Της Αγγελικής Τσιούντσιουρα,
Η σταθερή επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών σε παγκόσμια κλίμακα καθιστά πλέον σαφές ότι η εποχή της «κλιματικής κανονικότητας», όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στη συλλογική συνείδηση των κοινωνιών, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ανεξαρτήτως των επιστημονικών ή πολιτικών ερμηνειών για τα αίτια αυτής της αλλαγής, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας, η αυξημένη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων και η μεταβολή του ετήσιου κύκλου των εποχών συνθέτουν ένα φαινόμενο που περιγράφεται πλέον διεθνώς όχι απλώς ως «κλιματική αλλαγή», αλλά ως κλιματική κρίση.
Η έκταση και η ένταση της κρίσης αυτής επηρεάζουν πολυεπίπεδα το σύγχρονο δημόσιο βίο: η πολιτική, η οικονομία, η κοινωνική οργάνωση και, κυρίως, η χάραξη δημοσίων πολιτικών επαναπροσδιορίζονται υπό το βάρος αυτής της πρωτοφανούς πρόκλησης. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη ούτε η συνταγματική θεωρία και πρακτική, καθώς το ίδιο το συνταγματικό δίκαιο καλείται να δώσει απαντήσεις σε ζητήματα που υπερβαίνουν τη στενή νομική τεχνική.
Στο ελληνικό συνταγματικό πλαίσιο, ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Πρόκειται για συνταγματικά τυποποιημένη αρχή με ιδιαίτερα σημαντική κανονιστική αξία, η οποία αποτυπώνει τη σύζευξη τριών θεμελιωδών διαστάσεων της σύγχρονης ανάπτυξης: την οικονομική πρόοδο, την κοινωνική συνοχή και την περιβαλλοντική προστασία. Το ελληνικό Σύνταγμα, ήδη από το 1975 και με περαιτέρω ενίσχυση το 2001, κατοχυρώνει υψηλό επίπεδο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, αναγνωρίζοντας ρητά την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη διαγενεακές ευθύνες και οι ανάγκες των μελλοντικών γενεών.
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης λειτουργεί ως ερμηνευτικός πυλώνας για τη διαχείριση συγκρούσεων μεταξύ δικαιωμάτων και συμφερόντων που εγγράφονται εντός του συνταγματικού πλαισίου. Η ανάγκη για ανανεωμένη θεώρησή της προκύπτει με ένταση στην εποχή της κλιματικής κρίσης, όπου οι εντάσεις μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και άλλων συνταγματικών αγαθών, όπως η οικονομική ελευθερία ή η ιδιοκτησία, καθίστανται ολοένα και πιο ορατές. Η ένταξη της οικολογικής ανισορροπίας στο επίκεντρο της συνταγματικής ερμηνείας ενδέχεται να μεταβάλει τη στάθμιση των συγκρουόμενων αξιών και να μετατοπίσει τον άξονα προς την περιβαλλοντική προτεραιότητα.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει υπάρξει ιδιαίτερα δραστήρια στην εφαρμογή της αρχής αυτής. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης έχει ερμηνευθεί όχι μόνο ως επιταγή προς τον κοινό νομοθέτη, αλλά και ως αυτοτελές συνταγματικό κριτήριο νομιμότητας διοικητικών πράξεων. Το Συμβούλιο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα ή η πολεοδομική ανάπτυξη οφείλουν να εντάσσονται σε πλαίσιο που να διασφαλίζει τη διατήρηση του περιβαλλοντικού ισοζυγίου. Όμως πλέον, η κλιματική κρίση αναδιατάσσει τα κριτήρια αυτής της στάθμισης: η αντιμετώπιση της κλιματικής απειλής δεν αφορά απλώς ένα ακόμα δημόσιο αγαθό προς προστασία, αλλά συνιστά όρο ύπαρξης του ίδιου του ανθρώπινου βίου και της κοινωνικής συμβίωσης.
Η βιώσιμη ανάπτυξη, ως αρχή που αναπτύσσεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με άλλες συνταγματικές επιταγές, καλείται σήμερα να υποδεχθεί νέα κανονιστικά νοήματα και να αποτελέσει το πεδίο εντός του οποίου επιλύονται σύνθετες συγκρούσεις αξιών. Ερμηνευτικές επιλογές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ισορροπημένες, τίθενται εκ νέου υπό το φως της κλιματικής κρίσης. Μπορεί λόγου χάρη να θεωρείται ισόρροπη μια στάθμιση υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης, όταν αυτή συνεπάγεται μη αναστρέψιμη περιβαλλοντική βλάβη με συστημικές επιπτώσεις στη ζωή και στην υγεία των πολιτών;
Το πραγματικό διακύβευμα, επομένως, είναι η συνταγματική αντοχή και η προσαρμοστικότητα της αρχής αυτής στις νέες συνθήκες. Η βιώσιμη ανάπτυξη οφείλει να λειτουργήσει όχι μόνο ως ερμηνευτικό εργαλείο ή μέτρο ισορροπίας, αλλά ως συνταγματικός καταλύτης ενός νέου προτύπου ανάπτυξης, συμβατού με τις οικολογικές προκλήσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση, η νομολογία και η θεωρία του συνταγματικού δικαίου έχουν καθήκον να εξειδικεύσουν το περιεχόμενό της, όχι απονεκρώνοντάς το σε τυπικούς κανόνες, αλλά αποδίδοντάς του την πραγματική του κανονιστική λειτουργία: αυτή της εγγύησης της μακροπρόθεσμης επιβίωσης της κοινωνίας σε συνθήκες σεβασμού της ελευθερίας και του φυσικού περιβάλλοντος.
Η πρόκληση για το σύγχρονο ερμηνευτή του Συντάγματος είναι, τελικά, διττή: να αναγνωρίσει το νέο ρόλο της βιώσιμης ανάπτυξης εντός της συνταγματικής τάξης και, ταυτόχρονα, να διαφυλάξει το φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η αναγκαία προσαρμογή του Συντάγματος στην κλιματική εποχή δεν συνεπάγεται παραίτηση από τα θεμελιώδη, αλλά επανερμηνεία τους υπό το πρίσμα της επιβίωσης των επόμενων γενεών. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης καλείται να μεταβληθεί έτσι σε άξονα συνταγματικής μετάβασης προς ένα μέλλον στο οποίο το κράτος δικαίου και η οικολογική ισορροπία θα συνυπάρχουν σε δυναμική ισορροπία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Α. Παπακωνσταντίνου (2024), Η Συνταγματική Αρχή της Βιώσιμης Ανάπτυξης, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη