26.5 C
Athens
Τρίτη, 20 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΗ υπόθεση του Martin Guerre κατά την Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη (Α' Μέρος)

Η υπόθεση του Martin Guerre κατά την Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη (Α’ Μέρος)


Του Διονύση Κονδάκη,

Τα διαφορετικά στοιχεία σύστασης της καθημερινής ζωής των χωρικών στην Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη (1500-1700) έχουν βρεθεί επανειλημμένα στο επίκεντρο πολλαπλών ιστορικών μελετών. Εξάλλου, η εξεταζόμενη εποχή παρουσιάζει σημαντικές εξελίξεις τόσο στον τρόπο ζωής των επαρχιακών πληθυσμών, όσο και στη δομή των ευρωπαϊκών φεουδαλικών καθεστώτων και στην επικοινωνία μεταξύ χωριών και αστικών κέντρων. Η ανάπτυξη και επικράτηση της τυπογραφίας, της συμβολαιογραφίας και του εμπορικού καπιταλισμού, σε συνδυασμό με τη δυναμική εξάπλωση του Προτεσταντισμού, έφερε τους χωρικούς αντιμέτωπους με ένα απότομο κύμα αλλαγής. Η έξαρση των εξεγέρσεων των χωρικών, υποκινούμενων πλέον από καθαρά πολιτικά κίνητρα, όπως έγινε το 1525 στη Γερμανία και κατά τα τέλη του 16ου αιώνα στο Vivarais και στο Dauphiné της γαλλικής επαρχίας, υποστηρίζουν περαιτέρω το παραπάνω συμπέρασμα.

Η υπόθεση του Martin Guerre, μια πραγματική ιστορία επαρχιακής μετανάστευσης, περιπλάνησης και προδοσίας, που κέντρισε το ενδιαφέρoν εκατοντάδων δικαστών και κοινών αναγνωστών στη Πρώιμη Νεότερη Γαλλία, αποτελεί έναν μοναδικά αυθεντικό απολογισμό των κοινωνικών πρακτικών των χωρικών κατά τον 16ο αιώνα. Το ταξίδι του νεαρού Martin επιβεβαιώνει, αλλά και διαφεύγει, πολλών συμπερασμάτων των ιστορικών για την εποχή, καθώς η εξέταση του σε «μικρή διάρκεια», κατά την ορολογία του Braudel, δίνει τη σπάνια ευκαιρία αντιπαραβολής της ιστορικής αντίληψης με την αυθεντική ανθρώπινη εμπειρία. 

Το 1527, ο Martin Guerre, ακολουθώντας αναγκαστικά τον πατέρα του Sanxi Daguerre, τη μητέρα του και τον θείο του Pierre, έφυγε από το χωριό του (στο Labourd) στη γαλλική πλευρά της βασκικής επικράτειας και μετανάστευσε στο Artigat, ένα χωριό στη γαλλική κομητεία του Foix. Ευθύς, το ταξίδι του Martin εμφανίζει ιδιαιτερότητες. Η μετανάστευση στη Γαλλία ήταν κάτι πραγματικά ασυνήθιστο για έναν Βάσκο, ο οποίος αν ταξίδευε ήταν για να κυνηγήσει φάλαινες στον ατλαντικό, ενώ όταν εγκατέλειπε για τα καλά τη γενέτειρα του κατέβαινε προς την Ισπανία. Ακόμη, τα βασκικά κληρονομικά έθιμα έδεναν με στενούς δεσμούς τους πρωτότοκους υιούς, όπως ήταν ο Sanxi Daguerre, με την περιουσία τους, την οποία το εθιμικό δίκαιο απαγόρευε να πουλήσουν. Αν κάποιος μετανάστευε, αυτός θα ήταν ο μικρότερος γιός, και σίγουρα δεν θα πήγαινε προς τη Γαλλία. 

