Της Μαριλίνας Πολυνού,
Στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, η έννοια της άμυνας του εναγομένου αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Ενώ η προσοχή συχνά στρέφεται στην αγωγή και τα αιτήματά της, δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος και η σημασία της απάντησης του εναγομένου. Μέσω αυτής, ο εναγόμενος έχει την ευκαιρία όχι μόνο να αρνηθεί τα ισχυριζόμενα της αγωγής, αλλά και να προβάλει δικούς του ισχυρισμούς μέσα από τις ενστάσεις, αποδεικτικά μέσα και ενδεχομένως ανταγωγή. Παρακάτω θα γίνει ανάλυση των βασικότερων μορφών άμυνας του.
Αρχικά, ο εναγόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αμυνθεί κατά της αγωγής. Έχει, δηλαδή, το δικαίωμα να αποδεχθεί την αγωγή, όπως ορίζεται και από το άρθρο 298 του κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αποδοχή του δικαιώματος που ασκείται μέσω της αγωγής μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά μέσω των πράξεων του εναγομένου. Αν ο εναγόμενος αποδεχθεί την αγωγή, το δικαστήριο δεσμεύεται να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με αυτή, χωρίς να ελέγξει τη βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών ή αν αυτή είναι νόμω βάσιμη. Μόνη απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην είναι η αγωγή απαράδεκτη λόγω ελλείψεως κάποιας διαδικαστικής προϋποθέσεως, διότι τότε παρά την αποδοχή του εναγομένου, το δικαστήριο θα την απορρίψει.
Εκτός από τη δυνατότητα αποδοχής της αγωγής, ο εναγόμενος μπορεί να ομολογήσει τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Η διαφορά της αποδοχής με την ομολογία είναι η εξής: ενώ με την ομολογία ο εναγόμενος παραδέχεται τα πραγματικά γεγονότα στα οποία ο ενάγων στηρίζει το δικαίωμα του, με την αποδοχή ο εναγόμενος αναγνωρίζει αυτό το ίδιο δικαίωμα του ενάγοντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η διάκριση είναι ότι στην αποδοχή ο εναγόμενος αποδέχεται π.χ. ότι χρωστάει στον ενάγοντα 1000 ευρώ που του δάνεισε, ενώ στην ομολογία ομολογεί το πραγματικό γεγονός, ότι δηλαδή όντως δανείσθηκε —όχι ότι χρωστάει—.

Η αμφισβήτηση, όμως, της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών εκ μέρος του εναγομένου γίνεται μέσω της άρνησης της αγωγής. Η άρνηση της αγωγής διακρίνεται σε απλή και αιτιολογημένη. Απλή είναι η άρνηση όταν περιορίζεται στην αμφισβήτηση των πραγματικών γεγονότων, που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής: π.χ. ο εναγόμενος αρνείται ότι προκάλεσε τη ζημία που ισχυρίζεται ο ενάγων. Αιτιολογημένη είναι η άρνηση όταν ο εναγόμενος αιτιολογεί, εξηγεί δηλαδή γιατί αμφισβητεί την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων που εκθέτει ο ενάγων: π.χ. αρνούμαι ότι έλαβα τα χρήματα ως δάνειο γιατί τα έλαβα ως δωρεά. Η άρνηση μπορεί καταρχήν να είναι απλή. Ενδέχεται, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση το καθήκον αληθείας (αρ. 116 Κπολδ) να επιβάλλει στο διάδικο την υποχρέωση αιτιολογίας της αρνήσεώς του. Και η απλή και η αιτιολογημένη άρνηση συνιστούν απλώς την άλλη όψη του αντίπαλου ισχυρισμού, χωρίς να εισάγουν πραγματικό ισχυρισμό όπως η ένσταση που θα δούμε παρακάτω.
