Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,
Η «Προ-Βενιζελική Εποχή»
Ύστερα, από την πρώτη στρατιωτική παρέμβαση στα ελληνικά πολιτικά ζητήματα στις 15 Αυγούστου το 1909 από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, είχε γίνει πλέον φανερό πως μια αναθεώρηση (ή μάλλον «ανόρθωση») ήταν επιτακτική για όλους τους τομείς του ελληνικού κράτους. Ο «ατυχής πόλεμος» του 1897 είχε καταδείξει την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού στρατού έναντι του Οθωμανικού, καθώς και τη διαφθορά που προκαλούσε το Στέμμα και η βασιλική αυλή στο διοικητικό και στρατιωτικό τομέα. H «ευνοιοκρατία» αποτελούσε μέιζον πρόβλημα και θεωρούνταν ένας από τους λόγους που η ελληνική πλευρά, στον στρατιωτικό τομέα, δεν απέδιδε, με αποτέλεσμα να μην δύναται να υλοποιήσει τους εθνικούς της στόχους. Παράλληλα, οι βραχύβιες κυβερνήσεις -στα πλαίσια κυβερνητικής κρίσης- που σχηματίζονταν την συγκεκριμένη περίοδο (των Θεοτόκη, Μαυρομιχάλη, Ράλλη ανά διαφορετικά διαστήματα) δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη πλέον στον ελληνικό λαό, ο οποίος ήταν αγανακτισμένος από την «επαχθή» φορολογία που έπληττε κατά βάση τα μικροαστικά στρώματα, η οποία κάλπαζε από την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη (1887).
Ως μεσάζοντας μεταξύ του βασιλέως Γεωργίου Α’ και του Συνδέσμου, κλήθηκε ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος από την Κρήτη (28 Δεκεμβρίου), ο οποίος δεν ανέλαβε κατ’ επιλογήν του το πρωθυπουργικό αξίωμα. Για τη θέση αυτή επιλέχθηκε ο Στέφανος Δραγούμης (18 Ιανουαρίου 1910), ο οποίος δρομολόγησε την αναθεωρητική κίνηση στη Βουλή τον επόμενο μήνα (δεκτή η πρόταση με 150 ψήφων υπέρ). Στις 17 Μαρτίου λοιπόν, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ ενώπιον της Βουλής αποδέχθηκε τη σύγκληση Αναθεωρητικής Βουλής και όχι Συντακτικής, ώστε να μη θιχτούν τα μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος και να μην απειληθεί η θέση του Στέμματος (με αλλαγή πολιτεύματος). Στην απόφαση αυτή εννοείται, τάχθηκε υπέρ και ο ωμός ρεαλιστής των πολιτικών συσχετισμών Βενιζέλος. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, έπειτα, προχώρησε σε αυτοδιάλυση τον Μάρτιο. Οι εκλογές για τη πρώτη -διπλή- Αναθεωρητική Βουλή (με 362 βουλευτές), προγραμματίστηκαν για το καλοκαίρι του ίδιου έτους.
Η άνοδος του Ε. Βενιζέλου
Μετά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου του 1910, ανάμεσα στα νέο και στο παλαιό πολιτικό προσωπικό που είχε εισέλθει, υπήρχε μια σημαντική μερίδα ριζοσπαστικών βουλευτών – 161 από τους 362 – οι οποίοι επιθυμούσαν τη ανάδειξη της Βουλής ως Συντακτική και όχι Αναθεωρητική, θέτοντας τον κίνδυνο της πολιτειακής αλλαγής, γεγονός που απειλούσε ρητά και άρρητα και τον βασιλιά Γεώργιο. Το νήμα της πολιτειακής αυτής κρίσεως, έλυσε με συμβιβαστική στάση και διαλλακτικότητα, ξανά ο Βενιζέλος κατά την εκφώνηση ενός μακροσκελή λόγου του στη πλατεία Συντάγματος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1910, διαψεύδοντας παράλληλα την αντιδυναστική εικόνα του.
Μετά την ανάληψη του πρωθυπουργικού αξιώματος απευθείας από τον βασιλιά (6 Οκτωβρίου) και τη προκήρυξη νέων εκλογών για την Β’ Διπλή Αναθεωρητική Βουλή τον χειμώνα του ίδιου έτους (28 Νοεμβρίου), ο Βενιζέλος και το Κόμμα των Φιλελευθέρων κατέλαβαν τις 307 από τις 362 έδρες.
Ανανεώνοντας το πολιτικό προσωπικό στη βουλή (87% νέα στελέχη!) και έχοντας παράλληλα τη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και τη συγκατάθεση του λαού, το Κόμμα των Φιλελευθέρων είχε το δρόμο ανοιχτό για την υλοποίηση του προγράμματος του αστικού εκσυγχρονισμού (1910 – 1920) ώστε να μπορεί να θεωρηθεί το ελληνικό κράτος ένα «Πρότυπόν Βασίλειον» κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.

