Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,
Η τέχνη καθρέφτιζε και καθρεφτίζει τον εξωτερικό κόσμο, τον εσωτερικό κόσμο, αλλά και την κοινωνία: την εξέγερση, την κρίση, την ελπίδα, τη φαντασία. Σήμερα, όμως, μοιάζει όλο και πιο εγκλωβισμένη σε έναν κόσμο που όλα τα μετράει με όρους εμπορικότητας. Η αγορά δεν αρκείται πια στο να πουλήσει την τέχνη, θέλει και να τη διαμορφώνει και ο καλλιτέχνης δεν είναι μόνο δημιουργός, αλλά είναι περιεχόμενο, brand, διαφημιστής του εαυτού του. Το αποτέλεσμα είναι ότι, πολλές φορές η τέχνη χάνει την ουσία της και γίνεται ένα ακόμη φιλτραρισμένο, ασφαλές, προβλέψιμο εμπορικό προϊόν που αποσκοπεί στο κέρδος
Ο Mark Fisher διατύπωσε τη θεωρία του «καπιταλιστικού ρεαλισμού», δηλαδή την ιδέα πως ο καπιταλισμός δεν παρουσιάζεται πλέον ως ένα σύστημα ανάμεσα σε άλλα, αλλά ως ο μόνος υπαρκτός τρόπος να ζει κανείς. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά, «είναι πιο εύκολο να φανταστείς το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού». Αυτό το αίσθημα αδιεξόδου διαπερνά και τον χώρο της τέχνης. Ακόμα και η πιο ριζοσπαστική δημιουργία τείνει να απορροφάται από την κυρίαρχη αισθητική, να πακετάρεται και να πωλείται. Η τέχνη δεν προκαλεί ανατροπές, αλλά προσφέρει μια ελεγχόμενη, ακίνδυνη εκδοχή της ανατροπής. Μια αισθητικοποιημένη μορφή του «αντισυστημικού» που δεν αγγίζει τις βαθύτερες δομές της εξουσίας.
Ο καπιταλισμός έχει το ταλέντο να ενσωματώνει ακόμη και την πιο ριζοσπαστική φωνή με σκοπό να την πουλήσει. Καλλιτέχνες που μίλησαν για την εκμετάλλευση, τον ρατσισμό, την αρρώστια ή την καταπίεση καταλήγουν μετά θάνατον να διακοσμούν, για παράδειγμα, μπλουζάκια και ρούχα μεγάλων εταιρειών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Keith Haring. Η τέχνη του ήταν πολιτική, δημόσια, προσβάσιμη, στρατευμένη στον αγώνα κατά του AIDS, υπέρ της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ενάντια στον ρατσισμό, από την αρχή μέχρι το τέλος. Και όμως, δεκαετίες μετά τον θάνατό του, το έργο του εργαλειοποιείται από brands με σκοπό να αποσιωπούν τον ακτιβισμό του. Το πολιτικό του μήνυμα έχει εξαφανιστεί κάτω από την επιφάνεια των προϊόντων.
Αυτό δε συμβαίνει μόνο στο ψηφιακό περιβάλλον, αλλά και στους φυσικούς (μη ψηφιακούς) χώρους της τέχνης. Πολλά μουσεία σήμερα χρηματοδοτούνται από εταιρείες που θέλουν να «ξεπλύνουν» την εικόνα τους, όπως πετρελαϊκοί κολοσσοί, φαρμακευτικές και επενδυτικά funds. Πίνακες που μιλούν για την προσφυγιά ή την καταστροφή του περιβάλλοντος κρέμονται σε τοίχους χορηγημένους από εταιρείες που ευθύνονται για ακριβώς αυτά τα φαινόμενα. Η τέχνη γίνεται διακόσμηση, άλλοθι και επένδυση. Κι εκείνοι που την αγοράζουν δεν το κάνουν απαραίτητα γιατί τη σέβονται, αλλά γιατί προσδίδει κύρος, είναι ένδειξη πλούτου και ενίοτε εξασφαλίζει φοροαπαλλαγές.

Ο Michel Foucault είχε ήδη επισημάνει, πως η εξουσία δεν εκφράζεται μόνο μέσω απαγορεύσεων και σωματικής βίας, αλλά και μέσω πειθαρχίας και επιτήρησης. Στο παράδειγμα του Πανοπτικού (μιας φυλακής όπου ο κρατούμενος δεν ξέρει αν τον παρακολουθούν), ο Foucault δείχνει πώς η εξουσία γίνεται εσωτερικευμένη. Σήμερα, αυτός ο μηχανισμός επανεμφανίζεται με πιο αόρατο, αλλά πανίσχυρο τρόπο μέσα από τους αλγορίθμους των ψηφιακών πλατφορμών. Ο καλλιτέχνης δε χρειάζεται πια λογοκρισία· αυτολογοκρίνεται για να παραμείνει ορατός, για να «δουλέψει καλά» το έργο του στο Instagram ή στο TikTok. Ο αλγόριθμος καθορίζει τι παράγεται, πώς παρουσιάζεται και ποιο περιεχόμενο φτάνει τελικά στον θεατή.
Στο διαδίκτυο, οι καλλιτέχνες έρχονται αντιμέτωποι με άλλου τύπου περιορισμούς. Οι πλατφόρμες τους ενθαρρύνουν να φτιάχνουν περιεχόμενο που «τα πηγαίνει καλά», δηλαδή, περιεχόμενο που είναι εύκολα αναλώσιμο και προβλέψιμο, ώστε να κερδίζει προβολές και χρήματα. Η δημιουργικότητα μεταφράζεται σε views, likes και clicks. Το αποτέλεσμα είναι μια τέχνη που μοιάζει περισσότερο με μάρκετινγκ παρά με έκφραση. Η ελευθερία του ψηφιακού χώρου είναι τελικά περιορισμένη από τα ίδια του τα εργαλεία.
