Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Μετά την ήττα του Άξονα, ο Ψυχρός Πόλεμος έθεσε σε επιφυλακή τις δυτικές δυνάμεις κατά του κομμουνιστικού κινδύνου. Το ΝΑΤΟ και η CIA συνέβαλαν στη δημιουργία μυστικών ‘‘stay-behind’’ οργανώσεων, που θα λειτουργούσαν ως υπόγειο δίκτυο αντίστασης σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής. Η Codenamed Operation Gladio αποκαλύφθηκε νωρίτερα στην Ιταλία, αλλά ανάλογες δομές υπήρξαν σε χώρες όπως Βέλγιο, Γαλλία και Ελλάδα. Η μυστικότητα που σκέπαζε τα stay-behind δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος για θεωρίες περί «παρακρατικών» παρεμβάσεων σε πολιτικά δρώμενα, ενώ δεν ήταν λίγες οι καταγγελίες περί τρομοκρατικών ενεργειών «ελεγχόμενων» από μυστικές υπηρεσίες, ώστε να δικαιολογηθεί κρατική καταστολή.
Ο Θωμάς (Τομ) Ηρακλής Καραμεσίνης, γεννημένος το 1917 στη Νέα Υόρκη, ήταν ομογενής πράκτορας της CIA με εξειδίκευση στην Ελλάδα. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε δράσει ως σύνδεσμος με ελληνικές αντιστασιακές ομάδες και αργότερα υπηρέτησε στην Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Ως αξιωματούχος της CIA, οργάνωσε παρακρατικά δίκτυα πολιτών για την αποτροπή ενδεχόμενης αριστερής κυβέρνησης, εφαρμόζοντας στρατηγική ψυχολογικού πολέμου και πολιτικής πίεσης. Το ελληνικό παράρτημα της CIA υπό την εποπτεία του έγινε ένα από τα ισχυρότερα στα Βαλκάνια. Το 1958, μετατέθηκε στη Ρώμη, όπου συντόνισε την ιταλική «Gladio». Το ελληνικό δίκτυο stay-behind συγκροτήθηκε κυρίως από στελέχη των ΛΟΚ (Λόχοι Ορεινών Καταδρομών), υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Κώστα Ασλανίδη, κεντρικό στρατηγείο θεωρείται το στρατόπεδο αλεξιπτωτιστών στον Ασπρόπυργο, όπου οργανώνονταν οι αποθηκεύσεις όπλων σε τουλάχιστον 100 επίσημες «κρύπτες» σε όλη τη χώρα. Σε μυστικό έγγραφο της 25ης Μαρτίου 1955, ο Αμερικανός Στρατηγός Τρούσκωτ (Truscott) για τη CIA και ο αρχηγός ΓΕΣ Κωνσταντίνος Δόβας επιβεβαίωσαν την συνεργασία μεταξύ CIA και Ελληνικών Δυνάμεων Καταδρομών (ΛΟΚ) «για την αντιμετώπιση εσωτερικής κομμουνιστικής απειλής». Η ενσωμάτωση των ΛΟΚ στο ευρύτερο δίκτυο stay-behind του ΝΑΤΟ έγινε με σκοπό όχι μόνο την αντίδραση σε ενδεχόμενη σοβιετική εισβολή αλλά και την πρόληψη «εσωτερικών κομμουνιστικών πραξικοπημάτων».

Μέλη των ΛΟΚ εκπαιδεύτηκαν από πράκτορες της CIA και των SAS/Green Berets σε στρατόπεδα στο Βόλο και στον Όλυμπο, αποκτώντας ικανότητες σαμποτάζ, αντικατασκοπείας και παραπλάνησης, μετά την βασική εκπαίδευση οι μονάδες εξασκούνταν σε απομονωμένες περιοχές της Πίνδου και της Φλώρινας. Το ελληνικό stay-behind δίκτυο, κωδικοποιημένο ως “Sheepskin” ή “Red Sheepskin”, στα ελληνικά «επιχείρηση Κόκκινη Προβιά» διέθετε περίπου 1.100–1.200 στελέχη ενταγμένα σε 8–10 κύριους πυρήνες, με διασπορά σε όλη τη χώρα μέσω 90–100 «κρυπτών όπλων» (armes caches), πρώτος διοικητής της «Προβιάς» ήταν ο Αλέξανδρος Νάτσινας. Αποθήκες όπλων, κρυφές «ντουλάπες» σε στρατόπεδα και κτιριακές υποδομές των ΛΟΚ, περιλαμβάνοντας πολυβόλα, χειροβομβίδες, εκρηκτικά και ραδιοεξοπλισμό τέλος η χρήση ειδικών βιβλίων-κλειδιών (codebooks) για ασφαλή μετάδοση εντολών, που ανανεώνονταν περιοδικά από κέντρα επικοινωνίας της CIA. Σε καιρό «ειρήνης», η «Κόκκινη Προβιά» παρά το αρχικό σενάριο «προβοκατορικής» δράσης έναντι ενδεχόμενων κομμουνιστών, υπάρχουν μαρτυρίες για παρέμβαση σε πολιτικές κινητοποιήσεις (π.χ. παρακολούθηση αριστερών στελεχών, παρεμπόδιση διαδηλώσεων) με σκοπό να διατηρηθεί «σταθερό» το πολιτικό σκηνικό. Το δίκτυο φέρεται να παρενέβη και σε εκλογικές διαδικασίες, κατευθύνοντας αποτελέσματα προς «ασφαλείς» δεξιούς συνδυασμούς, βάσει αναφορών σε υπηρεσιακά έγγραφα και προσωπικές μαρτυρίες, διαμορφώνοντας έτσι το εσωτερικό πολιτικό κλίμα. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για ανάμειξη της οργάνωσης «Κόκκινη Προβιά» σε σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όπως η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη (1963) από παρακρατική ομάδα, η βομβιστική ενέργεια στη γέφυρα του Γοργοπόταμου (1964), και η επιβολή της χούντας (1967), με ενεργή συμμετοχή των ΛΟΚ.

Ρόλος στο Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967
Τη νύχτα του πραξικοπήματος, μονάδες ΛΟΚ υπό τον λοχαγό Κώστα Ασλανίδη κατέλαβαν το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ενώ άλλες πολιτοφυλακές έλεγξαν τα κέντρα επικοινωνιών, τη βουλή και το παλάτι, διευκολύνοντας την «ανώδυνη» επιβολή του καθεστώτος. Σύμφωνα με τον Daniele Ganser, περισσότερα από 10.000 άτομα συνελήφθησαν τις πρώτες μέρες βάσει «καταλόγων ύποπτων» που είχε συντάξει από καιρό η CIA. Ο τότε Αμερικανός πρέσβης Φίλιπ Τάλμποτ διαφώνησε με το πραξικόπημα, χαρακτηρίζοντάς το «βιασμό της δημοκρατίας», αλλά ο αρχηγός της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μαούρι, απάντησε ψυχρά ότι «μια δημοκρατία που έχει το πάνω χέρι στη διαφθορά δεν είναι άγρυπνη φρουρά». Οι αξιωματικοί αυτοί, σε συνεργασία με τους συνωμότες συνταγματάρχες, διευκόλυναν την άνευ αντιστάσεων επιβολή της δικτατορίας. Έρευνες αναφέρουν πως μυστικοί πράκτορες του ΝΑΤΟ-CIA παρείχαν πληροφορίες και ενδεχομένως επιχειρησιακή καθοδήγηση στους πραξικοπηματίες, βλέποντας στην κυβερνητική αλλαγή το φραγμό στον «εσωτερικό κομμουνισμό»
Το πραξικόπημα ήλθε έναν μήνα πριν από τις προγραμματισμένες εκλογές, στις οποίες η Ένωση Κέντρου παρουσίαζε ισχυρή άνοδο. Με τη συνδρομή των stay-behind δικτύων, το καθεστώς των συνταγματαρχών απέφυγε ενδεχόμενη πολιτική ήττα και αναχαίτισε την άνοδο της Αριστεράς. Η βοήθεια της CIA στην εγκατάσταση της χούντας των συνταγματαρχών, ήταν φυσικό επακόλουθο καθώς κάτι που παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό είναι ο στενός δεσμός του Γεώργιου Παπαδόπουλου με τη CIA, καθώς από το 1952 είχε αναλάβει ρόλο συνδέσμου ανάμεσα στην ΚΥΠ και τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.

Η αποκάλυψη των stay-behind οργανώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο ξεκίνησε το 1990–1991 με έρευνες στην Ιταλία και αποκαλύψεις του Giulio Andreotti, η υπόθεση Gladio αναδείχθηκε στη Δυτική Ευρώπη μετά από δικαστικές έρευνες στην Ιταλία, αποσπώντας τη δημόσια προσοχή και στη χώρα μας. Στην Ελλάδα, επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου (1981–1989), το δίκτυο τέθηκε υπό πλήρη διερεύνηση και το 1990 διαλύθηκε επισήμως, σε μνήμη του πατέρα του πρωθυπουργού, ο οποίος είχε συλληφθεί στον Ασπρόπυργο κατά το πραξικόπημα. Η αποκάλυψη των μυστικών αυτών δομών έθεσε ερωτήματα περί νομιμότητας, δημοκρατικού ελέγχου και ευθύνης τόσο των ελληνικών κυβερνήσεων όσο και των διεθνών υπηρεσιών πληροφοριών. Ακολούθησαν κοινοβουλευτικές επιτροπές και ενστάσεις σχετικά με την ανάγκη διαφάνειας κι εποπτείας τέτοιων δικτύων
Η «Κόκκινη Προβιά» συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μυστικά παρακρατικά δίκτυα διαμορφώθηκαν στον Ψυχρό Πόλεμο για να υπηρετήσουν γεωπολιτικές σκοπιμότητες, συχνά παρεμβαίνοντας στην εσωτερική πολιτική των κρατών – και, στην περίπτωση της Ελλάδας, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στο πραξικόπημα και την επιβολή της επταετίας. Η αποκάλυψη και διάλυσή της τη δεκαετία του 1990 ανέδειξε την ανάγκη αυστηρού δημοκρατικού ελέγχου και διαφάνειας σε κάθε μορφή μυστικής δράσης, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γρίβας Κλεάνθης (2003), Αντι-φάκελος 17Ν, Η τρομοκρατία στην Ελλάδα, κριτική στους Α. Παπαχελά και Τ. Τέλλογλου, εκδ. Κάκτος
- Γρίβας Κλεάνθης (2001), Τρομοκρατία, Ένα προνομιούχο μέσο άσκησης πολιτικής – το ΝΑΤΟ και η επιχείρηση Gladio, εκδ. Παπαζήση
- Κωνσταντινίδης Ησαΐας (2015), Σχέδιο «Κόκκινη Προβιά», εκδ. Γκοβόστη
- Βαξεβάνης Κώστας, Κόκκινη Προβιά, scribd.com, διαθέσιμο εδώ