Του Σπύρου Σκοτώρη,
Ο τερματισμός της απολογίας του κατηγορουμένου για οποιοδήποτε κακούργημα (κατ’ εξαίρεση και για ελάχιστα πλημμελήματα) κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης είναι συνυφασμένος με μία βαρυσήμαντη απόφαση σχετικά με την περαιτέρω μεταχείρισή του. Όταν η απολογία του ολοκληρώνεται, δίδεται η δυνατότητα στον εκάστοτε ανακριτή να του επιβάλει, με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα γνωμοδοτήσεων (πλημμελειοδικών), μεταξύ άλλων ένα από τα επαχθέστερα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, αυτό της προσωρινής κράτησης ή του κατ’ οίκον περιορισμού. Σκοπός της συγκεκριμένης πρόβλεψης κατά ρητή αναφορά του 282 ΚΠΔ είναι η διασφάλιση της συμμετοχής του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία και της υποβολής του στην εκτέλεση πιθανής ποινής.
Γενικότερα, τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού διέπονται από την αρχή της επικουρικότητας. Είναι (ή μάλλον ήταν…) δεδομένο για τον νομοθέτη πως, σε περίπτωση που κρίνεται από τις δικαστικές αρχές αναγκαία η επιβολή τους, πρέπει πάντα να εξετάζεται η δυνατότητα επιλογής του πιο ήπιου με αποτέλεσμα να υποχωρούν τα επαχθέστερα. Συνακόλουθα, η επιβολή προσωρινής κράτησης ή κατ’ οίκον περιορισμού δέον να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Φαίνεται, όμως, πως με πρωτοβουλίες από πλευράς νομοθετικής εξουσίας και δυστυχώς με τις διάφορες παρεμβάσεις της ηγεσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι αυτός ο κανόνας τείνει να ανατραπεί είτε με τη διεύρυνση του κύκλου των εγκλημάτων για τα οποία συγχωρείται η επιβολή προσωρινής κράτησης ή κατ’ οίκον περιορισμού είτε με κινήσεις ενέχουσες υποδείξεις (!) ή και με πειθαρχικές διώξεις (!!) εναντίον δικαστικών λειτουργών που ενώ περιβάλλονται με το συνταγματικά κατοχυρωμένο προνόμιο της λειτουργικής ανεξαρτησίας ξαφνικά βρίσκονται στη δίνη της προσπάθειας του Αρείου Πάγου να ασκήσει πολιτική.

Στα ελληνικά ποινικά πράγματα, ήταν μέχρι τώρα δυνατή μόνο η προσφυγή του κατηγορουμένου κατά της εις βάρος του απόφασης περί επιβολής οποιουδήποτε μέτρου στο συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά το άρθρο 290 ΚΠΔ. Παρενθετικά αναφέρω πως κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή της εκδίκασης της υπόθεσης προβλέπονται διάφορες ευχέρειες (άρθρα 291επ. ΚΠΔ) αναφορικά με την αντικατάσταση των διαφόρων επιβεβλημένων μέτρων με άλλα, ακόμη και δυσμενέστερα, ωστόσο η μεταβολή της θέσης του κατηγορουμένου επί τω χείρω κρίνεται στη βάση των περιοριστικά αναφερόμενων περιπτώσεων του 296 ΚΠΔ. Πλέον, όμως, με τη νεοσύστατη ρύθμιση του εν λόγω άρθρου, η οποία εννοείται υποκινήθηκε από το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού εκπορευόμενο από τα εκτυλισσόμενα στην υπόθεση της Πολεοδομίας της Ρόδου, αντίστοιχη δυνατότητα προβλέπεται και για τον εισαγγελέα εφετών εναντίον της διάταξης περί επιβολής περιοριστικών όρων. Το ζήτημα που λανθάνει εδώ είναι πρωτίστως λογικό, καθώς δημιουργείται ιδιαίτερος προβληματισμός αναφορικά με την αναγκαιότητα και την προσφορότητα αυτής της ρύθμισης διότι φαίνεται να υπεισέρχεται στην —έως τώρα— ανέλεγκτη κρίση του ανακριτή και του εισαγγελέα ένα πρόσωπο τελείως άσχετο με την υπόθεση, το οποίο δεν έχει ασκήσει κανένα απολύτως δικαιοδοτικό έργο στην προκειμένη και να αποφασίζει, μετά από σύντομη ενασχόληση, την κατάργηση επί της ουσίας της διάταξης του ανακριτή, εισάγοντας την υπόθεση προς κρίση στο συμβούλιο εφετών.
