειας, περιθωριοποίησης ή ακόμα και βίας. Έτσι μεγαλώνει και το όνειρο και το ίδιο χόμπι που κάποτε λειτουργούσε ως μέσο φυγής από την πραγματικότητα μπορεί να γίνει το μέσο για να αλλάξει η ζωή τους. Όταν σε μια κοινωνία απουσιάζει η εκπαίδευση και οι άνθρωποι δε διδάσκονται πως να αξιοποιήσουν τις κλίσεις τους, σε αυτές τις κοινωνίες, το ταλέντο και το πάθος γίνονται οι μόνες πιθανές διέξοδοι. Οι άνθρωποι που έχουν αυτό το υπόβαθρο δεν παίζουν μόνο για τη νίκη της ομάδας τους, ούτε παίζουν για να μεγαλώσουν την περιουσία τους, παίζουν εκπροσωπώντας ένα ηχηρό κοινωνικό μήνυμα: «είμαστε και εμείς εδώ και βγήκαμε από το περιθώριο». Μαζί με τη νίκη της ομάδας έρχεται και μια κοινωνική νίκη καθώς τα μάτια όλων στρέφονται στις συνθήκες που δημιούργησαν αυτά τα ταλέντα. Οι ιστορίες ποδοσφαιριστών όπως ο Ρονάλντο ή ο Μαραντόνα δεν είναι απλώς επιτυχίες καριέρα˙ είναι αφηγήσεις κοινωνικής μεταμόρφωσης.
Μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τους λόγους της συναισθηματικής αγκίστρωσης των φτωχώτερων κοινωνικών στρωμάτων με το ποδόσφαιρο. Ωστόσο, αυτός ο δεσμός συχνά κρύβει κινδύνους, γιατί ακριβώς πρόκειται για έναν δεσμό που έχει τις βάσεις του στο συναίσθημα και όχι στην λογική. Το ποδόσφαιρο μπορεί να λειτουργήσει και ως μηχανισμός αποπολιτικοποίησης, χειραγώγησης και πνευματικού σκοταδισμού και μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην κοινωνική αφύπνιση. Ποια είναι λοιπόν τα όρια μεταξύ πάθους και παγίδευσης;

Ένα τόσο ισχυρό μέσο δε θα μπορούσε φυσικά, να περάσει απαρατήρητο ή ανεκμετάλλευτο από τη βιομηχανία του θεάματος και από τους φιλόδοξους επενδυτές. Το ποδόσφαιρο άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε βιομηχανία και η κινητήριος δύναμη ξεκίνησε να αποκτά οικονομικό χαρακτήρα. Ο ρόλος των ΜΜΕ και των social media υπήρξε καταλυτικός σε αυτή τη μετάβαση, καθώς συνέβαλε στην εμπορευματοποίηση του συναισθήματος και έμαθαν να το διαχειρίζονται με τρόπο χειριστικό, καλλιεργώντας την προσδοκία της νίκης και της εκδίκησης, ενισχύοντας την εξάρτηση των οπαδών προς το θέαμα. Το ποδόσφαιρο έγινε καταναλωτικό προϊόν και μηχανισμός ελέγχου, με συνδρομές, φανέλες, στοιχήματα και διαφημίσεις. Οι ομάδες μετατράπηκαν σε εταιρείες και οι παίκτες σε εμπορικά σύμβολα, απομακρυνόμενοι από την αυθεντική τους σύνδεση με τις γειτονιές που τους γέννησαν.
Το ποδόσφαιρο, ως κοινωνικό φαινόμενο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτική και την ιδεολογία. Η φράση «άρτος και θεάματα» περιγράφει απόλυτα αυτό το φαινόμενο: όταν οι λαοί δεν έχουν ψωμί, τους δίνεται θέαμα. Η εκτόνωση για τα «κακώς κείμενα» της κοινωνίας γίνεται συχνά μέσω της οπαδικής ταύτισης. Όταν λοιπόν, οι θεσμοί μιας κοινωνίας υπολειτουργούν και το εκάστοτε κράτος παρουσιάζεται ανίκανο να διασφαλίσει την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη, τότε το ποδόσφαιρο μοιάζει να αναπληρώνει αυτό το κενό και το γήπεδο γίνεται εκτός από αγωνιστικός χώρος, και ένα μέσο εξωτερίκευσης των καταπιεσμένων συναισθημάτων της κοινωνικής αδικίας. Αυτό το συλλογικό πάθος δημιουργεί εύκολα πρόσφορο έδαφος για χειραγώγηση, αντικαθιστώντας την πραγματική, συστηματική πολιτική συνείδηση με μονοσήμαντες, φανατισμένες αντιλήψεις, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στον οπαδισμό και τον τραμπουκισμό και στη λογική και την ηθική στάση απέναντι στην κοινωνία. Οι μεγάλες ομάδες μάλιστα, συχνά διατηρούν στενές σχέσεις με πολιτικά πρόσωπα, μετατρέποντας τους ίδιους τους τους οπαδούς σε εργαλεία πίεσης ή πολιτικής αποσταθεροποίησης. Αυτή η παθητικοποίηση των κατώτερων στρωμάτων αλλά και γενικότερα των οπαδών ελλοχεύει τεράστιους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και την ουσιαστική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην ουσία η δύναμη του λαού χρησιμοποιείται εναντίον του, καθώς δημιουργείται μια ισχυρότατη και παθιασμένη μάζα, η οποία παρακινούμενη, από την χειραγώγηση του συναισθήματος που την χαρακτηρίζει, εξυπηρετεί —άθελά της— πολιτικές σκοπιμότητες.

Η δύναμη του ποδοσφαίρου έγκειται ακριβώς, στη διττή του φύση: μπορεί να εμπνεύσει και να ενώσει, εάν υπάρξει σύμπνοια και γίνει αντιληπτή από τους φιλάθλους, η δύναμη που έχουν στα χέρια τους ή μπορεί να χειραγωγήσει και να φανατίσει, εάν χρησιμοποιηθεί για τους λάθος λόγους. Όπως και με κάθε μεγάλη κοινωνική δύναμη, έτσι και το ποδόσφαιρο μπορεί να λειτουργήσει άλλοτε απελευθερωτικά και άλλοτε κατασταλτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως το ποδόσφαιρο ήταν, είναι και θα είναι συνυφασμένο με το πάθος, το όνειρο και την ελπίδα και οι κερκίδες των φιλάθλων ανά τον κόσμο θα αποτελούν πάντα ένα παράδειγμα του πως οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως, καταγωγής και προέλευσης, μπορούν να ενωθούν, να διεκδικήσουν και να αγωνιστούν ως «ένα» για έναν κοινό σκοπό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νίκος Μπογιόπουλος, Δημήτρης Μηλάκας(2016), Μια θρησκεία χωρίς άπιστους: Ποδόσφαιρο, Εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνη
- R. Giulianotti(1999), Cambridge, Football: A Sociology of the Global Game, UK, Εκδόσεις: Polity Press