Του Δημήτρη Κυριαζή,
Τι είναι η μονιμότητα; Ποιοι παράγοντες και ποια κριτήρια μας οδηγούν στον προσδιορισμό του μόνιμου; Είναι συνώνυμο της συντήρησης και του δεδομένου ή αντιβαίνει οποιαδήποτε διάταξη και ταξινόμηση σε κάποιο εννοιολογικό πλαίσιο; Έχει κάποια σχέση, με λίγα λόγια, με αυτό που συμβατικά ονομάζουμε «κανονικότητα»; Το μόνιμο είναι συνάμα και κανονικό;
Αν μπορούμε να το ορίσουμε, έστω κάπως βιαστικά και πρόχειρα, το μόνιμο, ίσως, είναι το διαρκές. Αυτό που στέκεται αμετάβλητο στον χώρο και στον χρόνο· που έχει ένα σταθερό χαρακτήρα και δεν αναπλαισιώνεται στις συγκυρίες, αλλά ίσα—ίσα λειτουργεί ακριβώς ως τη σταθερά, στην αντίθεση της οποίας προκύπτει το καινούργιο. Ενώ ο κόσμος αλλάζει, κάποιες πτυχές του ίδιου κόσμου δεν αλλάζουν και βοηθούν έτσι στην αλλαγή του τελευταίου. Το «μόνιμο» λειτουργεί ως βάση που θα διεκπεραιωθεί η αντιπαράθεση.
Μέσα από τη συζήτηση γύρω από τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, την αξιολόγηση του δημοσίου και το βουλευτικό άσυλο, ενδεχομένως να προκύπτουν κάποιοι ενδιαφέροντες συνειρμοί. Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της άρσης της μονιμότητας, εμφανίζεται στο προσκήνιο η ιδέα της επιταχυνόμενης αλλαγής και «εξυγίανσης» του δημόσιου τομέα. Οι υπάλληλοι θεωρούνται οι αργόσχολοι και σε αυτούς μετατοπίζεται μία ολόκληρη ρητορική μίσους των μεσοστρωμάτων του ελεύθερου επαγγέλματος. Μία πολεμική που συνοδεύεται, συνήθως, από μία φιλολογία συνεχούς επιτήρησης, με αίτημα τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης. Είναι το γνωστό παράδοξο της συμβατικής μικροαστικής ηθικής: μειωμένο κράτος στους φόρους και αυξημένη αστυνομική παρέμβαση.
Και εδώ εντείνεται ακόμη περισσότερο το παράδοξο αυτής της ιδέας για τον τρόπο που πρέπει να ρυθμίζεται κρατικά ο κοινός βίος. Παρόλο που στη δημόσια και τετ-α-τετ κουβέντα, η αστυνόμευση πρέπει να είναι δυσανάλογη της φορολογίας, με υπερτονισμό της πρώτης προφανώς, στην πράξη ακολουθείται άλλος δρόμος από την κυβέρνηση. Μία κατεύθυνση που, με αφήγημα τη χρόνια κρατική αδράνεια, τη δυσλειτουργία, την έλλειψη αποτελεσματικότητας σε τομείς αιχμής (π.χ. νοσοκομεία), δίνει στο κράτος ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Και το ζητούμενο είναι πώς αυτή η στρατηγική θεωρείται εύλογη.

Χρειάζεται το κράτος να μας βάλει σε τάξη, τόσο οικονομικά, όσο και εν γένει κοινωνικά, γιατί είμαστε ρουσφετολόγοι και κοιτάμε την πάρτη μας. Και το πιο αστείο είναι ότι αυτός ο λόγος εκφράζεται από τους χώρους που κατεξοχήν έχουν βολευτεί, δουλεύουν με ρουσφέτι, κοιτάνε τον εαυτό τους. Από αυτούς που το δημόσιο είχε τον χαρακτήρα προσωπικής και μόνο ευημερίας, βρίσκει μία ολόκληρη πολιτική κατεύθυνση την νομιμοποίηση που της χρειάζεται, ώστε να εδραιωθεί. Όντως, το επιτελικό κράτος είναι ένα ολοκληρωτικό κράτος, απ’ όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Το θέμα είναι ότι την ίδια στιγμή που δεν το θέλουμε και το δαιμονοποιούμε, το αποδεχόμαστε, γιατί πιστεύουμε ότι μας αξίζει η επόμενη μειωμένη ελευθερία και μόνο έτσι θα γίνουμε «άνθρωποι» και συγκεκριμένα «ευρωπαίοι».
Για αυτό δεν κάνει πολύ εντύπωση το γεγονός ότι αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι επικροτούν και επιδοκιμάζουν την άρση της μονιμότητάς τους. Ο αυτοσυνετισμός και το αυτομαστίγωμα θεωρούνται πολιτική αυταπάρνηση, μία μορφή κοινωνικού αλτρουισμού. Μία μόνιμη και κανονική κατάσταση θα την αρνηθούμε προκειμένου να πάμε σε μία νέα κανονικότητα, σε μία νέα τάξη πραγμάτων. Για να γίνει αυτό όμως πρέπει και οφείλουμε να αρνηθούμε και τον εαυτό μας και την ελευθερία μας. Να παραχωρήσουμε σε έναν απρόσωπο θεσμό που αγκαλιάζει κάθε πτυχή της ζωής μας, την πλήρη ελευθερία την οποία εμείς συνειδητά θα στερηθούμε. Την ελευθερία να μας κατευθύνει για το δικό μας καλό και πρωτίστως για το «νοικοκύρεμα» και την κοινωνική—συλλογική ευταξία.
Τίποτα δεν φαντάζει πιο προσωρινό από το μόνιμο και το κανονικό. Και αυτό γιατί κάθε μόνιμη κατάσταση έρχεται να ενισχύσει την επόμενη «πιο» μόνιμη κατάσταση. Η μόνιμη τεμπελιά και η φιλοσοφία του βολέματος θεωρείται πως είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής φύσης. Άρα, μέσα από την άρνηση αυτής της παρασιτικής φύσης που ζει εις βάρος των σκληρά εργαζόμενων που πληρώνουν τους φόρους τους και συντηρούν το δεδομένο, έρχεται να ολοκληρωθεί και να περατωθεί μία νέα τάξη, εξυγιασμένη. Η θεραπεία αυτής της προβληματικής κατάστασης περνάει μέσα από τον συγκεντρωτισμό και τον αυταρχισμό, μέσα από την παραχώρηση προσωπικής κυριαρχίας.
Συνοψίζοντας, αυτό που καλό θα ήταν να μας απασχολεί πρέπει να σχετίζεται με την πολιτική που θα ακολουθηθεί, ώστε να «θεραπευθεί» και να καταστεί αποτελεσματικό το δημόσιο. Μην ξεχνάμε πως για την εν λόγω παροντική του κατάσταση ευθύνεται ο ίδιος χώρος που επικαλείται τη διευθέτηση των προβλημάτων και την αναλαμβάνει. Αντί η βελτίωση να συνεπάγεται ανούσιες και επικίνδυνες στερήσεις ελευθεριών και ολοκληρωτισμούς, ας εξαλειφθούν οι τελευταίοι προς ενίσχυση των πρώτων. Η νέα κανονικότητα που θέλουμε ας περάσει μέσα από την άρνηση της ανελευθερίας και της αυξημένης αρνητικής πειθαρχίας και όχι μέσα από το πλήρες και δυστοπικό «φακέλωμα».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γιατί η κυβέρνηση ανοίγει τη συζήτηση για άρση της μονιμότητας στο δημόσιο, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