Της Ραφαηλίας Γρόσιου,
Ανάλυση της σύμβασης πώλησης με βάση τον Αστικό Κώδικα και τη νομολογία
Η πώληση είναι μία από τις βασικότερες και συνηθέστερες συμβάσεις του ιδιωτικού δικαίου, ρυθμιζόμενη στον Αστικό Κώδικα (ΑΚ), και πιο συγκεκριμένα στα άρθρα 513 επ. Η ουσία της πώλησης συνίσταται στη μεταβίβαση της κυριότητας ενός πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή, με αντάλλαγμα την καταβολή χρηματικού τιμήματος.
Το άρθρο 513 ΑΚ ορίζει ότι «με τη σύμβαση πώλησης ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα πράγματος ή άλλου περιουσιακού δικαιώματος και ο αγοραστής την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα». Η διάταξη αυτή οριοθετεί τη διμερή και επαχθή φύση της σύμβασης πώλησης, καθώς και την ανταλλακτικότητα των παροχών.
Η πώληση μπορεί να αφορά κινητά ή ακίνητα πράγματα. Στην περίπτωση κινητών, η μεταβίβαση κυριότητας συντελείται με παράδοση (άρθρο 1034 ΑΚ), ενώ για τα ακίνητα απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και εγγραφή στο Κτηματολόγιο (άρθρα 1192 επ. ΑΚ). Η εγκυρότητα της πώλησης εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών ως προς το πράγμα και το τίμημα, χωρίς να απαιτείται συγκεκριμένος τύπος, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από ειδική διάταξη.
Η υποχρέωση του πωλητή περιλαμβάνει την παράδοση του πράγματος και τη διασφάλιση ότι αυτό είναι ελεύθερο από νομικά και πραγματικά ελαττώματα. Κατά τα άρθρα 514 και 516 ΑΚ, ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα στον αγοραστή στον συμφωνηθέντα χρόνο και τόπο, με τρόπο που συμφωνήθηκε, και να εξασφαλίσει την κυριότητα του χωρίς νομικά ελαττώματα. Επιπλέον, το άρθρο 534 ΑΚ προβλέπει την ευθύνη του πωλητή σε περίπτωση ύπαρξης ελαττωμάτων ή έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων.

Αντίστοιχα, ο αγοραστής υποχρεούται να καταβάλει το τίμημα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 516 ΑΚ. Η καταβολή γίνεται κατά τον χρόνο και στον τόπο που ορίζεται στη σύμβαση ή, ελλείψει σχετικής ρήτρας, στον τόπο και χρόνο παράδοσης του πράγματος.
Σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων από οποιοδήποτε μέρος, ενεργοποιούνται τα γενικά μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης και υπερημερίας (άρθρα 340 επ. και 349 επ. ΑΚ). Ο αγοραστής, σε περίπτωση παράδοσης ελαττωματικού πράγματος, έχει δικαίωμα μείωσης του τιμήματος ή ακόμη και υπαναχώρησης από τη σύμβαση (άρθρο 540 ΑΚ), ενώ μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για κάθε ζημία που υπέστη.
Η προστασία του καταναλωτή στο πλαίσιο της πώλησης ενισχύεται από τον Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών». Ειδικά για τις συμβάσεις από απόσταση ή εκτός εμπορικού καταστήματος, εφαρμόζονται διατάξεις που παρέχουν στον καταναλωτή το δικαίωμα υπαναχώρησης εντός 14 ημερών (άρθρο 3ε του Ν. 2251/1994).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η νομική αντιμετώπιση των ελαττωμάτων και των ελλείψεων συμφωνημένων ιδιοτήτων συνδέεται άρρηκτα με την αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 288 ΑΚ. Η αξιολόγηση των περιστάσεων και των προσδοκιών των μερών κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Η προστασία του αγοραστή ενισχύεται όταν το πωλούμενο πράγμα αποκλίνει ουσιωδώς από τα συμφωνηθέντα χαρακτηριστικά, γεγονός που συνιστά παραβίαση της συμβατικής ισορροπίας. Η ρύθμιση αυτή στοχεύει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας στις συναλλαγές, προάγοντας τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια μεταξύ των μερών.
Η εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως της Οδηγίας 2019/771 για τις πωλήσεις καταναλωτικών αγαθών, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον Ν. 4967/2022, καθιερώνει ενιαίο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή στην ΕΕ, ενισχύοντας τη θέση του κατά την αγορά αγαθών που παρουσιάζουν έλλειψη συμμόρφωσης.
Επιπροσθέτως, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η σύμβαση πώλησης δεν περιορίζεται μόνο στις συναλλαγές ιδιωτών, αλλά παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο στο εμπορικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι επιχειρήσεις βασίζονται καθημερινά σε συμβάσεις πώλησης για την κυκλοφορία αγαθών και την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η ακρίβεια στη σύνταξη των όρων της σύμβασης και η τήρηση των νομικών απαιτήσεων αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την αποφυγή διαφορών και την εξασφάλιση της νομικής ασφάλειας. Εξίσου ουσιώδης είναι και η κατανόηση των προνοιών που διέπουν τις πωλήσεις διεθνώς, ιδίως όταν εφαρμόζεται η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις εμπορευμάτων (CISG), η οποία εφαρμόζεται όταν τα μέρη προέρχονται από διαφορετικά κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης.

Τέλος, η ψηφιοποίηση της αγοράς και η άνθηση των διαδικτυακών συναλλαγών έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα στο δίκαιο της πώλησης. Η προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου στις σύγχρονες μορφές πώλησης (π.χ. ψηφιακά προϊόντα, πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου) αποτελεί πρόκληση για τη νομοθεσία και τη νομολογία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024