O Francois I της Γαλλίας. Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Η εποχή του Martin, ωστόσο, χαρακτηρίστηκε από έντονη πολεμική δραστηριότητα στη βασκική επικράτεια, με συνεχείς διαμάχες μεταξύ του Γάλλου Βασιλιά Φραγκίσκου Α΄ και του Ισπανού Αυτοκράτορα Καρόλου Κουίντου. Το 1524 η πανούκλα σάρωσε το Labourd, ενώ η γέννηση του Martin το 1525, ίσως, να έσπρωξε τον Sanxi να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένεια του. 

Τελικά, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Artigat, ένα χωριό στους πρόποδες των Πυρηναίων. Άλλαξαν το όνομα τους από Daguerre σε Guerre, εγκατέλειψαν τα βασκικά χαρακτηριστικά τους και έμαθαν τη γλώσσα της περιοχής, τα langue d’oc. H έντονη εμπορική δραστηριότητα του Foix, με καλλιέργειες σιταριού, κεχριού και δημητριακών, καθώς και με τεχνίτες και κτηνοτρόφους, σε συνδυασμό με την ελευθερία της περιοχής από φεουδαλικούς δεσμούς και οφειλές αγγαρειών και φόρων προς άρχοντες, έδωσε πλήθος ευκαιριών για οικονομική ανάπτυξη στους Guerre. Μέσα σε έντεκα χρόνια εδραιώθηκαν ως επιφανείς κτηνοτρόφοι και πλακοποιοί στην περιοχή, γεγονός που οδήγησε στον γάμο του δεκατετράχρονου Martin με την Bertrande de Rols, κόρη πλούσιας οικογένειας στην απέναντι όχθη του Lèze. Γρήγορα, ωστόσο, το νέο ζευγάρι ανακάλυψε πως ο Martin ήταν σεξουαλικά ανίκανος, συνθήκη που εκείνη την εποχή ερμηνευόταν ως επίθεση από μαύρη μαγεία.

Πράγματι, το παραπάνω αποτελούσε βασικό φόβο τόσο των χωρικών όσο και των αστικών πληθυσμών της εποχής. Στον απόηχο της δριμείας σύγκρουσης μεταξύ Προτεσταντισμού και Καθολικισμού, και στο πλαίσιο του κυνηγιού των μαγισσών (1550-1650), οι δαιμονολόγοι της εποχής παρουσίαζαν εσχατολογικά τον κόσμο, σαν το τελικό πεδίο μάχης μεταξύ των δυνάμεων του φωτός και του σκότους. Οι «μάγισσες», όπως υποστηρίζεται στο “Malleus Maleficarum” του Heinrich Kramer (1486), υπέσκαπταν τα θεμέλια της χριστιανικότητας, έπαιρναν μέρος σε οργιαστικές τελετές του Sabbath, έτρωγαν βρέφη και στόχευαν τους άντρες καθιστώντας τους στείρους, με σκοπό την αναστολή της ανθρώπινης αναπαραγωγής, κεντρικό σημείο της χριστιανικής θρησκείας.

Ο Martin, που αναμφίβολα υπέπεσε θύμα του Charivari, διαδεδομένη λαϊκή τελετή με στόχο την υπεράσπιση και αποκατάσταση των ηθών της κοινότητας, κατά την οποία ανύπαντρα ζευγάρια, σεξουαλικά ανίκανοι άντρες και γυναίκες θεωρούμενες ως «χαλαρών ηθών» σέρνονταν έξω από το σπίτι τους και εξευτελίζονταν, εμφανίζεται απογοητευμένος. Χρειαζόταν ένα διάλειμμα από τη ζωή του γάμου, της οικογένειας και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Για ακόμη μια φορά, ήθελε να μεταναστεύσει.

