14.7 C
Athens
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΑνεξάρτητοι βουλευτές: Κομματικοί προδότες ή μάλλον όχι;

Ανεξάρτητοι βουλευτές: Κομματικοί προδότες ή μάλλον όχι;


Του Μάνου Πατρινιού,

Μετά την πρόσφατη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, και την ανεξαρτητοποίηση της Τζάκρη και της Πούλου από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο αριθμός των ανεξάρτητων πολιτευτών του ελληνικού κοινοβουλίου όλο και αυξάνεται. Δεν είμαι σίγουρος αν αποτελεί ρεκόρ, αλλά σίγουρα είναι μια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις της Μεταπολίτευσης που συμβαίνει κάτι ανάλογο. Μολονότι, δεν έχουν αποχωρήσει όλοι οι νυν ανεξάρτητοι εθελοντικά, ούτε προέρχονται αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο δημόσιος διάλογος έχει επικεντρωθεί σε όλους εκείνους που αποχώρησαν για λόγους αρχών από το κόμμα της πρώην κυβερνητικής Αριστεράς.

Μετά την εκλογική ήττα τον Ιούνιο του ‘23, την εκλογή Κασσελάκη τρεις μήνες αργότερα και το μπάχαλο που επικρατεί έκτοτε στο εσωτερικό του κόμματος, έχουν θέσει εαυτούς εκτός ΚΟ ΣΥΡΙΖΑ σύνολο δεκαοχτώ βουλευτές, εκ των οποίων έντεκα συγκρότησαν την ΚΟ της Νέας Αριστεράς, και εφτά παραμένουν ανεξάρτητοι. Η γκρίνια πολλών σχετικά με την απόφαση των αποχωρησάντων αφορά το ζήτημα της «προδοσίας». Εξελέγησαν, λένε, με την κινητοποίηση όλου του κόμματος και των μηχανισμών του στην κοινωνία, όχι με τις ατομικές τους προσπάθειες. Oι έδρες τους, λοιπόν, δεν είναι προσωπικές, αλλά κομματικές. Κι έτσι, αν θέλουν να παραιτηθούν, οφείλουν να παραχωρήσουν την έδρα τους εκεί που δικαιωματικά ανήκει, στο κόμμα. Είναι όμως πράγματι προδότες; Εξαρτάται από ποια σκοπιά ρωτάμε.

Πηγή Εικόνας: CNN.gr/ Φωτογράφος και Δικαιώματα Χρήσης: INTIME NEWS

Η νομική απάντηση είναι όχι. Το Ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει στους Βουλευτές απεριόριστη ελευθερία γνώμης (άρθρο 60, παρ. 1) η οποία, lato sensu, περιλαμβάνει και την ελευθερία να εκφραστούν ή να ενεργήσουν ενάντια στο κόμμα τους. Άρα, συνταγματικά μιλώντας, η απόφαση των βουλευτών αυτών να αποχωρήσουν από την ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλήρως νόμιμη. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι η κριτική που ασκείται δεν γίνεται στην βάση των νομικών διατάξεων μιας και για τους περισσότερους αποτελεί ζήτημα πολιτικής ηθικής. Και ως τέτοιο, επηρεάζεται από την υποκειμενική αντίληψη του καθενός σχετικά με την έννοια της αντιπροσώπευσης εν γένει.

Η συζήτηση περί αντιπροσώπευσης παραμένει ανοιχτή, παρά το γεγονός ότι απασχολεί φιλοσόφους και πολιτικούς στοχαστές επί αιώνες. Ήδη, όμως, από την νεωτερικότητα φαίνεται να δημιουργούνται δύο κυρίαρχες τάσεις: μία που βασίζεται περισσότερο στην «εντολή» των ψηφοφόρων και μία που στηρίζεται στην «εμπιστοσύνη» αυτών. Για να μην παρεξηγηθώ, και οι δύο μερίδες αποδέχονται ότι οι ψηφοφόροι δίνουν ταυτόχρονα και «εντολή» και «εμπιστοσύνη» στους υποψηφίους. Απλώς, πολύ απλοϊκά, στην πρώτη περίπτωση, υπερισχύει η «εντολή», ενώ στην δεύτερη η «εμπιστοσύνη». Με άλλα λόγια, οι πρώτοι πιστεύουν ότι οι αιρετοί αξιωματούχοι «κουβαλούν» την εντολή που τους δόθηκε από τους ψηφοφόρους και ρόλος τους είναι να την ακολουθούν πιστά, ενώ οι δεύτεροι ότι οι αξιωματούχοι είναι άτομα τα οποία εμπιστεύθηκαν οι ψηφοφόροι τους, ώστε, χρησιμοποιώντας την ορθή τους κρίση, να τους υπηρετήσουν με τον τρόπο που νομίζουν εκείνοι βέλτιστο.

Ήδη καταλήξαμε σε δύο από τις τρεις τυπολογίες, χωρίς καν να αναφερθούμε στον μοντέρνο διάλογο. Όσοι υποστηρίζουν την πρώτη εκδοχή, αυτή της εντολής, είναι οι υπέρμαχοι του λεγόμενου delegate, ή αλλιώς της δεσμευτικής επιλογής. Όσοι, δε, υποστηρίζουν την δεύτερη, είναι υπέρμαχοι του “trustee”, ή αλλιώς της ελεύθερης επιλογής. Υπάρχει, όμως, και μία τρίτη επιλογή: η κομματική επιλογή.

Ιστορικά, είναι η τελευταία από τις κλασικές τυπολογίες και εύλογα. Τα κόμματα είναι, πράγματι, μια πολύ πρόσφατη προσθήκη στην ιστορία της πολιτικής. Ιδίως τα συγκροτημένα ιδεολογικά κόμματα, από τα οποία κάποιος μπορεί να περιμένει συνέπεια και εγγύτητα στις θέσεις των μελών και των στελεχών. Το κομματικό, λοιπόν, μοντέλο αντιπροσώπευσης προέκυψε όταν η τοπική πολιτική υποβαθμίστηκε και η εθνική συγκέντρωσε όλα τα φώτα της δημοσιότητας. Στην σύγχρονη εποχή, όπου οι περισσότεροι ψηφίζουν κόμματα, κι όχι τοπικούς πολιτευτές (ακόμα κι αν στο ψηφοδέλτιο ακόμα για το δεύτερο καλούμαστε να ψηφίσουμε), υπάρχει η ανάγκη να διασφαλιστεί τόσο η μη παρέκκλιση από τη βούληση των ψηφοφόρων, όσο και η ελευθερία των αξιωματούχων να διαφωνήσουν σε εύλογο βαθμό με το κόμμα τους.

Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται κάποια περίπλοκη και δυσεπίλυτη εξίσωση για να συνυπάρχουν αρμονικά τα δύο προαναφερθέντα. Σε περιόδους σταθερότητας και ομαλότητας, συνήθως συμβαδίζουν χωρίς κανένα ζήτημα. Τι γίνεται όμως όταν αλλάζει το κόμμα ηγεσία, ή στρέφεται υπερβολικά στο ένα άκρο του πολιτικού του φάσματος, ή συμβαίνει κάτι που αναγκάζει το κόμμα να πάρει νέες αποφάσεις που διχάζουν τους αξιωματούχους;

Σαφώς, το “brand name” του κόμματος ήταν αυτό που βοήθησε στην εκλογή σχεδόν όλους τους υποψηφίους, αλλά μέχρις ποιον βαθμό το θεωρούμε καν «το ίδιο κόμμα»; Είναι διαφορετικός ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη από τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, αλλά όχι του Τσίπρα από του Αλαβάνου; Ή είναι αποδεκτή η παρέκκλιση Αλαβάνου–Τσίπρα, αλλά όχι εκείνη Τσίπρα–Κασσελάκη; Κι αν η βούληση των σημερινών μελών διαρρηγνύει ιστορικές και θεμελιακές παραδοχές του κόμματος, αρκεί μόνη αυτή για να τις νομιμοποιήσει; Έχει ισχύ το καταστατικό, η ΚΕ, τα στελέχη (που υψώνουν ανάχωμα στις ισοπεδωτικές τάσεις) ή είναι δεινόσαυροι της γραφειοκρατίας που καταπιέζουν τις επιθυμίες των μελών; Τελικά, από πού αντλείται η ταυτότητα ενός κόμματος; Και τι αρκεί για να την διαλύσει; Δεν έχω απάντηση σε αυτό! Aλλωστε, θυμίζει και το πρόβλημα του πλοίου του Θησέα —για το οποίο σίγουρα δεν έχω απάντηση.

Φωτογράφος και Δικαιώματα Χρήσης: Νίκος Ραζής / CNN Greece

Συνοψίζοντας, αυτές είναι οι τρεις κλασικές τυπολογίες με απλή διατύπωση και σε αντιπαραβολή. Αν θεωρούμε ότι οι πολιτευτές εκλέγονται προκειμένου να υποστηρίξουν τις θέσεις των ψηφοφόρων τους, ανεξάρτητα από τις θέσεις του κόμματος ή άλλους παράγοντες (π.χ. το εθνικό συμφέρον), τότε υιοθετούμε την στάση της δεσμευτικής επιλογής (delegate). Αν, όμως, θεωρούμε ότι οι πολιτευτές εκλέγονται επειδή οι ψηφοφόροι τούς θεωρούν άξια άτομα, στα οποία εκχωρούν το δικαίωμα να αποφασίζουν σύμφωνα με την κρίση τους, τότε υιοθετούμε την στάση της ελεύθερης επιλογής (trustee). Αν, τέλος, θεωρούμε ότι οι πολιτευτές εκλέγονται ως προσωποποιημένη δυναμική του κόμματος στο οποίο ανήκουν και οφείλουν να το ακολουθούν πιστά, τότε υιοθετούμε την στάση της κομματικής επιλογής (partisan).

Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι δεν υπάρχουν μόνο αυτές οι εκδοχές, αλλά και πολλές άλλες, οι οποίες είναι είτε σπανιότερες, είτε πιο περιορισμένες σε ερμηνευτική δυνατότητα. Ωστόσο, και μόνο με αυτές τις τρεις, μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως γιατί ξεκίνησε αυτή η συζήτηση — και γιατί δεν θα δοθεί καμία απάντηση που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Hague R., Harrop M., McCormick J., Comparative Government and Politics – An Introduction, Macmillan, Houndmills, Basingstoke, Hampshire, 1992
  • Garner R., Ferdinand P., Lawson S., Introduction to Politics, Oxford University Press, 2009
  • Shorten A., Contemporary Political Theory, Macmillan Publishers Limited, 2016

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μάνος Πατρινιός
Μάνος Πατρινιός
Γεννήθηκε το 2005 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει έκτοτε. Έχει διακριθεί σε πανελλήνιους σχολικούς αγώνες ρητορικής και συμμετάσχει σε Εθνική Διάσκεψη Επιλογής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων. Διαθέτει βεβαιώσεις και πτυχία σε ανώτερα θεωρητικά της μουσικής (θεωρία, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα). Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Στον ελεύθερό του χρόνο ενημερώνεται για την επικαιρότητα, διαβάζει βιβλία φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής, λογοτεχνικά, και ποίηση, φροντίζει τα φυτά του, και αναζητά την επαφή με τη φύση.