Του Ελευθέριου Χονδρού,
Ενώ η παγκόσμια κούρσα για την κυριαρχία στην τεχνητή νοημοσύνη επιταχύνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να βαδίζει με το σταθερό, σχεδόν νωχελικό της βηματισμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη νέα διοίκηση Τραμπ, κινούνται αστραπιαία: μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, καταργήθηκαν οι περιορισμοί ασφαλείας της εποχής Μπάιντεν, εκδόθηκε εκτελεστικό διάταγμα που επιτρέπει τη χρήση ομοσπονδιακής γης για την κατασκευή κέντρων δεδομένων, ενώ ήδη προγραμματίζονται κολοσσιαίες επενδύσεις, ύψους 500 δισ. δολαρίων, σε υποδομές AI.
Κι όμως, την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοινώνει –με περισσή αυτοσυγκράτηση– ένα «AI Continent Action Plan» που περισσότερο θυμίζει τεχνοκρατικό ευχολόγιο παρά όραμα γεωστρατηγικής αντεπίθεσης. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους: €2 δισ. σε υπερυπολογιστές πανεπιστημιακής χρήσης και €20 δισ. σε πέντε gigafactories έως το 2032. Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα, ΗΠΑ και Κίνα θα έχουν επενδύσει πάνω από τρισεκατομμύριο δολάρια έκαστη. Η διαφορά δυναμικής είναι εκκωφαντική.
Και αυτό δεν είναι απλώς ένα ζήτημα επενδυτικών μεγεθών· είναι κυρίως ζήτημα φιλοσοφίας και πολιτικής βούλησης. Η Ευρώπη μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια κουλτούρα κανονιστικής φοβίας, εναγκαλισμένη από καλοπροαίρετα αλλά παρωχημένα θεσμικά φίλτρα όπως το GDPR. Την ώρα που οι ΗΠΑ και η Κίνα δημιουργούν αγορές δεδομένων, ενοποιούν υποδομές και προσφέρουν κινήτρα για ανοιχτή και μαζική χρήση της πληροφορίας, η ΕΕ επιμένει να προσπαθεί να ρυθμίσει το μέλλον με τα εργαλεία του παρελθόντος.
Αυτό που λείπει δεν είναι η χρηματοδότηση – είναι το θάρρος. Αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει γεωπολιτικός παίκτης και όχι επαρχιακός ρυθμιστής, πρέπει να κινηθεί άμεσα σε τρεις κατευθύνσεις: πρώτον, να αναμορφώσει ριζικά το νομικό της πλαίσιο, δίνοντας προτεραιότητα στη δημιουργία “ασφαλών λιμανιών” για τη χρήση ανωνυμοποιημένων δεδομένων υψηλής αξίας. Δεύτερον, να υποστηρίξει την ανοιχτή τεχνολογία –όχι απλώς ως ιδεολογική θέση, αλλά ως στρατηγικό εργαλείο απέναντι στην εξάρτηση από κλειστές εμπορικές πλατφόρμες τρίτων. Και τρίτον, να ενσωματώσει την AI στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας – πεδία στα οποία παραδόξως το σχέδιο της Επιτροπής παραμένει σιωπηλό.

Το παράδειγμα της Ουκρανίας αποδεικνύει πόσο καταλυτικός μπορεί να είναι ο ρόλος της τεχνητής νοημοσύνης στο πεδίο των συγκρούσεων. Η Ευρώπη, η οποία πλέον επενδύει ξανά στην άμυνα, δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί το πώς η AI μπορεί να ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα. Είναι καιρός να δούμε το μοντέλο DARPA των ΗΠΑ ως πρότυπο και όχι ως απειλή.
Ακόμα και στο πεδίο της εκπαίδευσης, οι πρωτοβουλίες της Ευρώπης μοιάζουν ανεπαρκείς. Ενώ η Silicon Valley απορροφά μαζικά το ευρωπαϊκό ταλέντο και η Κίνα παράγει δεκάδες χιλιάδες PhDs ετησίως, η ΕΕ προτείνει «Ακαδημία Δεξιοτήτων AI» και μικρο-ρυθμίσεις για τη μετανάστευση ειδικευμένων εργαζομένων. Είναι σαφές: η ήπια προσέγγιση δεν αρκεί.
Η Ευρώπη χρειάζεται στόχους μετρήσιμους και φιλόδοξους. Γιατί όχι, για παράδειγμα, να μην θεσπίσουμε την υποχρεωτική χρήση AI στην ανάλυση διαγνωστικών εξετάσεων μέχρι το 2030; Να στοχεύσουμε σε έξυπνα φανάρια στις μισές πόλεις της ΕΕ μέχρι το 2027; Ή να στηρίξουμε μαζικά τις νεοφυείς επιχειρήσεις με δημόσιες συμβάσεις που επιβραβεύουν την καινοτομία και όχι τη συμμόρφωση;
Η απάντηση δεν βρίσκεται σε άλλες επιτροπές, σχέδια δράσης ή συμβουλευτικές ομάδες. Βρίσκεται στην πολιτική βούληση να υπερβούμε το status quo και να προχωρήσουμε σε ρήξεις. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απλώς ένας ακόμα τεχνολογικός τομέας· είναι η ραχοκοκαλιά της παγκόσμιας ισχύος στον 21ο αιώνα.
Αν δεν κατανοήσουμε αυτή την αλήθεια τώρα, κινδυνεύουμε όχι μόνο να μείνουμε πίσω στην καινοτομία, αλλά και να χάσουμε την ικανότητα να προστατεύσουμε τον ίδιο μας τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- What if the EU Was Really Serious About AI?, CEPA, διαθέσιμο εδώ