Της Αναστασίας Δάβαρη,
Η περίοδος που ακολούθησε την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα το 1974, σηματοδότησε μια νέα εποχή για τη χώρα, με κομβικές αλλαγές σε πολιτικό, θεσμικό και οικονομικό επίπεδο. Η σημαντικότερη, ίσως, από αυτές υπήρξε η ένταξή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), γεγονός που εδραίωσε τη θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και συνέβαλε καθοριστικά στον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας δεν ξεκίνησε το 1974, αλλά ήδη από τη δεκαετία του 1960. Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε υποβάλει αίτημα για σύνδεση με την ΕΟΚ τον Ιούνιο του 1959. Το αίτημα αυτό οδήγησε στην υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ στις 9 Ιουλίου 1961, η οποία αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και έγινε δεκτή με θετική διάθεση, τόσο από την πολιτική ηγεσία, όσο και από την κοινή γνώμη. Ωστόσο, η πορεία αυτή διακόπηκε απότομα με την επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, η οποία οδήγησε στην αναστολή των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Με την επάνοδο της δημοκρατίας, στις 24 Ιουλίου 1974 και την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα, ξεκίνησε εκ νέου η προσπάθεια για την ένταξη της χώρας ως πλήρους μέλους στην ΕΟΚ. Στις 12 Ιουνίου 1975, ο Έλληνας πρωθυπουργός υπέβαλε επίσημο αίτημα στον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών της Κοινότητας, τον Ιρλανδό υπουργό Εξωτερικών G. Fitzgerald. Το αίτημα έγινε αρχικά αποδεκτό θετικά, αλλά συνοδεύτηκε από επιφυλάξεις, κυρίως ως προς την αναγκαιότητα μιας μεταβατικής περιόδου προτού ολοκληρωθεί η ένταξη, ώστε η Ελλάδα να προβεί σε αναγκαίες οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις.

Παρά την πρόταση αυτή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσω διπλωματικών επαφών με τις κυβερνήσεις των εννέα κρατών-μελών και ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, κατάφερε να την απορρίψει. Τον Ιούλιο του 1976 ξεκίνησαν οι επίσημες διαπραγματεύσεις για την ένταξη, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το Μάιο του 1979 με την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης στο Ζάππειο Μέγαρο. Το Ελληνικό Κοινοβούλιο κύρωσε την Πράξη στις 28 Ιουνίου 1979 και η Συνθήκη Ένταξης τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1981.
Η Ελλάδα επιδίωξε την ένταξή της στην ΕΟΚ για μια σειρά από στρατηγικούς, πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Η Κοινότητα θεωρήθηκε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, μετά την επταετή δικτατορία. Επιπλέον, η ένταξη εκτιμήθηκε ως εργαλείο ενίσχυσης της εθνικής ανεξαρτησίας και της θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα, ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή προοπτική προσέφερε τη δυνατότητα εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, ενώ επέτρεπε στη χώρα να συμμετέχει ενεργά στις διεργασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Κατά την πρώτη φάση της συμμετοχής της, η Ελλάδα υιοθέτησε επιφυλακτική στάση απέναντι σε ορισμένες κοινοτικές πολιτικές. Το Μάρτιο του 1982 υπέβαλε υπόμνημα, ζητώντας αποκλίσεις από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών και επιπλέον οικονομική ενίσχυση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε τα αιτήματα για αποκλίσεις, αλλά ενέκρινε την πρόσθετη οικονομική στήριξη μέσω των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ) το 1985. Παρά τον περιορισμένο οικονομικό αντίκτυπο, τα ΜΟΠ αποτέλεσαν την απαρχή για τη θέσπιση ενιαίας διαρθρωτικής πολιτικής στην ΕΟΚ, με αποκορύφωμα το «Πακέτο Delors» το 1988.
Από το 1988 και έπειτα, η στάση της Ελλάδας απέναντι στην ΕΟΚ μεταστράφηκε σημαντικά, με τη χώρα να υιοθετεί έντονα φιλοευρωπαϊκή πολιτική. Υποστήριξε την ενίσχυση των υπερεθνικών θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη διαμόρφωση κοινών πολιτικών σε νέους τομείς, όπως η παιδεία, η υγεία και το περιβάλλον, και τη χάραξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.

Την ίδια περίοδο, η Ελλάδα συνέχισε να αντιμετωπίζει προκλήσεις, όπως η απόκλιση από τον μέσο όρο οικονομικής ανάπτυξης των άλλων κρατών-μελών, αλλά και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, με χαρακτηριστικότερο το πρόβλημα της ονομασίας της πΓΔΜ, το οποίο εκτονώθηκε με την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Επιπλέον, η Ελλάδα ανέδειξε ως βασική προτεραιότητα την υποστήριξη της κυπριακής αίτησης για ένταξη στην ΕΟΚ, η οποία κατατέθηκε τον Ιούνιο του 1990.
Η τρίτη περίοδος ξεκινά το 1996 και χαρακτηρίζεται από ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Ελλάδα τάσσεται υπέρ του ομοσπονδιακού μοντέλου και υποστηρίζει την προσπάθεια υιοθέτησης Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο ενσωματώνεται τελικά στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Στο πλαίσιο αυτό, ενισχύεται και η δέσμευση για επίτευξη οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης, με τη χώρα να υποστηρίζει ενεργά τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η πλήρης ένταξή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση επισφραγίζεται με την υιοθέτηση του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2002.
Παράλληλα με τη διαδικασία εμβάθυνσης, η Ελλάδα υπήρξε από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της διεύρυνσης της Ένωσης. Παρείχε σταθερή στήριξη στην ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και διατήρησε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας αποτυπώνει μια σταδιακή μετάβαση από την επιφυλακτικότητα στην ενεργή συμμετοχή, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο ως πολιτικής όσο και ως οικονομικής ένωσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Σαράντα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, protothema.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η ένταξη στην Ευρώπη, ikk.gr, διαθέσιμο εδώ
- H πορεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, mfa.gr, διαθέσιμο εδώ