Της Άννας Γκέλια,
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν χρειάζονται φωνή για να ακουστούν. Που δεν χρειάζονται χειροκρότημα για να υπάρξουν. Που περνούν δίπλα σου σιωπηλά, όπως το φως του απογεύματος σε ένα ήσυχο δωμάτιο, πάντα εκεί, διακριτικά, σταθερά, με έναν τρόπο σχεδόν ιερό. Κι ένας από αυτούς είναι ο πατέρας.
Δεν φωνάζει ποτέ. Δεν διεκδικεί ποτέ χώρο. Μα είναι πάντα εκεί. Στην αρχή σαν το χέρι που σου κρατούσε το ποδήλατο μέχρι να βρεις ισορροπία. Μετά σαν σκιά πίσω από τις αποφάσεις σου, όχι για να σε εμποδίσει, αλλά για να σε στηρίξει αν γλιστρήσεις. Σαν εκείνο το φως που δεν το κοιτάς κατάματα, αλλά βλέπεις χάρη σε αυτό τα πάντα γύρω σου.
Ο πατέρας δεν είναι μόνο το πρόσωπο. Είναι στάση. Είναι τρόπος. Είναι οι νύχτες που δεν κοιμήθηκε για να ακούσει αν γύρισες. Είναι το βλέμμα του όταν απέτυχες, που δεν σε έκανε ποτέ να νιώσεις μικρός, μονάχα πιο δυνατός. Είναι εκείνη η λέξη που δεν λέγεται, αλλά μένει μέσα σου σαν στήριγμα, σαν ρίζα, σαν ευχή.

Και ξέρεις πως η μορφή του πατέρα δεν είναι πάντα εύκολη. Μερικές φορές είναι αυστηρή. Άλλες φορές σιωπηλή. Κάποιες φορές την παρεξηγείς. Αλλά μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις πως ό,τι κάνει, το κάνει με αγάπη που δεν χρειάζεται λέξεις. Με πίστη βαθιά, σαν εκείνη τη μουσική που δεν έχει έντονο ρυθμό, αλλά χτίζει κύματα μέσα σου. Όπως η μελωδία του Χατζιδάκι, που κυλάει αργά, απαλά, με στιγμές φωτός και σκιάς και σου θυμίζει πως η αγάπη που μένει μέσα στην καρδιά δεν είναι αυτή που φωνάζει, αλλά αυτή που επιμένει.
Υπάρχουν πατεράδες που υπήρξαν ήρωες σιωπηλοί. Που σήκωσαν βουνά χωρίς να τους δει κανείς. Που έκρυψαν τις αδυναμίες τους για να μας κάνουν να νιώθουμε δυνατοί. Που προσεύχονταν αθόρυβα, όχι για τον εαυτό τους, αλλά για εμάς. Που δούλεψαν με τα χέρια, αλλά πρόσφεραν με την ψυχή. Που δεν ζητούσαν αντάλλαγμα, αλλά χαιρόντουσαν απλώς που είμαστε καλά. Ή που προστάτευαν όχι μόνο τη δική τους οικογένεια, αλλά κι όποιον είχε ανάγκη, σαν να ήταν και εκείνος παιδί τους.
Ο πατέρας είναι φως. Είναι ο τρόπος που περπατάει δίπλα σου χωρίς να σε σκιάζει. Είναι το πώς κρατά την πίστη του χωρίς να την επιβάλλει. Πώς αγαπά χωρίς να ζητά. Πώς συγχωρεί, ακόμα και όταν πληγώνεται. Πώς βλέπει τον κόσμο όχι μέσα από εγωισμό, αλλά μέσα από προσφορά.
Κι έπειτα, υπάρχει και άλλος τρόπος να δείξει την αγάπη του. Ο τρόπος που κοιτάει τη γυναίκα του. Που της πιάνει το χέρι χωρίς λόγο. Που της απευθύνεται με τρυφερότητα, ακόμα και όταν ο κόσμος γκρεμίζεται. Ο τρόπος που της αφήνει το τελευταίο κομμάτι στο τραπέζι χωρίς να το πει. Που θυμάται πώς της αρέσει ο καφές. Που στέκεται δίπλα της σαν δέντρο βαθιά ριζωμένο, όχι για να την καλύπτει, αλλά για να τη στηρίζει όταν φυσάει δυνατά.