Πράγματι, η καθημερινή ζωή των χωρικών εμφάνιζε τέτοιες δυσκολίες. Τα όρια μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας ζωής ήταν θαμπά και οι υποχρεώσεις απέναντι στην κοινότητα και στα ήθη της εμφανίζονται άκαμπτες. Είναι πιθανό, ως μέρος του μακρινού ιστορικού παρελθόντος, κάτι τέτοιο να ληφθεί ως δεδομένο, ως μια ανυπέρβλητη συνθήκη με την οποία οι πληθυσμοί είχαν συνηθίσει να συμβιώνουν. Ωστόσο, η ανθρώπινη ανάγκη για ελευθερία δεν είναι αποκλειστική στη σύγχρονη εποχή. Οι επαρχιακές κοινότητες της περιόδου προσέφεραν πολλές ευκαιρίες για ανακούφιση και απόδραση από την κλειστή κοινωνία του χωριού. Στη βασκική επικράτεια αυτό τον σκοπό εξυπηρετούσαν τα ταξίδια στη θάλασσα, στα Πυρηναία οι μακρινές μετακινήσεις ενός βοσκού με το κοπάδι του, ενώ η Ισπανία αποτελούσε καθιερωμένο προορισμό των νέων αγοριών για διασκέδαση λίγο πριν ή μετά τον γάμο τους. Μάλιστα, συμβόλαια γάμου πολλές φορές αναφέρουν πώς και από ποιον θα στεγαστεί η γυναίκα την περίοδο που ο άντρας θα έχει «διαφύγει» στην Ισπανία.

Η περίπτωση του Martin, επίσης, αντιτίθεται στις κρατούσες αντιλήψεις των ιστορικών της μετακίνησης πληθυσμών, που συχνά υποστηρίζουν ότι η μετανάστευση των χωρικών είχε αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα. Ο νεαρός Βάσκος πέρασε τα Πυρηναία και πήγε να εξερευνήσει την έντονη ζωή της Καστίλλης, σημαντικό εμπορικό κέντρο, καθώς και πλούσια και πολυπληθής πόλη (19.000 κάτοικοι). Αρχικά, έγινε υπηρέτης στο πολυτελές σπίτι του Καρδινάλλιου Francisco de Mendoza, έπειτα πέρασε στην ακολουθία του διοικητή ενός τάγματος του ισπανικού στρατού Pedro de Mendoza και, ως εκ τούτου, στρατολογήθηκε και στον ισπανικό στρατό, με αποτέλεσμα να συμμετάσχει στην πολιορκία του Saint-Quentin, όπου ο γαλλικός στρατός υπέστη πανωλεθρία. Ο Martin είχε διαπράξει εσχάτη προδοσία. 

Ταυτόχρονα, ένας νεαρός από την περιοχή του Languedoc υπέσκαπτε τα θεμέλια της οικογενειακής του ζωής. Ο Arnaud du Tilh, όπως περιγράφεται στις δίκες που ακολούθησαν, ήταν εμποτισμένος σε κάθε είδος αμαρτίας. Διασκέδαζε υπερβολικά στα καρναβάλια και ζούσε για τις σαρκικές απολαύσεις. Ανάλογα, το μικρό του ανάστημα και οι καταχρήσεις του στο φαΐ και στις γυναίκες του έδωσαν το παρωνύμιο “Pansette”, ή αλλιώς ο «κοιλίτσας». Επιστρέφοντας από μια εκ των πολλών εκστρατειών του Ερρίκου Β΄ ο Pansette, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, γνώρισε τυχαία δύο παλιούς φίλους του Martin, οι οποίοι, μπερδεύοντας τον έναν για τον άλλο, αναφέρονται την ιστορία των Guerre, σχολιάζοντας την εγκατάλειψη και τη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει η γυναίκα και η οικογένεια του Martin. 

Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Ο Pansette, συνηθισμένος στην παρανομία και διεκδικώντας, όπως και ο Martin πριν από μια δεκαετία, ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του, αποφασίζει να τον αντικαταστήσει. Συγκέντρωσε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε και πήγε στο σπίτι του Martin, έτοιμος να τον υποδυθεί για να πάρει τη θέση του. Η κλοπή ταυτότητας εκείνη την εποχή, με δεδομένη την απουσία φωτογραφιών και συμβολαίων, ήταν συνηθισμένη, ωστόσο πολύ σπάνια στόχευε σε εν ζωή γνωστούς και συγγενείς του θύματος. Αυτό που εμφανίζεται φαινομενικά παράδοξο είναι ότι η γυναίκα του Martin, η Βertrande, δέχεται τον Pansette ως τον άντρα της, γνωρίζοντας φυσικά πως δεν πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο.