Προσπάθεια οικοδόμησης ενός κράτους δικαίου
Το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του Βενιζέλου, είχε ως αφετηρία την εις βάθος αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, κατά την οποία διαδικασία (Ιανουάριος – Ιούνιος 1911) αναθεωρήθηκαν 54 από 110 άρθρα. Οφείλεται να σημειωθεί επίσης πως, μαζί με τον Δραγούμη και τον Βενιζέλο, αξιομνημόνευτη ήταν και η συμβολή στο σχεδιασμό της αναθεώρησης του Νικόλαου Ν. Σαρίπολου. Επιπρόσθετα, ο Βενιζέλος ως στόχο του αναθεωρητικού του έργου, είχε την οικοδόμηση ενός κράτους δίκαιου, ώστε να τεθεί ένας φραγμός στην εμπλοκή των πολιτικών στελεχών σε άλλους τομείς της διοίκησης και της δικαιοσύνης.
Για την επίτευξη αυτού το σκοπού, με το νέο Σύνταγμα ιδρύθηκε και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ώστε να μπορέσει να ανεξαρτητοποιηθεί η δικαιοσύνη από πολιτικούς παράγοντες. Παρόμοια προσπάθεια επιχειρήθηκε με τη καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να παταχθεί η διαφθορά. Επιπλέον, για να περιοριστεί η επιρροή του στρατού στην πολιτική, καθιερώνεται το ασυμβίβαστο του στρατιωτικού αξιώματος με αυτό του βουλευτή, με τη παράλληλη μείωση του ηλικιακού ορίου για την εκλογή βουλευτών (από τα 30 στα 25 έτη). Εντός του κλίματος δηλαδή, της ριζοσπαστικοποιημένης Ευρώπης των αρχών του 20ου αιώνα, ο Βενιζέλος επιθυμούσε να εμβαθύνθει ο φιλελεύθερος και ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού συντάγματος.
Ειδικότερα, με το Σύνταγμα του 1911/1864, διασφαλίζονται κατά κύριο λόγο και οι ατομικές ελευθερίες, καθώς και το άσυλο κατοικίας αλλά ιδιαίτερα και τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι. Μάλιστα, καταβάλλεται ιδιαίτερη μέριμνα όσον αφορά την εκπαίδευση, η οποία καθιερώνεται ως δημόσια και υποχρεωτική.
Βέβαια, όπως σημειώνει και ο αξιομνημόνευτος ιστορικός Νίκος Σβορώνος, ήταν μια πρωτοφανής απόπειρα για κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις εκ μέρους της ελληνικής αστικής τάξης, λόγω της ευρείας εργατικής δυσαρέσκειας που προϋπήρχε στην ελληνική κοινωνία από τις αρχές του 20ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, ιδρυθήκαν αγροτικοί συνεταιρισμοί, με τη συμβολή βέβαια και της Εθνικής Τράπεζας. Λήφθηκαν μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών στο χώρο εργασίας και οριοθετήθηκαν τα δικαιώματα των εργατών. Ο Βενιζέλος, σε μια προσπάθεια να είναι διαλλακτικός με όλα τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, επιχείρησε την δεκαετία του 1910 να εισάγει τον άμεσο φόρο εισοδήματος (1919), για την ανακούφιση των κατώτερων στρωμάτων.
Δε δύναται να παραληφθεί επίσης, η τροποποίηση του Άρθρου 17 του Συντάγματος, για το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας – ενέργεια που εμπεριείχε κοινωνικό χαρακτήρα – ώστε να είναι εφικτή η απαλλοτρίωση ατομικής περιουσίας (αστικής ή αγροτικής) για δημόσια «ωφέλεια», ώστε να αποκατασταθούν οι ακτήμονες. Το συγκεκριμένο μέτρο, αποτέλεσε και τον πρόδρομο της λύσης του ζητήματος των τσιφλικιών αν και εφαρμόστηκε σε ύστερο στάδιο.
Το Κόμμα των Φιλελευθέρων συνεπώς, επιχειρούσε με το έργο της «Ανόρθωσης», να εξασφαλίσει τη κοινωνική γαλήνη και την εθνική ομοψυχία, αλλά με απώτερο στόχο την επιτυχή προετοιμασία για μια στρατιωτική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την εκπλήρωση των εθνικών φιλοδοξιών που προέβαλλε το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας». Η αποτελεσματικότητα των περισσότερων μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση Βενιζέλου, αποδείχθηκε κατά τα περίοδο που ακολουθήσε με τους Βαλκανικούς πολέμους. Βέβαια, το αναθεωρητικό ρεύμα διεκόπη λόγω του αναβρασμού που επικρατούσε στην Ευρώπη στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Νίκος Σβορώνος (1976), Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας (μτφρ. Αικατερίνη Ασδραχα – βιβλιογραφικος οδηγός Σπύρου Ι. Ασδραχα), β΄ έκδοση, Αθήνα: εκδ. Θεμέλιο
- Μαυροκορδάτος Γιώργος (2015), 1915 – Ο Εθνικός Διχασμός, 17η έκδοση, Αθήνα: εκδ. Πατάκη
- Πλουμίδης Σπυρίδων (2020), Μεταξύ Επανάστασης και Μεταρρύθμισης – Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος και βενιζελισμός 1909 – 1922, Αθήνα: εκδ. Πατάκη
- Gallant Thomas (2017), Νεότερη Ελλάδα – Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας (μτφρ. Γιάννα Σκαρβέλη) (επιμ. Δ. Λαμπροπούλου), Αθήνα: εκδ. Πεδίο