Η ένσταση αποτελεί έναν ιδιαίτερο και κρίσιμο τρόπο άμυνας του εναγομένου, μέσω του οποίου αυτός δεν αμφισβητεί απλώς τα πραγματικά γεγονότα της αγωγής —όπως συμβαίνει με την άρνηση—, αλλά προβάλλει νομικούς λόγους που ακόμη και αν αληθεύουν οι ισχυρισμοί του ενάγοντος, αποκλείουν την ευδοκίμηση της αγωγής. Η ένσταση προϋποθέτει, δηλαδή, παραδοχή ή μη αμφισβήτηση των γεγονότων, αλλά εισάγει εμπόδιο ή περιορισμό στο δικαίωμα που επικαλείται ο ενάγων, όπως π.χ. η παραγραφή, ο συμψηφισμός της απαίτησης, ή η έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας. Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι ενστάσεις πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια και ειδικότητα στις προτάσεις του εναγομένου και να αποδεικνύονται από τον ισχυριζόμενο (262 Κπολδ). Η σημαντικότερη διάκριση των ενστάσεων είναι σε γνήσιες και καταχρηστικές. Αν η γνήσια ένσταση ευδοκιμήσει, παραλύει προσωρινά ή μόνιμα, ολικά ή μερικά το αντίπαλο δικαίωμα και ουδέποτε το καταλύει (π.χ. ένσταση δικαιωματικής νομής ή κατοχής, ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κ.λπ.). Αντίθετα, οι καταχρηστικές ενστάσεις δε στρέφονται κατά υφιστάμενου δικαιώματος, καθώς το αποσβεστικό αποτέλεσμά τους είναι οριστικό και αμετάτρεπτο (π.χ. ένσταση αντίθεσης στα χρηστά ήθη, ένσταση έλλειψης νόμιμου τύπου της σύμβασης κ.λπ).
Η αιτιολογημένη άρνηση δεν πρέπει να συγχέεται με την ένσταση, αν και πολλές φορές η διάκρισή τους δεν είναι ευχερής. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι με την αιτιολογημένη άρνηση, ο εναγόμενος αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής, ενώ με την ένσταση ομολογεί την ιστορική βάση, αλλά συγχρόνως επικαλείται πραγματικά γεγονότα που υπόκεινται σε έναν άλλον αντίθετο κανόνα δικαίου, τα οποία είτε εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος, είτε το καταργούν μεταγενέστερα. Έχουμε π.χ. αγωγή για καταβολή δανείου 5.000€ με την αιτιολογημένη άρνηση “Δεν μου χορηγήθηκε ποτέ το ποσό—δεν έγινε ποτέ το δάνειο.” Αντίθετα με την ένσταση ισχυριζόμαστε το εξής: “Έστω και αν δόθηκε το ποσό, το έχω εξοφλήσει ή η απαίτηση έχει παραγραφεί.” Η διάκριση έχει μεγάλη δικονομική σημασία, καθώς τα γεγονότα που απαρτίζουν τη βάση της ενστάσεως, αποδεικνύονται από τον εναγόμενο, ενώ ο ίδιος δεν επωμίζεται το βάρος της απόδειξης της αιτιολογημένης άρνησης, αλλά το επωμίζεται ο ενάγων!

Τέλος, η ανταγωγή είναι δικονομικό μέσο που παρέχει τη δυνατότητα στον εναγόμενο να ασκήσει δικό του αγωγικό αίτημα κατά του ενάγοντος, μέσα στην ίδια δίκη. Πρόκειται, δηλαδή, για αντεπίθεση στο πλαίσιο της αγωγής, με σκοπό είτε να επιτύχει συμψηφισμό απαιτήσεων, είτε να διευκολύνει την πλήρη εκκαθάριση της έννομης σχέσης μεταξύ των διαδίκων. Η ανταγωγή πρέπει να είναι ορισμένη, παραδεκτή και να υπάγεται στην κατά τόπον και καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που δικάζει την κύρια αγωγή. Επιπλέον, πρέπει να ασκείται με τις προτάσεις του εναγομένου, κατά κανόνα στην πρώτη συζήτηση. Η ανταγωγή κρίνεται αυτοτελώς, αλλά συνεκδικάζεται με την κύρια αγωγή, εξοικονομώντας χρόνο και έξοδα διαδικασίας.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο εναγόμενος δεν είναι υποχρεωμένος καταρχήν να αμυνθεί κατά της αγωγής, αφού μπορεί να αδρανήσει (σιωπή εναγομένου) ή και να μην εμφανισθεί καν (ερημοδικία εναγομένου). Μια τέτοια συμπεριφορά, όμως, αφήνει ανοικτό το πεδίο στον ενάγοντα, εξασφαλίζοντάς του μια ανέξοδη και άνετη δίκη. Συνεπώς, ο εναγόμενος μπορεί είτε με αιτιολογημένη άρνηση, είτε με την προβολή ενστάσεων (γνήσιων, καταχρηστικών κ.ά.), είτε ακόμη και με την άσκηση ανταγωγής, να επιδιώξει να μειώσει ή να εξουδετερώσει την έννομη συνέπεια που επιδιώκει ο ενάγων. Η ορθή και τεκμηριωμένη άμυνα μπορεί να οδηγήσει είτε στην απόρριψη της αγωγής, είτε στη μερική αποδοχή της, είτε ακόμη και σε αντιστροφή του δικονομικού ρόλου, με την ικανοποίηση δικών του αξιώσεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Νίκας (2022), Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας , Εκδόσεις Σάκκουλα