Είναι μια αγάπη που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Είναι πιστή. Είναι ήθος. Είναι επιλογή, κάθε μέρα. Και μέσα από αυτήν μάθαμε τι θα πει σεβασμός. Τι θα πει σύντροφος. Τι θα πει να αγαπάς χωρίς να φθείρεσαι. Να πορεύεσαι δίπλα στον άλλον, όχι από υποχρέωση, αλλά από αφοσίωση. Να τον στηρίζεις όχι μόνο στις χαρές, αλλά κυρίως στη σιωπή, στα δύσκολα, στα άγνωστα.
Υπάρχουν λόγια που μένουν μέσα μας, χρόνια μετά. Μια φράση του. Μια ματιά. Μια σιωπή που μίλησε δυνατότερα από όλα. Υπάρχουν στιγμές που μεγαλώνεις και τον καταλαβαίνεις πιο πολύ. Τον συγχωρείς για τα δύσκολα, τον ευχαριστείς για τα ήσυχα, τον τιμάς για τα αθέατα. Τον αγαπάς, όχι για αυτό που έκανε, αλλά γι’ αυτό που είναι.

Οι πατέρες, όταν είναι φως, δεν φεύγουν ποτέ. Κι αν κάποτε φύγουν, τότε η παρουσία τους γίνεται πιο έντονη. Ζουν στις αξίες που σου έδωσαν. Στο πώς φέρεσαι στους άλλους. Στο πώς ελπίζεις. Στο πώς αγαπάς. Και τότε, σε στιγμές απλές, όταν κοιτάς ένα ηλιοβασίλεμα ή ακούς μια μελωδία που ανεβαίνει από τα πλήκτρα ενός πιάνου, ακούς τη φωνή του ξανά. Όχι με ήχο, αλλά με ψίθυρο. Όχι με λέξεις, αλλά με παρουσία.
Ίσως τελικά να είναι αυτό που μένει: η αγάπη μέσα στην καρδιά. Όχι η αγάπη που ζητά, αλλά η αγάπη που δίνεται. Όχι η αγάπη που φωνάζει, αλλά εκείνη που σωπαίνει και προστατεύει. Η αγάπη που γίνεται πυξίδα, που σε γυρίζει πάντα εκεί που νιώθεις ασφαλής. Εκεί που θυμάσαι ποιος είσαι. Εκεί που κάποιος σε κοίταξε με υπερηφάνεια, όχι γιατί ήσουν τέλειος, αλλά γιατί ήσουν κομμάτι από εκείνον.
Ο πατέρας δεν είναι μόνο το παρελθόν. Είναι ο ήχος πίσω από κάθε βήμα που κάνουμε στο παρόν. Είναι η σκέψη που εμφανίζεται κάθε φορά που νιώθουμε μόνοι. Είναι η μνήμη που πονά γλυκά, γιατί είναι αληθινή. Είναι η δύναμη να συνεχίζεις, γιατί κάποιος πίστεψε σε εσένα πριν καν τολμήσεις να πιστέψεις εσύ.
Και τότε, χωρίς να το καταλάβεις, εκείνη η μελωδία του Χατζιδάκι αρχίζει να παίζει μέσα σου. Όχι έντονα, όχι θριαμβευτικά. Μα όπως ένα φως πίσω από τα σύννεφα. Σαν μια προσευχή που δεν λέγεται με λόγια. Σαν ένα «σ’ αγαπώ» που δεν ειπώθηκε ποτέ, αλλά έγινε πράξη, κάθε μέρα, για μια ζωή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Μάνος Χατζιδάκις: Ο πατέρας μου, ο Γιώργης, ήταν δικηγόρος και είχε καταγωγή από το Μύρθιο της Κρήτης, e-mesara.gr, διαθέσιμο εδώ