Της Άννας Μαρίας Γερακάρη,
Η εσφαλμένη διάγνωση συνιστά μία εκ των πλέον δυσχερώς εξακριβωμένων παραμέτρων της ιατρικής αμέλειας, εγείροντας νομικά και ηθικά ζητήματα εφαπτόμενα της προστασίας της δημόσιας υγείας, όπως επίσης μεταβάλλει τα δεδομένα στον τομέα της αστικής και της ποινικής ευθύνης των ιατρών. Ακόμη, οι ετερόκλητες επιπτώσεις της προαναφερθείσας καταστάσεως δε σταματούν αποκλειστικά στο θιγόμενο άτομο, αλλά επιδρούν εκτενέστερα επί της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των ιατρών και των ασθενών.
Η εκτίμησή της εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του ποινικού δικαίου σε σχέση με την αμέλεια, στον βαθμό που αυτή οριοθετείται επακριβώς στα άρθρα 302 ΠΚ «ανθρωποκτονία εξ αμελείας» ή/και 314 ΠΚ «σωματική βλάβη εξ αμελείας». Το μείζον ζήτημα έγκειται στην ενδελεχή διερεύνηση των συνθηκών, υπό τις οποίες μια εσφαλμένη διάγνωση δύναται να επισύρει νομικές κυρώσεις, συνεκτιμώντας επιπροσθέτως τις ραγδαίες τεχνολογικές προόδους στην ιατρική διαγνωστική, αλλά και την επιτακτική ανάγκη για αδιάλειπτη επιστημονική κατάρτιση.
Σύμφωνα με την ελληνική ποινική νομοθεσία, η αμέλεια ορίζεται επακριβώς εντός του άρθρου 28 του Ποινικού Κώδικα και συνίσταται στην παραβίαση του αντικειμενικώς επιβεβλημένου καθήκοντος επιμελείας. Ο εκάστοτε θεράπων ιατρός οφείλει να επιδεικνύει σχολαστική επιμέλεια και λεπτομερή εποπτεία, εναρμονιζόμενος προς τα κρατούντα δεδομένα στην ιατρική επιστήμη και την κλινική εμπειρία. Εντούτοις, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων δεν είναι αέναα σταθερή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η εκτίμηση της αμέλειας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις εκάστοτε συνθήκες και τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της εκάστοτε υποθέσεως. Επιπλέον, μείζονος σημασίας για την εξακρίβωση της αμέλειας αποτελεί η σύγκριση προς το πρότυπο του «εμφρόνως δρώντος μέσου ιατρού», ήτοι ενός ιατρού επαρκώς εφοδιασμένου με την αναγκαία επιστημονική κατάρτιση και δρώντος απολύτως εναρμονισμένα προς τα κρατούντα ιατρικά δεδομένα.

Η λανθασμένη διάγνωση δύναται να ταξινομηθεί σε τρεις διακριτές κατηγορίες. Πρωτίστως, η ανακριβής διάγνωση όσον αφορά σε μία σπάνια πάθηση, όταν ο κατά περίπτωση θεράπων ιατρός στερείται της απαραίτητης ικανότητας έγκαιρης επισήμανσης μίας ασθένειας, ως απόρροια επέρχεται με καθυστέρηση η ενδεδειγμένη θεραπευτική αγωγή. Εξίσου σοβαρή παρίσταται και η εσφαλμένη αναγνώριση μιας ανύπαρκτης νόσου, που πιθανότατα θα οδηγήσει τον ασθενή σε αχρείαστες ή επισφαλείς θεραπευτικές αγωγές. Τέλος, η μη έγκαιρη διάγνωση ενδέχεται να αποβεί κρίσιμη, ιδίως σε περιπτώσεις σοβαρών ή ραγδαίως εξελισσόμενων παθήσεων, καθότι δυνητικά επιφέρει ολέθρια αποτελέσματα. Επομένως, η εκτίμηση της ποινικής ευθύνης του ιατρού οφείλει να συνυπολογίζει όχι μόνο το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και το σύνολο των παραμέτρων οι οποίες συνέβαλαν σε αυτό.
Η ελληνική νομολογία καταδεικνύει ένα ευρύτατο φάσμα ερμηνευτικών προσεγγίσεων σε σχέση με την εξέταση της ιατρικής αμέλειας, δηλαδή δικαστικές αποφάσεις οι οποίες αφενός αναγνωρίζουν την υφιστάμενη πολυπλοκότητα της διαγνωστικής διαδικασίας, αφετέρου επιβάλλουν αυστηρές ποινικές κυρώσεις, όταν διαπιστωθεί σοβαρή αμέλεια. Ενδεικτικά, στην υπ’ αριθμόν ΑΠ 1162/2019 δικαστική απόφαση, ο κατηγορούμενος ιατρός απεδείχθη ένοχος για το ποινικό αδίκημα της εξ αμελείας πρόκλησης σωματικής βλάβης, καθ’ όσον παρέλειψε να πραγματοποιήσει το σύνολο των προβλεπόμενων διαγνωστικών ελέγχων, επιφέροντας την καθυστερημένη διαπίστωση μίας άκρως σοβαρής παθολογικής καταστάσεως. Εν αντιθέσει με την υπ’ αριθμόν 256/2023 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, το δικαστήριο απάλλαξε πλήρως τον θεράποντα ιατρό δεχόμενο ότι η διαγνωστική αστοχία δεν οφειλόταν σε αμελή συμπεριφορά, αλλά στις εγγενείς πολυπλοκότητες και δυσχέρειες της συγκεκριμένης ιατρικής περίπτωσης. Συνεπώς, οι δικαστικές αποφάσεις προσεγγίζουν με ιδιαίτερη προσοχή τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος, ειδικά όταν η εσφαλμένη διάγνωση συνδέεται με την επέλευση βλάβης στην υγεία του ασθενούς. Επίσης, ελέγχεται με αυξημένη επιμέλεια κατά πόσον ο ιατρός συμμορφώθηκε με τα καθιερωμένα διαγνωστικά πρωτόκολλα και τις οδηγίες των αρμοδίων επιστημονικών φορέων, στοιχείο που κρίνεται καθοριστικό για την απόδοση ή μη ποινικής ευθύνης.
