Του Δημήτρη Κυριαζή,
Μεταξύ πολλών συνηθειών ρουτίνας που βρίσκουν διάφορα νέα αντικείμενα για να μεταβιβαστούν, η μουσική ξαναβρίσκει το βινύλιο. Μια στροφή στην «παράδοση», στο vintage, στο retro θα λέγαμε, η οποία, όμως, τραβάει στο μαγνητικό της πεδίο όλες τις σύγχρονες δημιουργίες και απορροφά μανιωδώς όλες τις ποπ και mainstream μουσικές συνθέσεις. Ο αταβισμός ξεφεύγει από τους παλαίμαχους και το old-school πλέον οικειοποιείται και καπηλεύεται από νέους και νέες. Είναι, ωστόσο, αυτό το πισωδρόμισμα μία υποβόσκουσα και άρρητη άρνηση της πολιτισμικής επιτάχυνσης ή απλώς ο πολιτισμικός «ιμπεριαλισμός» ανασύρει παλιές μνήμες και ιδέες κάνοντάς τες προσβάσιμες ξανά και προς κατανάλωση;
Η αλήθεια πιθανόν να βρίσκεται στη μέση, ή για να το πούμε αλλιώς, τα δύο ερωτήματα βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους και σε διαρκή επικοινωνία· Το ένα επικαθορίζεται από το άλλο. Ένας ετεροκαθορισμός, μία διαλεκτική σχέση που ακυρώνει μία μονόπλευρη και μονοσήμαντη απάντηση. Τόσο η ευρεία αναζήτηση του αγοραστικού κοινού για νέες εμπειρίες, όσο και οι μουσικές βιομηχανίες, λαμβάνουν υπόψη τους τις επιθυμίες και προσδοκίες που γεννιούνται και ψάχνονται να τις εκτονώσουν. Είναι αλήθεια πως η εποχή μας, ως μία χωρό-χρονικότητα συμπιεσμένη, κινείται με ρυθμούς που δύσκολα ακολουθούνται. Όλο και περισσότερα μικροπράγματα και ασχολίες προσπαθούν να χωρέσουν σε ένα ήδη υπερκορεσμένο πρόγραμμα καθηκόντων και δραστηριοτήτων.
Αυτή βέβαια η ταχύτατη «εξέλιξη» έχει τις εξής συνέπειες: τη διαρκή ανακύκλωση πολιτισμικών αγαθών και των ιδεών που τα συνοδεύουν. Όσο πιο γρήγορα βγάζει ένας καλλιτέχνης τον έναν δίσκο μετά τον άλλο, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να επαναλαμβάνεται και να παράγει ένα τετριμμένο περιεχόμενο. Όσο μικρότερο το χρονικό περιθώριο που μεσολαβεί για τη νέα «δουλειά», τόσο βραχυπρόθεσμος είναι και ο ενθουσιασμός για την προηγούμενη. Όσο γρηγορότερη είναι η επιτυχία και ο καλλιτέχνης «χιτάρει», τόσο ευκολότερη και επόμενη η βαρεμάρα και η απόσχιση.
Το βλέπουμε και στις καλοκαιρινές επιτυχίες αυτό που ενώ μέσα σε μία σεζόν έχουν χτυπήσει εκατομμύρια προβολές, τον Οκτώβριο έχουν ήδη ξεχαστεί. Αυτά είναι τα διλήμματα και οι προκλήσεις της μουσικής — καλλιτεχνικής (οικονομικής) επιτυχίας. Περισσότερη αναγνώριση σημαίνει περισσότερα χρήματα. Όταν στην εξίσωση μπαίνει και ο παράγοντας του χρόνου τότε, τα πολλά λεφτά πρέπει να βγαίνουν γρήγορα και άμεσα. Κι αυτό οδηγεί στην εξής πρακτική: εφόσον η επιτυχία, αν και μεγάλη, είναι βραχυπρόθεσμη, τότε η παραγωγή υλικού προς κατανάλωση πρέπει να είναι διαρκής. Μετά το τέλος της περιοδείας και της παρουσίασης, ξανά νέο άλμπουμ στην κυκλοφορία. Για αυτό όλη η τραπ και drill σκηνή έχει την πιο πλούσια, αναλογικά, σε ποσότητα δισκογραφία από πολλούς άλλους χώρους. Επειδή τα χιτ είναι χιτ μέχρι να βγει κάτι άλλο να τα αντικαταστήσει και να πουλήσει.
Ίσως και αυτή να είναι μία από τις κυριότερες διαφορές με τη μουσική βιομηχανία παλαιότερα. Προφανώς, η λογική της μεγιστοποίησης του οικονομικού οφέλους ήταν πάντοτε το κύριο ζητούμενο. Η διαφορά είναι ότι πλέον με όλες τις streaming μουσικές πλατφόρμες το κάθε τραγούδι είναι πολύ πιο άμεσα προσβάσιμο και προσιτό. Η διακίνηση των αγαθών επιτελείται με ραγδαίους ρυθμούς επιτάχυνσης που στην κυριολεξία από τη στιγμή που θα κυκλοφορήσει— ή θα ανέβει— κάτι, είναι την ίδια στιγμή διαθέσιμο προς ακρόαση.

Επίσης, είναι όντως αλήθεια ότι σήμερα ο εκάστοτε καλλιτέχνης προκειμένου να πετύχει δεν χρειάζεται να είναι χρόνια στον χώρο για να αναγνωριστεί, δεν χρειάζεται η συνεχής τριβή με τον ίδιο δίσκο στο επόμενο κοινό που θα ακολουθήσει, δεν χρειάζεται να γίνει «κλασσικός». Τώρα το κοινό μένει σταθερό —που να προλάβει να μεγαλώσει σε ένα καλοκαίρι άλλωστε— και αγκαλιάζει το επόμενο υποψήφιο για τις τάσεις υλικό. Και ναι μπροστά στη δυσφορία που εμφανίζεται και τη βαρεμάρα και την ανάγκη για ανανέωση, έρχεται ξανά το βινύλιο να καλύψει τα κενά.
Και μπροστά σε αυτή την κατάσταση που θα την αποκαλούσαμε «κανονικότητα», έρχεται μία μερίδα του κόσμου να ανασύρει από το συρτάρι παλιές αισθητικές και μόδες. Παλιά ακούσματα και ιδέες, που παρόλα αυτά αποτελούν μία αντίδραση ουσίας ή απλώς έχουν τον χαρακτήρα μίας επιφανειακής άρνησης στο κουραστικό και επιφανειακό αναμάσημα της εποχής; Ή μάλλον, είναι όντως αντίθετες στο πολιτισμικά ορθόδοξο ή έχουν ενταχτεί και αυτές οι πρακτικές «βινυλίου» στην ευρύτερη σφαίρα της «ανακύκλωσης»; Πολύ πιθανόν πράγματι η αγορά να έρχεται να δώσει απάντηση στην όποια δυσφορία με τον πιο αφομοιωτικό τρόπο. Όπως και να ΄χει πάντως, το βινύλιο και το κάθε βινύλιο, όσο ρηχή – τυχοδιωκτική στροφή κι αν είναι, αγγίζει τη μουσική με μεγαλύτερη εμβρίθεια. Σειρά να παίρνει το βιβλίο… αν και οι όροι της όποιας επανένταξης στη ζωή μας πρέπει κι αυτοί με τη σειρά τους να αξιολογηθούν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Vinyl is back: Πώς το βινύλιο και τα πικαπ βρίσκονται ξανά στο σαλόνι μας, in.gr, διαθέσιμο εδώ