Συστηματικό έρεισμα της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας παρέχεται, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν5197/2025, στο άρθρο 32 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο η ανώτατη εποπτεία της ανάκρισης ανήκει στον εισαγγελέα εφετών. Αυτά, όμως, ισχύουν στη θεωρία καθώς στην πράξη η εισαγγελία εφετών δεν φαίνεται να ασκεί τέτοια καθήκοντα, τουλάχιστον στη συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων.
Η νεοπαγής διάταξη έχει ως εξής: «Ειδικά όταν επιβάλλονται, με διάταξη του ανακριτή πλημμελειοδικών και με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πρωτοδικών, στον κατηγορούμενο μετά την απολογία του, περιοριστικοί όροι, ο εισαγγελέας εφετών, αφού ζητήσει αντίγραφα της δικογραφίας και κρίνει πως με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να επιβληθεί στον κατηγορούμενο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση, έχει δικαίωμα, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την έκδοση της διάταξης, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου εφετών, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών, για τη διατήρηση των όρων ή την αντικατάστασή τους με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή προσωρινή κράτηση, διατάσσοντας ταυτόχρονα την έκδοση σε βάρος του κατηγορουμένου εντάλματος σύλληψης».

Είναι πραγματικά δύσκολο να βρεις από πού να ξεκινήσεις την κριτική σου. Το γεγονός ότι ο εισαγγελέας εφετών έχει προθεσμία μόλις 5 ημερών για να προβεί στην προσφυγή είναι παράλογο δεδομένου πως δεν υπάρχει εισαγγελία εφετών σε κάθε εισαγγελία πλημμελειοδικών. Επομένως, είναι εξαιρετικά δυσχερές να ενημερωθεί ο εισαγγελέας εφετών, να μελετήσει τη δικογραφία εγκαίρως και να αποφασίσει για την ανάγκη άσκησης της εν λόγω προσφυγής. Είναι, λοιπόν, επόμενο να πιστεύουμε ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα δόθηκε προκειμένου να αξιοποιηθεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες σε υποθέσεις με ευρύτερο ενδιαφέρον ο κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος. Επιπλέον, προβληματισμό προκαλεί το ανοιχτό ενδεχόμενο άσκησης δύο παράλληλων χρονικά προσφυγών. Αφενός του κατηγορουμένου στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, αφετέρου του εισαγγελέα εφετών στο συμβούλιο εφετών με αντίθετο εννοείται αίτημα. Ποια απόφαση θα υπερισχύσει επομένως; Υποτίθεται ότι με βάση την παράγραφο 1 το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφασίζει αμετάκλητα. Αβίαστα αντιλαμβανόμαστε τη σπασμωδική νομοθέτηση και την έλλειψη νομικής σκέψης από πλευράς της νομοθετικής εξουσίας. Η τελευταία φράση της παραγράφου πάντως κλέβει την παράσταση. Με μόνη την προσφυγή διατάσσεται η έκδοση εντάλματος σύλληψης με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να μετατρέπεται σε περιφερόμενο θίασο μεταξύ ελευθερίας και εγκλεισμού.
Κλείνοντας, θα ήταν σημαντικό να παρατηρήσουμε πως η εν λόγω ρύθμιση αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια της κυβέρνησης προς αυστηροποίηση των ποινικών διαδικασιών στη χώρα μας. Ίσως, όταν σε σύντομο χρονικό διάστημα η υπερπληρότητα των φυλακών οδηγήσει και πάλι σε πιο επιεικείς ρυθμίσεις, να μιλάμε για ένα σύγχρονο ποινικό δίκαιο. Μέχρι τότε θα συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε ρυθμίσεις όπως και αυτή της παραγράφου 4Α του άρθρου 290 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γ. Γλύκας-Χ. Βαθειά, Ανορθόδοξη δικαστική Εποπτεία, dikastiko.gr, διαθέσιμο εδώ