Ειδικότερα, εντός της ομοσπονδιακής περιφέρειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η ποινική δεοντολογική ευθύνη των ιατρών σχετικά με την εσφαλμένη διάγνωση εξετάζεται κατά κύριο λόγο υπό το πρίσμα της έννοιας της “gross negligence” (βαριάς αμέλειας), ενώ καθίσταται λίαν απαραίτητη η γνωμοδότηση εξειδικευμένων πραγματογνωμόνων, προκειμένου να θεμελιωθεί επαρκώς η ευθύνη. Στη Γερμανία, το ιατρικό δίκαιο επισύρει αυστηρότερες κυρώσεις στις περιπτώσεις εκείνες, όπου ο εκάστοτε θεράπων ιατρός παρέλειψε να εξαντλήσει το σύνολο των ενδεδειγμένων διαγνωστικών μεθόδων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η επαγγελματική ευθύνη των ιατρών αξιολογείται υπό το πρίσμα της Δοκιμασίας Bolam, η οποία με ακρίβεια οριοθετεί πως ένας ιατρός δεν δύναται να θεωρηθεί αμελής, εφόσον η πρακτική του συνάδει πλήρως με τις θέσεις ενός απολύτως υπεύθυνου, καθώς και αξιόλογου μέλος του ιατρικού κόσμου.

Επιπρόσθετα, η αδιάκοπη τεχνολογική πρόοδος επιφέρει ποικίλες μεταβολές στη διαγνωστική διαδικασία. Ως απότοκος εγείρονται προσέτι και έτερα καινοφανή νομικά ζητήματα εξαιτίας αυτού του συμβάντος. Η συνένωση της τεχνητής νοημοσύνης μετά των αλγορίθμων μηχανικής μάθησης, συνδράμει στην αρτιότερη και οξύτερη διαγνωστική διαδικασία, εντούτοις συντελεί στην εμφάνιση προβληματισμών αναφορικά με την ευθύνη σε ενδεχόμενη αστοχία του συστήματος. Παράλληλα, ανακύπτουν ζητήματα σχετικά με το ποιος φέρει την ακέραια ευθύνη σε περίπτωση εσφαλμένης διάγνωσης από ένα αυτόνομο ιατρικό σύστημα. Δύναται ένας ιατρός να επικαλεστεί την τεχνητή νοημοσύνη, ώστε να αποποιηθεί ολοκληρωτικά κάθε ευθύνη; Πώς διαμορφώνεται η υποχρέωση επιμέλειας, όταν οι τεχνολογικές εξελίξεις μεταβάλλουν τα διαγνωστικά πρωτόκολλα;
Συνοψίζοντας, η ποινική ευθύνη, απορρέουσα εξ ατυχούς διαγνώσεως, θεμελιώνεται καταρχάς στην εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της επιμέλειας εκ μέρους του ιατρού, της σοβαρότητας της λανθασμένης διάγνωσης, καθώς και του μεγέθους της επελθούσας ζημίας. Η νομολογιακή εφαρμογή εντός του ελληνικού εδάφους, εναρμονίζεται απολύτως προς τα παγιωμένα διαγνωστικά κριτήρια, ενώ σε διεθνές επίπεδο διαπιστώνεται μία σαφώς αυστηρότερη αντιμετώπιση της ιατρικής αμέλειας, κυρίως όταν απουσιάζει η εφαρμογή επαρκώς εξελιγμένων διαγνωστικών μεθόδων. Εντός του χωροχρονικού συνεχούς, η αεικίνητη επέκταση της χρήσης της τεχνολογίας στο πλαίσιο της διαγνωστικής μεθοδολογίας, είναι πολύ πιθανόν να διαφοροποιήσει τα υφιστάμενα πρότυπα λογοδοσίας. Επομένως, η συνεχής ιατρική επιμόρφωση, η ενσωμάτωση ετερογενών καινοφανών διαγνωστικών μέσων, καθώς και η διορατική νομική διευθέτηση συνιστούν θεμελιώδεις παράγοντες για την ελαχιστοποίηση των διαγνωστικών σφαλμάτων και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των ασθενών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ανθρωποκτονία από αμέλεια – Ιατρική αμέλεια – Ευθύνη ειδικευόμενων ιατρών, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ
- Νικόλαος Κ. Κουμουλέντζος, Η ποινική αντιμετώπιση της εσφαλμένης διάγνωσης ως ειδικής περίπτωσης ιατρικής αμέλειας, theartofcrime.gr, διαθέσιμο εδώ
- Λευκή Βίβλος για την Τεχνητή Νοημοσύνη: η ευρωπαϊκή προσέγγιση της αριστείας και της εμπιστοσύνης, commission.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Gross negligence, law.cornell.edu, διαθέσιμο εδώ