Της Μαριλίνας Πολυνού,
Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ένα αυτόνομο και εξελισσόμενο νομικό σύστημα, το οποίο συνυπάρχει και αλληλεπιδρά με τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών. Αποστολή του είναι η ομαλή λειτουργία της Ένωσης, η προώθηση των στόχων της, αλλά και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών της. Για την κατανόηση της λειτουργίας του και της εφαρμογής του στους διάφορους τομείς, είναι απαραίτητο να διακριθούν οι βασικές του κατηγορίες. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται κυρίως ανάμεσα στο Πρωτογενές, το Δευτερογενές Δίκαιο, τις Γενικές Αρχές του ενωσιακού δικαίου καθώς και το Διεθνές Δίκαιο.
Ας ξεκινήσουμε με το Πρωτογενές Δίκαιο. Το Πρωτογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τον θεμελιώδη «συνταγματικό χάρτη» της Ένωσης, καθώς μέσω των Συνθηκών που το συγκροτούν, καθορίζονται βασικές αρχές λειτουργίας και οργάνωσης των ενωσιακών οργάνων. Οι Συνθήκες κατέχουν την ανώτατη θέση στην ιεραρχία των νομικών πηγών της ΕΕ, γεγονός που σημαίνει ότι η εγκυρότητα κάθε νομικής πράξης των ενωσιακών θεσμών εξαρτάται από τη συμμόρφωσή της προς αυτές. Επιπλέον, μέσω των Συνθηκών, ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οι σχέσεις της με τους πολίτες των κρατών μελών. Παρότι αναφέρονται ως «συνταγματικές», οι Συνθήκες δεν έχουν δημιουργηθεί από συντακτική εξουσία, ούτε η Ένωση διαθέτει κρατική υπόσταση και για το λόγο αυτό η χρήση του όρου φέρει θεωρητική επιφύλαξη. Μερικές από τις βασικότερες συνθήκες είναι η συνθήκη της ΕΕ (ΣΕΕ) και η συνθήκη λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ).

Το Δευτερογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το σύνολο των νομοθετικών πράξεων που εκδίδονται βάσει των εξουσιών που προβλέπει το Πρωτογενές Δίκαιο. Περιλαμβάνει κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις, οι οποίες εφαρμόζονται για την υλοποίηση των στόχων και πολιτικών της Ένωσης. Οι κανονισμοί έχουν άμεση εφαρμογή σε όλα τα κράτη-μέλη, χωρίς να χρειάζεται μεταφορά στο εθνικό δίκαιο. Προσομοιάζουν με εθνικό νόμο και υπερέχουν έναντι των εθνικών κανόνων. Κατά συνήθη νομοθετική διαδικασία, θεσπίζεται από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τέλος, έχει άμεση ισχύ και δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις υπέρ και κατά των ιδιωτών (π.χ. Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων GDPR). Από την άλλη πλευρά, οι οδηγίες είναι γενικές και αφηρημένες διατάξεις. Προσομοιάζουν δηλαδή με τον εθνικό νόμο-πλαίσιο και δεν υπερέχουν έναντι εθνικών κανόνων δικαίου. Το βασικό χαρακτηριστικό της οδηγίας είναι ότι είναι νομικά δεσμευτική μόνο ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ενώ δίνει τη διακριτική ευχέρεια στα κράτη-μέλη να επιλέξουν τον τρόπο ενσωμάτωσής της στο εθνικό δίκαιο και εύλογο χρονικό διάστημα για να υλοποιηθεί αυτό (π.χ. Οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα).
Εκτός από τους κανονισμούς και τις οδηγίες, το Δευτερογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει και άλλες νομικές πράξεις, όπως οι αποφάσεις, οι συστάσεις και οι γνωμοδοτήσεις. Οι αποφάσεις έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του κανονισμού, αλλά ισχύουν μόνο για τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται (π.χ. ένα κράτος-μέλος, μια εταιρεία ή ένα άτομο). Υπάρχουν 2 είδη αποφάσεων, αυτές που είναι γενικού χαρακτήρα και αυτές που έχουν συγκεκριμένους αποδέκτες. Αυτές που έχουν συγκεκριμένους αποδέκτες κράτη-μέλη, αποτελούν πηγές παράγωγου δικαίου της Ε.Ε. Αντίθετα, αν αφορούν σε συγκεκριμένους ιδιώτες, έχουν περισσότερο χαρακτηριστικά διοικητικού δικαίου και δε θεωρούνται πηγές ευρωπαϊκού δικαίου. Επιπλέον, υπάρχουν οι συστάσεις και οι γνωμοδοτήσεις που δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά εκφράζουν τη θέση ή την καθοδήγηση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων σε συγκεκριμένα θέματα. Παρά το μη δεσμευτικό τους χαρακτήρα, οι πράξεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου και να κατευθύνουν τη συμπεριφορά των κρατών-μελών ή άλλων φορέων εντός της ΕΕ. Όλες αυτές οι μορφές Δευτερογενούς Δικαίου συμβάλλουν στη συνολική λειτουργία και αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού νομικού συστήματος.

Οι Γενικές Αρχές του ενωσιακού δικαίου αποτελούν θεμελιώδεις κανόνες που, αν και δεν είναι ρητά διατυπωμένοι στις Συνθήκες, αναγνωρίζονται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διέπουν τη λειτουργία της ΕΕ. Τέτοιες αρχές είναι η αρχή της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης, της νομικής βεβαιότητας, της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της καλής πίστης. Αποτελούν δηλαδή άγραφο δίκαιο, που συνάγεται από τις Γενικές Αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών-μελών και από Γενικές Αρχές που συνάγονται από το δίκαιο της ένωσης. Λειτουργούν ως συμπληρωματικές πηγές δικαίου και συμβάλλουν στη διασφάλιση της νομιμότητας και της δικαιοσύνης στο ενωσιακό νομικό σύστημα. Παράλληλα, το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί, επίσης, πηγή του ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και ενσωματώνει διεθνείς συμφωνίες, συμβάσεις και εθιμικά δίκαιο στο νομικό της πλαίσιο. Η συμμόρφωση της ΕΕ με το Διεθνές Δίκαιο ενισχύει τη συνεργασία της με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς και επιβεβαιώνει το χαρακτήρα της ως διεθνούς δρώντα με νομική προσωπικότητα.
Εν κατακλείδι, το νομικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται σε ένα σύνθετο σύνολο πηγών, που συνεργάζονται για την αποτελεσματική λειτουργία της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Το Πρωτογενές Δίκαιο θέτει τα θεμέλια της Ένωσης, ενώ το Δευτερογενές Δίκαιο επιτρέπει την εφαρμογή και εξειδίκευση των κανόνων της μέσω συγκεκριμένων νομικών πράξεων. Οι Γενικές Αρχές του ενωσιακού δικαίου διασφαλίζουν τη δικαιοσύνη και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ενώ το Διεθνές Δίκαιο ενισχύει τη νομιμότητα και την εξωστρέφεια της ΕΕ στο παγκόσμιο νομικό σύστημα. Μέσα από αυτή τη σύνθεση, το ευρωπαϊκό δίκαιο διαμορφώνει ένα ισχυρό πλαίσιο που προωθεί τη συνεργασία, την ενοποίηση και την προστασία των συμφερόντων των ευρωπαίων πολιτών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙKΗ ΠΗΓΗ
- Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης (2020), Εγχειρίδιο Ασκήσεων του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη