Του Ελευθέριου Χονδρού,
Η φέτα, για μας τους Έλληνες, δεν είναι απλώς ένα λευκό, αλμυρό τυρί που συνοδεύει τη χωριάτικη. Είναι κάτι πολύ περισσότερο – είναι η γεύση των παιδικών μας χρόνων, το άρωμα του καλοκαιριού στο χωριό, η εικόνα της γιαγιάς με την καρδάρα. Είναι το προϊόν που κρατά ζωντανή την ελληνική ύπαιθρο. Και τώρα, αυτό το εθνικό μας κεφάλαιο δέχεται επίθεση σε διεθνές επίπεδο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με όχημα την έκθεση «2025 Special 301 Report», θέτουν στο στόχαστρο το ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας γεωγραφικών ενδείξεων. Πίσω από τις τεχνοκρατικές φράσεις και τις διπλωματικές ισορροπίες, κρύβεται μια ξεκάθαρη επιδίωξη: να αποδυναμωθεί η προστασία προϊόντων όπως η φέτα, προκειμένου να επιτραπεί σε παραγωγούς ανά τον κόσμο –και δη στις ΗΠΑ– να χρησιμοποιούν ονομασίες όπως «feta», «parmesan», «gorgonzola» χωρίς περιορισμούς.
Αν αναρωτιέστε γιατί αυτό έχει σημασία, αρκεί να σκεφτείτε τα οικονομικά μεγέθη. Η ΕΕ εξάγει τυριά αξίας άνω των 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, οι αμερικανικές εξαγωγές προς την ΕΕ στον τομέα αυτό φτάνουν μόλις τα 6,3 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή η ασυμμετρία χρησιμοποιείται τώρα ως επιχείρημα για την άρση των ΠΟΠ, με την Ουάσινγκτον να ισχυρίζεται πως το ευρωπαϊκό σύστημα δημιουργεί αθέμιτο εμπόδιο στις δικές της εξαγωγές.
Η προσέγγιση αυτή, όμως, δεν είναι μόνο οικονομικά εσφαλμένη. Είναι και βαθιά ανιστόρητη. Η φέτα δεν είναι μια παγκόσμια συνταγή που απλώς «μοιάζει» με κάτι γνωστό. Είναι το αποτέλεσμα αιώνων παραγωγής σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας, με πρώτες ύλες και τεχνικές που δεν αντιγράφονται. Το ελληνικό τοπίο, η βιοποικιλότητα, η κτηνοτροφική παράδοση – όλα αυτά συνθέτουν τη μοναδική ταυτότητα της φέτας. Κι αυτή η ταυτότητα δεν είναι ένα εμπορικό κόλπο· είναι ένα θεσμοθετημένο πλεονέκτημα που αναγνωρίζεται επίσημα από την ΕΕ από το 2002.
Εδώ δεν μιλάμε απλώς για προστασία ονομασίας. Μιλάμε για την προστασία ενός παραγωγικού μοντέλου που ενισχύει τις τοπικές κοινωνίες. Η φέτα ΠΟΠ δεν παράγεται σε βιομηχανίες-μαμούθ. Παράγεται σε μικρούς, τοπικούς συνεταιρισμούς, όπως αυτός των Καλαβρύτων, υπό την ηγεσία ανθρώπων όπως ο Παύλος Σατολιάς, που δεν βλέπουν το προϊόν ως απλό εμπόρευμα αλλά ως έκφραση πολιτιστικής και οικονομικής αυτοδιάθεσης. Κάθε κομμάτι φέτας που φεύγει από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, μεταφέρει μαζί του έναν κρίκο από την αγροτική μας παράδοση.

