13.6 C
Athens
Παρασκευή, 28 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι δικονομικές ακυρότητες της ποινικής διαδικασίας

Οι δικονομικές ακυρότητες της ποινικής διαδικασίας


Της Πανδώρας Κούρα,

Η ποινική δίκη είναι ένας σύνθετος θεσμός που απαρτίζεται από ένα σύνολο στοιχείων, τα οποία είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, συνυφαίνοντας έναν σύνθετο και αποδοτικό μηχανισμό, επιφορτισμένο με την ευθύνη να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας. Ο μηχανισμός αυτός διαθέτει ποικίλες προεκτάσεις σε κάθε επίπεδο, οι οποίες τέμνονται σε ένα κοινό σημείο, ήτοι στην απονομή δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου συνιστά την κορωνίδα του κράτους δικαίου, ήτοι το απαύγασμα της ομαλής διεξαγωγής του κοινωνικού γίγνεσθαι και της εν γένει συγκρότησης μίας υγιούς κοινωνίας. Εύλογο καθίσταται λοιπόν ένας ύψιστης σημασίας θεσμός να στελεχώνεται από την αντίστοιχη πολυσχιδή υποδομή τόσο σε νομοθετικό όσο και σε πρακτικό πλαίσιο.

Ως δικονομική ακυρότητα στην ποινική διαδικασία ορίζεται η κύρωση που επέρχεται σε δικονομικό επίπεδο λόγω πλημμελούς τήρησης των επιβαλλόμενων από τον νόμο τύπων που διέπουν την περαίωση διαδικαστικών πράξεων. Αν και η μη ύπαρξη διαδικαστικών σφαλμάτων γενικώς αποτελεί ιδανική συνθήκη, μία εν τοις πράγμασι θεώρηση που είναι συνυφασμένη με το πρακτικό αντίκρισμα της εφαρμογής πληθώρας νομοθετικών διατάξεων και της ερμηνείας τους σε συνδυασμό με το εύλογο χρονικό πλαίσιο, εντός του οποίου οφείλει να λειτουργήσει ο δικαιοδοτικός μηχανισμός, επιτάσσει την πρόβλεψη θεραπείας των ως άνω σφαλμάτων, τα οποία απαντώνται στην πράξη, προκειμένου να αποκατασταθούν πλημμέλειες που επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία της ποινικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια υφίσταται αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη, η οποία λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας και εχέγγυο ορθής διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας.

Η πρόβλεψη των δικονομικών ακυροτήτων εδράζεται στην αρχή της δίκαιης δίκης, η τήρηση της οποίας διασφαλίζεται μεταξύ άλλων μέσα από την κατοχύρωση και προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η ποινική διαδικασία κατακερματίζεται σε πολλά επιμέρους στάδια και διαδικαστικές πράξεις, οι οποίες διενεργούνται σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπει ο νόμος. Η πλημμελής διενέργεια της διαδικασίας, ανάλογα με τη βαρύτητα του σφάλματος που έχει εμφιλοχωρήσει, επάγεται συγκεκριμένες συνέπειες, οι οποίες ανάλογα με τη φύση τους επηρεάζουν κατά κόρον την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας. Πρωταρχικό μέλημα αποτελεί η διασφάλιση στον κατηγορούμενο ότι του παρέχονται όλα τα δικαιώματα που του παραχωρεί ο νόμος, τα οποία είναι απαραίτητα για την απόσειση της κατηγορίας σε βάρος του, πάντα υπό το πρίσμα του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, που συνιστά θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: freepik.com

Οι εν λόγω ακυρότητες μπορεί να υφίστανται τόσο στο στάδιο της προδικασίας όσο και στη διαδικασία στο ακροατήριο. Ανάλογα με τη φύση της ακυρότητας και το διαδικαστικό στάδιο, στο οποίο έχει εμφανιστεί, υπάρχουν διαφορετικές προϋποθέσεις αναφορικά με τον τρόπο και τον χρόνο προβολής της.

Οι ακυρότητες διακρίνονται σε απόλυτες και σχετικές. Οι απόλυτες ακυρότητες προβλέπονται στο άρθρο 171 του ΚΠΔ, το οποίο αποτελεί άρθρο ρήτρα, συνδυαστικά με επιμέρους άρθρα του ΚΠΔ. Πρόκειται για ουσιώδεις παραβάσεις της διαδικασίας, οι οποίες λαμβάνονται υπόψιν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας και σε κάθε βαθμό, ακόμη το πρώτον και ενώπιον του Αρείου Πάγου.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 171 ΚΠΔ η κατηγοριοποίηση των απόλυτων ακυροτήτων είναι η εξής:

  1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του, ήτοι σε περίπτωση κακής σύνθεσης, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στον νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε., ήτοι το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου
  2. Αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται από τον νόμο και το δικαστήριο του το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση.
  3. Αν ο υποστηρίζων την κατηγορία παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου.

Από τα ανωτέρω συνάγεται πως η παραβίαση θεμελιώδους σημασίας διατάξεων επάγεται απόλυτη ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται συνδυαστικά από την παραβίαση της διάταξης πλαίσιο, ήτοι της γενικής ρήτρας του ΚΠΔ 171, από κοινού με μία επιμέρους διάταξη, στην οποία γίνεται υπαγωγή της υπό κρίση περίπτωσης.

