Της Ελένης Κοκαβέση,
Το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ως δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας συνδικαλιστικών οργανώσεων καθώς και το δικαίωμα της απεργίας που συνεπάγεται από αυτό το δικαίωμα, εκφράζουν την ένταξη στην έννομη τάξη του κοινωνικού φαινομένου της συλλογικοποίησης των μισθωτών και των εργασιακών τους σχέσεων, που άρχισε να εμφανίζεται μετά την βιομηχανική επανάσταση. Μετά τις απαγορεύσεις των εργατών για την κατοχύρωση του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας με την αιτιολογία ότι απειλούσε τις ατομικές ελευθερίες σταδιακά και μετά από μία σειρά μαχών από την εργατική τάξη για την κατοχύρωση του δικαιώματος, το δικαίωμα αυτό αναγνωρίστηκε αρχικά στην Αγγλία το 1824, στην Γερμανία το 1869 και στην Γαλλία το 1884. Η κατοχύρωση της έγινε διεθνώς μέσω μιας σειράς κανονισμών από Διεθνείς Οργανισμών.
Στην Ελλάδα το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα το 1864 με την κατοχύρωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι κατοχύρωση που επαναλήφθηκε και στα υπόλοιπα Συντάγματα της Ελλάδας. Αργότερα θεμελιώθηκε και η ελευθερία ίδρυσης και λειτουργίας συνδικαλιστικών οργανώσεων. Με βάση το Σύνταγμα του 1975, το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας κατοχυρώθηκε στο άρθρο 23 παρ.1 του Συντάγματος «το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για την διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους μέσα στα όρια του νόμου».
Με βάση το άρθρο καταλαβαίνουμε πως όχι μόνο κατοχυρώνεται συνταγματικώς το δικαίωμα των εργατών να ιδρύουν οργανώσεις που θα προασπίζουν τα εργατικά τους δικαιώματα και προστατεύοντας τους από τις αυθαιρεσίες των εργατών, αλλά το κράτος είναι υπεύθυνο για την απρόσκλητη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Δηλαδή δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς μόνο το δικαίωμα των εργατών να συνδικαλίζονται αλλά διασφαλίζεται ότι το κράτος θα προστατεύει την λειτουργία τους, ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοι να αισθάνονται πως έχουν ένα μέρος να αποταθούν και να ζητήσουν συμβουλές σε περίπτωση που προκύψει κάτι.

Φορείς του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας είναι καταρχήν τα φυσικά πρόσωπα είτε είναι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας είτε είναι εργοδότες. Μπορεί να είναι και ανήλικοι εργαζόμενοι, αλλοδαποί, όπως φορείς επίσης είναι και οι ίδιες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τόσο των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών. Αποδέκτες του δικαιώματος είναι καταρχήν το κράτος ,αφού το δικαίωμα στρέφεται καταρχήν κατά του κράτους, το οποίο υποχρεούται αφενός να απέχει από κάθε προσπάθεια κηδεμόνευσης και αφετέρου να διαμορφώσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την δημοκρατική οργάνωση και την απρόσκλητη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Επίσης στρέφεται κατά των εργοδοτών οι οποίοι υποχρεούνται να σέβονται το δικαίωμα των εργαζομένων στον συνδικαλισμό και να συμπεριφέρονται σωστά στους εργαζόμενους τους. Τέλος η συνδικαλιστική ελευθερία στρέφεται και κατά των ίδιων των συνδικαλιστικών οργανώσεων οι οποίες δεν μπορούν χωρίς σοβαρό λόγο να αποκλείουν από αυτές την εγγραφή μελών, να διαγράφουν μέλη ή να τα αποκλείουν από την διοίκηση και την δράση της.
Με την συνδικαλιστική ελευθερία συνδέεται και το δικαίωμα της απεργίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 23 παρ.2 του Συντάγματος. Με βάση αυτό το άρθρο προβλέπεται πως «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων». Το δικαίωμα της απεργίας ανήκει καταρχήν σε όλους τους εργαζομένους ατομικά με οποιοδήποτε είδος σύμβασης απασχολούνται είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό φορέα. Όπως και στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας έτσι και εδώ το Σύνταγμα δεν κάνει διάκριση μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, έτσι το δικαίωμα ανήκει και στους αλλοδαπούς. Το Σύνταγμα επιτρέπει την άσκηση του δικαιώματος αυτού μόνο εφόσον η απεργία κηρύσσεται από της νόμιμα συστημένες οργανώσεις και όχι από άλλα μορφώματα σωματειακής μορφής που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Αποδέκτες του δικαιώματος είναι και εδώ το κράτος και οι εργοδότες.
Και στα δύο αυτά δικαιώματα η συνταγματική κατοχύρωση δεν επιτυγχάνει μόνο την προστασία των συνδικαλιστικών οργανώσεων από αυθαιρεσίες του κράτους και των ιδιωτών αποτρέποντας τους από ενέργειες που περιορίζουν και βλάπτουν αυτά τα βασικά δικαιώματα των εργατών, αλλά οι συνταγματικές διατάξεις οδηγούν και σε θετική ερμηνεία προτρέποντας το κράτος και τους εργοδότες σε θετικές ενέργειες ώστε να διαφυλάσσουν και να συμβάλλουν στην ενεργή άσκηση των δικαιωμάτων. Με λίγα λόγια το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας και της απεργίας δεν εμποδίζουν απλώς το κράτος και τους εργοδότες να περιορίσουν αυτά τα σημαντικά εργατικά δικαιώματα αλλά τους ανάγει ως θεσμικούς εγγυητές και βασικούς πυλώνες της ενεργής άσκησης τους.
Συμπερασματικά, το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας και το δικαίωμα της απεργίας που συνεπάγεται από την συνδικαλιστική ελευθερία αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και κατοχυρώνουν βασικά εργατικά δικαιώματα τα οποία μπορούν να ασκούν οι εργαζόμενοι για να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίες και να αντιτάσσονται σε κρατικές υπονομευτικές ενέργειες αλλά και σε αυθαιρεσίες των εργοδοτών, όπως αρχικώς κατοχυρώθηκαν διεθνώς μετά την βιομηχανική επανάσταση ως απότοκο των αποτρόπαιων συνθηκών εργασίας που υφίσταντο οι εργαζόμενοι στο παρελθόν και αποτελούν βασικά εργαλεία ελέγχου των εργαζομένων έναντι του κράτους και των εργοδοτών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022