Της Μαρίας Σιούτα,
Το ποινικό δίκαιο, τόσο το ουσιαστικό όσο και το δικονομικό, ανήκουν στον τομέα του δημοσίου δικαίου, κι έχουν αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, η κίνηση της ποινικής διαδικασίας και η άσκηση της ποινικής εξουσίας, με την αξιολόγηση των ποινικά κολάσιμων πράξεων και την επιβολή ποινών και κυρώσεων, γίνονται αποκλειστικά από κρατικά όργανα και φορείς, όπως είναι ο εισαγγελέας και ο δικαστής. Η ποινική δικονομία αποσκοπεί στην αναζήτηση της ουσιαστικής «Αλήθειας», στην εξεύρεση των ουσιαστικών και πραγματικών γεγονότων που όντως συνέβησαν, διενεργώντας αυτεπάγγελτα την αποδεικτική διαδικασία, σύμφωνα και με το άρθρο 178 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ),σε αντίθεση με το αστικό δίκαιο και την πολιτική δικονομία, όπου το δικαστήριο βασίζεται κυρίως στην επίλυση των διαφορών μεταξύ των διαδίκων και δέχεται την «τυπική» απλά αλήθεια, την αλήθεια που προκύπτει μόνο από τα αποδεικτικά στοιχεία που εισφέρουν οι ίδιοι οι διάδικοι στο δικαστήριο. Εφόσον λοιπόν ολόκληρη η ποινική δίωξη και διαδικασία τελείται αυτεπάγγελτα, αυτοδίκαια και από δημόσια αρχή, τίθεται-ίσως εύλογα- το ερώτημα: Ποιος είναι ο ρόλος και η συμμετοχή του «θύματος» στην ποινική δίκη;
Ως «θύμα» ενός εγκλήματος μπορεί να οριστεί ως ο άμεσα παθών από το έγκλημα κι ο φορέας του εννόμου αγαθού, προσωπικού ή περιουσιακού, το οποίο προσβλήθηκε από την αξιόποινη πράξη. Σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, από την προκαταρτική εξέταση στην κίνηση της ποινικής δίωξης μέχρι και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο παθών, το θύμα της ποινικά κολάσιμης πράξης ουδέποτε δεν υποχρεούται να παραστεί ως διάδικος. Η εμφάνιση του σε οποιοδήποτε σημείο της ποινικής δίκης είναι δυνητική, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να εμφανιστεί ως διάδικος στο στάδιο της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας. Το εν δυνάμει αυτό δικαίωμα παράστασης του θεσπίζεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το άρθρο 63, σύμφωνα με το οποίο, όσοι σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα δικαιούνται σε αποζημίωση ή αποκατάσταση από το έγκλημα ή σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έχουν τη δυνατότητα να παραστούν στο ποινικό δικαστήριο προς υποστήριξη της κατηγορίας. Η παραπομπή στον ΑΚ και η θέσπιση του αστικοδικαιικής φύσεως κριτηρίου της αστικής αξίωσης για την ενεργητική νομιμοποίηση του θύματος ως διαδίκου στην ποινική δίκη δύναται να θεωρηθεί ως απόρροια του προϊσχύσαντος θεσμού της «πολιτικής αγωγής».