Σχετικές είναι οι ακυρότητες που απαγγέλλονται ρητά από τον νόμο. Εν προκειμένω δεν υπάρχει μια διάταξη- πλαίσιο αλλά πολλές επιμέρους διατάξεις, οι οποίες ρητά αναφέρουν πως, εάν δεν τηρηθεί η προβλεπόμενη σε αυτές διαδικασία, επέρχεται ακυρότητα. Πρόκειται για ακυρότητες περιοριστικά μνημονευόμενες στον νόμο, για τις οποίες ισχύει τεκμήριο σιωπηρής αποδοχής τους, εάν δεν προβληθούν εγκαίρως.

Θεμελιώδης διαφορά των δύο ειδών ακυρότητας είναι πως η απόλυτη ακυρότητα μπορεί να ληφθεί υπόψιν και αυτεπαγγέλτως, εν αντιθέσει με την σχετική ακυρότητα, η οποία προτείνεται μόνο από διάδικο που έχει έννομο συμφέρον ή από τον εισαγγελέα. Αναφορικά με τον χρόνο προβολής τους υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με το δικονομικό στάδιο, στο οποίο και εμφιλοχωρούν. Εάν δεν προταθούν εντός του χρονικού πλαισίου που θέτει ο νόμος, τότε καλύπτονται.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: freepik.com

Η ποινική προδικασία παρεμβάλλεται μεταξύ της κίνησης της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και της οριστικής παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, της απαλλαγής του από την κατηγορία που υφίσταται. Πρόκειται για στάδιο διερευνητικό και περιλαμβάνει επιμέρους πράξεις όπως η ανάκριση, η προανάκριση, η προκαταρκτική εξέταση και η αυτεπάγγελτη προανάκριση.

Απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας μπορούν να προταθούν, όπως ορίζει το άρθρο 175 παρ. 1 ΚΠΔ, μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, το οποίο γίνεται και παγίως δεκτό από τη νομολογία του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2017, ΑΠ 1701/2019). Συνεπώς, ερμηνεύοντας την εν λόγω διάταξη προκύπτει πως οι απόλυτες ακυρότητες προτείνονται στην περίπτωση της παραπομπής με απευθείας κλήση μέχρι την πάροδο της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής του άρθρου 322 παρ. 1 ΚΠΔ, ενώ στην περίπτωση παραπομπής με βούλευμα έως ότου καταστεί αυτό αμετάκλητο. Εάν δεν προβληθούν μέχρι το απώτατο χρονικό σημείο που προβλέπει ο νόμος, τότε καλύπτονται. Η αρμοδιότητα για την κήρυξή τους ανήκει στο δικαστικό συμβούλιο.

Σχετικές ακυρότητες της προδικασίας προβάλλονται έως το τέλος της, είτε με αυτοτελή αίτηση προς το δικαστικό συμβούλιο, είτε με την προβλεπόμενη στο άρθρο 322 ΚΠΔ προσφυγή, είτε και με ένδικο μέσο, εφόσον συντρέχει παράλληλα με λόγο που συνεπάγεται το αβάσιμο της κατηγορίας.

Αναφορικά με τη διαδικασία στο ακροατήριο οι απόλυτες ακυρότητες προβάλλονται σε κάθε δικονομικό στάδιο ακόμη και πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ωστόσο οι σχετικές ακυρότητες προβάλλονται μέχρι και το έσχατο χρονικό σημείο της έκδοσης οριστικής απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δύνανται να προταθούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, όχι το πρώτον, αλλά μόνον εφόσον είχαν προταθεί και απορρίφθηκαν για τυπικό λόγο ή δεν λήφθηκαν υπόψιν, εφόσον δηλαδή δεν καλύφθηκαν. Η μόνη περίπτωση κατά την οποία μπορούν να προταθούν ενώπιον του Αρείου Πάγου για πρώτη φορά είναι η ερημοδικία του κατηγορουμένου.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 176 ΚΠΔ η ακυρότητα μίας πράξης επάγεται την ακυρότητα και των πράξεων που συνδέονται με αυτήν, προγενέστερων και μεταγενέστερων. Η κήρυξη της ακυρότητας των δύο πρώτων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή. Συνεπώς πρόκειται για έναν σύνθετο μηχανισμό που ερείδεται επί μιας πληθώρας διατάξεων, οι οποίες αποτελούν η μία αλυσίδα της άλλης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Α. Ζαχαριάδης / Λ. Μαργαρίτης, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2024
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πανδώρα Κούρα
Πανδώρα Κούρα
Η Πανδώρα Κούρα είναι ασκούμενη δικηγόρος και απόφοιτη του τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και Ιαπωνικά. Έχει συμμετάσχει και προεδρεύσει σε συνέδρια διεθνούς δικαίου τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Της αρέσει πολύ η ακαδημαϊκή γραφή, τα ταξίδια και η επαφή με άλλους πολιτισμούς και κουλτούρες μέσω διαφόρων στοιχείων τους, όπως τα άτομα, το φαγητό και η μουσική.