Και ναι, το οικονομικό αποτύπωμα αυτής της παράδοσης είναι μετρήσιμο: εισοδήματα για τους κτηνοτρόφους, ενίσχυση του εμπορικού ισοζυγίου, προστιθέμενη αξία στα αγροτικά προϊόντα, αλλά και σταθερότητα στην περιφέρεια. Αν καταργηθεί η προστασία ΠΟΠ, όλα αυτά απειλούνται. Γιατί το «τύπου φέτα» δεν έχει ούτε την ποιότητα ούτε την ιστορία της αυθεντικής. Αλλά κυρίως, δεν έχει την ίδια αξία στην αγορά. Και αυτή η διαφορά, οικονομικά, είναι τεράστια.
Οι ΗΠΑ, φυσικά, επικαλούνται το «δικαίωμα στην αγορά» και την ανάγκη να έχουν πρόσβαση σε κοινούς όρους. Ωστόσο, η εμμονή τους παραγνωρίζει το γεγονός πως οι γεωγραφικές ενδείξεις δεν λειτουργούν αποσπασματικά, αλλά εντάσσονται σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική για την προστασία της ποιότητας και της τοπικότητας. Οι συμφωνίες με τρίτες χώρες (όπως η CETA με τον Καναδά ή η Mercosur) περιλαμβάνουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα για τη διατήρηση των ΠΟΠ. Δεν είναι λοιπόν απλό να διαγραφεί αυτή η πολιτική με ένα διαπραγματευτικό νεύμα.
Ας μην υποτιμούμε όμως και τις γεωοικονομικές διαστάσεις της υπόθεσης. Οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-ΕΕ είναι ένας μαραθώνιος ανταλλαγών· πίσω από κάθε απαίτηση, υπάρχει και ένα αντάλλαγμα. Και η φέτα, καλώς ή κακώς, έχει γίνει χαρτί στο τραπέζι. Ο Παύλος Σατολιάς το επισημαίνει με σαφήνεια: «Οι ΗΠΑ ζητούν αντίμετρα για να κερδίσουν κάτι άλλο». Είναι ένας συσχετισμός δυνάμεων όπου τα εμπορικά συμφέροντα συγχέονται με πολιτικές σκοπιμότητες.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως ο αγώνας για τη διατήρηση των ΠΟΠ δεν είναι απλώς μάχη για τις ονομασίες. Είναι μάχη για την οικονομική ταυτότητα των χωρών της ΕΕ. Αν η ΕΕ υποχωρήσει, ανοίγει το δρόμο για μια αγορά όπου όλα μοιάζουν αλλά τίποτα δεν διαφέρει. Κι αυτό είναι ένα μοντέλο που οδηγεί στην ισοπέδωση, όχι στην ανάπτυξη.
Αντιθέτως, η προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων είναι η απάντηση στην οικονομική παγκοσμιοποίηση. Σε μια εποχή όπου οι καταναλωτές αναζητούν το αυθεντικό και το ποιοτικό, η Ευρώπη έχει το πλεονέκτημα. Το brand «φέτα» είναι δυνατό γιατί είναι γνήσιο. Και το γνήσιο, στην αγορά, πληρώνεται.
Η φέτα, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένα προϊόν. Είναι το σύμβολο της μάχης για το ποια οικονομία θέλουμε. Θέλουμε μια οικονομία που σέβεται την παράδοση, επενδύει στην ποιότητα και ανταμείβει τον παραγωγό; Ή θέλουμε μια αγορά που όλα γίνονται για να είναι φθηνά και μαζικά, χωρίς ταυτότητα και ψυχή;
Η απάντηση είναι δική μας. Αλλά η επιλογή δεν είναι μόνο γευστική. Είναι οικονομική, θεσμική και –τελικά– πολιτική. Γιατί αν χάσουμε τη φέτα, δεν θα χάσουμε μόνο ένα προϊόν. Θα χάσουμε ένα κομμάτι από την αξία μας. Και αυτό, κανένα trade deal δεν μπορεί να το καλύψει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Φέτα: Στο στόχαστρο των εμπορικών συμφωνιών ΗΠΑ – ΕΕ, ΟΤ, διαθέσιμο εδώ