Σύμφωνα με το άρθρο 63 σε συνδυασμό με το 66 παράγραφος 1 του παλαιού ΚΠΔ, οι δικαιούχοι σε αστική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορούν να εισάγουν την πολιτική αγωγή που έχουν ασκήσει σε πολιτικό δικαστήριο και στην ποινική δίκη, αν δεν έχει ήδη εκδοθεί για αυτήν οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό, το θύμα από το έγκλημα- και ταυτόχρονα ο ζημιωθείς από την αδικοπρακτική ενέργεια, σύμφωνα και με τα 914 και 932 του ΑΚ- είχε τη δυνατότητα να εισέλθει στην ποινική δίκη ως διάδικος, συγκεκριμένα ως αντίδικος του κατηγορουμένου, και να επιδιώξει την ποινική του καταδίκη. Παράλληλα, μέσω της διαδικασίας αυτής της πολιτικής αγωγής δύνατο να διεκδικήσει και τις αστικής φύσεως αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση από ηθική βλάβη, τις οποίες αξιώσεις μπορούσε να προβάλλει συγχρόνως και στην πολιτική δίκη. Αν ωστόσο είχε εκδοθεί από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση για αυτές του τις διεκδικήσεις, τότε δεν είχε τη δυνατότητα να τις εισάγει ξανά στην ποινική δίκη. Επρόκειτο λοιπόν για έναν θεσμό διφυούς φύσεως, ο οποίος εισήγαγε αστικές αξιώσεις σε ποινική δίκη, συνδυάζοντας έτσι αστική με ποινική λειτουργία, μία «ανάμειξη» ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου και δικονομίας. Παρότι στόχευε στην οικονομία της δίκης, στην αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και στην ικανοποίηση του θύματος, ο θεσμός αυτός είχε υποστεί ιδιαίτερη κριτική. Η επέκταση της ποινικής δικαιοδοσίας σε αστικά ζητήματα συχνά προκαλούσε επιβαρύνσεις και καθυστερήσεις στα ποινικά δικαστήρια, ενώ από κάποιους χαρακτηρίστηκε μέχρι κι αντισυνταγματική. Επιπρόσθετα, κριτική υπέστη κι η παράλληλη άσκηση αξιώσεων στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, καθώς θεωρήθηκε ότι προκαλούσε νομική αβεβαιότητα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκε και το φαινόμενο προσχηματικής χρήσης της πολιτικής αγωγής με μικρά συμβολικά ποσά, για να νομιμοποιηθεί το θύμα να εισέλθει στην ποινική δίκη κατά του κατηγορουμένου, χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον διεκδίκησης των αστικών του αξιώσεων.
Με τον νέο νόμο 4620/2019 φαίνεται η κριτική αυτή να γίνεται αντιληπτή από τον νομοθέτη, καθώς αντικατέστησε τον παλαιό θεσμό της πολιτικής αγωγής με της νέα διάταξη της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας (άρθρο 63 νέου ΚΠΔ). Ο σύγχρονος αυτός θεσμός αποτελεί μία σημαντική μεταρρύθμιση, καθώς αποδεσμεύει τη συμμετοχή του θύματος ως διαδίκου στην ποινική δίκη από οποιαδήποτε αστική αξίωση και διεκδίκηση, προσδίδοντας στον θεσμό του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας αμιγώς ποινικό χαρακτήρα. Το θύμα επομένως εμφανίζεται πλέον στην ποινική δίκη μόνο για να υποστηρίξει την καταδίκη του κατηγορουμένου, χωρίς να αξιώνει αστικού δικαίου απαιτήσεις και διεκδικήσεις του. Ειδικότερα, δικαιούχος παράστασης είναι, όπως προαναφέρθηκε, πρόσωπο που κατά τον Αστικό Κώδικα έχει έννομο συμφέρον ή δικαίωμα αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δηλαδή ο παθών ή το άμεσα ζημιωθέν πρόσωπό από τον έγκλημα. Για ανήλικους ή δικαστικά ανίκανους, η παράσταση γίνεται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, ενώ δεν αποκλείεται αν ο παθών δε μπορεί να παρασταθεί για άλλους λόγους να παρίσταται στη θέση του τρίτο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον, όπως οι κληρονόμοι του. Τέλος, παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο, δια του νόμιμου εκπροσώπου του.
Συνοψίζοντας, η ποινική δίκη διενεργείται αυτοδίκαια και αυτεπάγγελτα από κρατικά όργανα και η συμμετοχή του θύματος σε αυτήν ως διαδίκου δεν είναι υποχρεωτική- όπως αντίθετα θα συνέβαινε στην πολιτική δίκη, όπου μετέχουν ιδιώτες ως δύο αντιμαχόμενα μέρη, ο ενάγων κι ο εναγόμενος. Ωστόσο, υψίστης σημασίας κρίνεται η εξασφάλιση έστω της δυνητική συμμετοχής του στη δίκη, με την εισαγωγή της θεσμού της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας. Ο θεσμός αυτός, που αντικαθιστά την προϊσχύσασα πολιτική αγωγή, πρόκειται για σημαντική ρύθμιση που συμβάλλει καθοριστικά στην ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης και προστατεύει τα δικαιώματα του θύματος, εξορθολογίζοντας το νομικό πλαίσιο συμμετοχής αυτού στην ποινική διαδικασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024
- Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4620/2019 με τίτλο «Κύρωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαθέσιμο εδώ
- Απόφαση ΑΠ 908 / 2023, διαθέσιμη εδώ
- Θεοδώρα Φωτίου, Ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας – “πρώην” πολιτικώς ενάγων, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