Τα παραπάνω είναι δηλωτικά τόσο της αβεβαιότητας της εποχής, όσο και της αυστηρής εδραίωσης της ζωής των γυναικών στα κοινωνικά και εκκλησιαστικά ήθη. Μια γυναίκα χωρίς τον άντρα της συχνά έπεφτε θύμα κοινωνικού χλευασμού, αποκλειόταν από την κληρονομιά της και περιθωριοποιούνταν. Ο Pansette εκπροσωπούσε μια «θεόσταλτη» οδό διαφυγής. Ακόμη, η διάδοση του Προτεσταντισμού στην επαρχία είχε μεταβάλλει τις αντιλήψεις πολλών χωρικών σχετικά με τον γάμο, καθώς το διαζύγιο δεν περιοριζόταν από τις ίδιες αυστηρές διατάξεις όπως στον καθολικισμό. 

Τόσο η διαφυγή του Martin, όσο και η πλεκτάνη του Pansette και της Bertrande αποτελούν εξαιρέσεις στα ιστορικά συμπεράσματα για την εποχή, ενώ παράλληλα εκπροσωπούν προδρομικά στοιχεία μεταγενέστερων εποχών, αφού η συμπεριφορά και οι αποφάσεις τους φαίνεται να κινούνται πάνω σε μια εκκοσμικευμένη, προσωπική και συμφεροντολογική αντιμετώπιση του κόσμου. Η «Υπόθεση του Martin Guerre» αποτελεί αφορμή για έναν σημαντικό ιστορικό προβληματισμό: Χωράει η ανθρώπινη πολλαπλότητα σε αυστηρούς ιστορικούς κανόνες και συμπεράσματα; 

Η «Υπόθεση του Martin Guerre» αν και δεν απαντάει αποφασιστικά στα παραπάνω ερωτήματα, αναδεικνύει τις πολλαπλές πιθανές εστιάσεις στην προσέγγιση του παρελθόντος. Οι πολεμικές εκστρατείες, οι ταξικές εξεγέρσεις και οι οικονομικές κρίσεις και αναπτύξεις, καθώς αποτελούν γεγονότα που ξεφεύγουν του ανθρώπινου ελέγχου, συνήθως επιτρέπουν μια πιο ακριβή εξέταση του παρελθόντος. Ωστόσο, το πώς πραγματικά βίωνε κάποιος τη ζωή στο παρελθόν, προσφέρει δυνατότητες αναζήτησης της ανθρώπινης εμπειρίας, την εξέταση του ανθρώπου όχι ως απλό συμμέτοχο στα γεγονότα, αλλά ως πρωταγωνιστή και διαμορφωτή της εκάστοτε τοπικής πραγματικότητας.

Η επιστροφή του Martin Guerre στο Artigat έφερε τον Pansette και την Bertrande αντιμέτωπους με την πλεκτάνη τους και οδήγησε σε μια σειρά σύνθετων δικών, που δίχασαν την κοινή γνώμη. Η διαδικασία αναζήτησης του πραγματικού Martin Guerre από τα διάφορα δικαστήρια της χώρας, όπως και η αντιμετώπιση της πλεκτάνης από τον κυρίαρχο λόγο και τη λόγια κοινότητα της εποχής, θα εξεταστούν στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου. 


ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Henry Camen (2002), Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο
  • Natalie Zemon Davis (1983), The Return of Martin Guerre, Massachusetts: Harvard University Press
  • Μichele Foucault (1973), Moi, Pierre Rivière, ayant égorgé ma mère, ma sœur et mon frère…: Un cas de parricide au XIXᵉ siècle, Paris: Folio Histoire

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Διονύσης Κονδάκης
Διονύσης Κονδάκης
Προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έχει επικεντρωθεί στην κοινωνική ιστορία και στη μελέτη της ανάπτυξης των ανθρώπινων νοοτροπιών και της οικονομίας από την Πρώιμη Νεότερη περίοδο μέχρι τη Μεταπολεμική.