Σε αυτήν τη νέα συνθήκη, η θεωρία της Shoshana Zuboff για τον «καπιταλισμό της επιτήρησης» αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμη. Η Zuboff υποστηρίζει πως οι τεχνολογικές πλατφόρμες δεν αρκούνται στο να συλλέγουν δεδομένα για τους χρήστες, αλλά προσπαθούν ενεργά να επηρεάσουν και να κατευθύνουν τη συμπεριφορά τους. Στον χώρο της τέχνης, αυτό σημαίνει ότι οι δημιουργοί δεν είναι απλώς καταναλωτές των εργαλείων της Google ή του Meta, αλλά παράγουν αξία για τις ίδιες τις πλατφόρμες μέσω της «παραγωγικότητας» τους. Η δημιουργία γίνεται εργασία και η τέχνη εργαλείο διατήρησης της προσοχής. Μια μορφή «πειραγμένης» ελευθερίας, όπου η αυθόρμητη έκφραση συμμορφώνεται, συχνά ασυνείδητα, με τις απαιτήσεις του λογισμικού.
Η τέχνη πάντα πωλούνταν, αλλά πλέον η αγοραστική αξία ενός έργου τέχνης καθορίζει τη φύση του. Τηλεοπτικές σειρές που ενώ έχουν τελειώσει αφηγηματικά, τις «ξεχειλώνουν» με πολλές σεζόν λόγω θεαματικότητας και άλλες σειρές, που ενώ έχουν εξαιρετικές προοπτικές, τις ακυρώνουν λόγω χαμηλής θεαματικότητας. Πανομοιότυπα τραγούδια ως προς τον ρυθμό και το θέμα, μόνο και μόνο επειδή πουλάνε ή που κάνουν «πάταγο», κι ας είναι χαμηλής μουσικής αξίας (βέβαια αυτό είναι δύσκολο να οριστεί αντικειμενικά), μόνο και μόνο επειδή τα τραγουδάνε αγαπημένοι celebrities.

Ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι αυτή η αλλοτρίωση γίνεται με τη συγκατάθεση όλων. Οι νέοι καλλιτέχνες μαθαίνουν από νωρίς πως για να επιβιώσεις, πρέπει να πουλήσεις τον εαυτό σου. Πρέπει να έχεις παρουσία, στρατηγική, να «επενδύσεις» σε στυλ. Το έργο έρχεται δεύτερο (ή τρίτο). Το σημαντικό είναι να είσαι αναγνωρίσιμος, να κινείσαι γρήγορα, να είσαι σε όλα μέσα. Κάπως έτσι, ακόμη και η αμφισβήτηση, η κριτική και η αντίδραση στο σύστημα γίνεται «τάση». Η ειρωνεία είναι ότι, ακόμη κι αυτοί που προσπαθούν να καταγγείλουν το σύστημα, καταλήγουν να το υπηρετούν, χωρίς καν να το καταλαβαίνουν, γιατί το κάνουν αυτό στο ίδιο το πλαίσιο του κέρδους.
Ήδη από τη δεκαετία του 1930, ο Walter Benjamin είχε προβλέψει πολλά από όσα ζούμε σήμερα. Στο δοκίμιό του «Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής», τόνιζε πως η μαζική τεχνολογία θα άλλαζε την ίδια τη φύση της τέχνης, αφαιρώντας της τη «μαγική αύρα» της μοναδικότητας. Για τον Benjamin, αυτή η τεχνολογία μπορούσε να λειτουργήσει και απελευθερωτικά, αλλά και καταπιεστικά. Μπορούσε να φέρει την τέχνη κοντά στις μάζες, αλλά και να εργαλειοποιηθεί από απολυταρχικά καθεστώτα, όπως ο φασισμός, ώστε να παρουσιάζουν την εξουσία τους με θελκτικό και θεαματικό τρόπο, αποκρύπτοντας την καταπίεση που κρύβεται από πίσω. Σήμερα, η μαζική αναπαραγωγή έχει δώσει τη θέση της στην ψηφιακή υπερπαραγωγή και παρ’ όλο που ο Benjamin δε θα μπορούσε να είχε προβλέψει τις διαστάσεις του αλγορίθμου των social media σήμερα, τα ερωτήματα και οι ιδέες του παραμένουν πιο επίκαιρα από ποτέ.
Παρά τις πιέσεις που δέχεται από την αγορά και τις πλατφόρμες, η τέχνη εξακολουθεί να έχει σημασία. Μπορεί να ανοίξει συζητήσεις, να εκφράσει εμπειρίες που αγνοούνται από τον δημόσιο λόγο και να φέρει κοντά ανθρώπους. Δεν είναι ανάγκη να είναι ριζοσπαστική για να είναι ουσιαστική· αρκεί να παραμένει αυθεντική και να μην καθορίζεται αποκλειστικά από το τι πουλάει. Σε έναν κόσμο όπου όλα αξιολογούνται με βάση τo κέρδος, την αποδοτικότητα και την προβολή, η υπενθύμιση ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να δημιουργούμε και να επικοινωνούμε είναι από μόνη της πράξη αντίστασης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Brebdan Morris, The Work of Art in the Age of Surveillance Capitalism, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- Art Chad, Capitalist Realism is Corrupting Art, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- PlasticPills, Art and Capitalism, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- Bryony Claire, Money Rulling Artists, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- lines in motion, Keith Haring: When Capitalist Consumerism Fails an Artist, youtube.com, διαθέσιμο εδώ