13 C
Athens
Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕγκλήματα διακινδύνευσης: Μια κατηγορία με διαφοροποιήσεις ως προς το μέγεθός τους

Εγκλήματα διακινδύνευσης: Μια κατηγορία με διαφοροποιήσεις ως προς το μέγεθός τους


Της Μαρίνας Κισσούδη,

Με τον όρο «έγκλημα» κάνουμε λόγο για μια πράξη ή παράλειψη άδικη και καταλογιστή στον δράστη, η οποία τιμωρείται από τον νόμο (ΠΚ 14). Στην καθημερινότητα ο όρος «έγκλημα» για τον μέσο άνθρωπο σημαίνει πρόκληση μιας βλάβης σε ένα έννομο αγαθό. Παραδείγματος χάριν, για να υπάρχει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (ΠΚ 299) θα πρέπει να υπάρχει αφαίρεση ζωής, δηλαδή βλάβη του έννομου αγαθού της ζωής. Γι’ αυτό όταν ο νόμος —που προβλέπει ορισμένο έγκλημα— απαιτεί για την πλήρωση αυτού βλάβη ορισμένου εννόμου αγαθού, αυτό το έγκλημα χαρακτηρίζεται ως έγκλημα βλάβης. Ωστόσο, για τη νομική πραγματικότητα αυτό αποτελεί μισή αλήθεια, καθώς στον Ποινικό μας Κώδικα και σε άλλα ειδικά ποινικά νομοθετήματα, ένα μεγάλο ποσοστό εγκλημάτων καλούνται εγκλήματα διακινδύνευσης, δηλαδή εγκλήματα για την ύπαρξη των οποίων ο νόμος που τα προβλέπει αρκείται απλά στο να τεθεί ορισμένο έννομο αγαθό σε κίνδυνο.

Η έννοια της διακινδύνευσης έχει τις δικές της διαβαθμίσεις, με αποτέλεσμα τα εγκλήματα διακινδύνευσης να διακρίνονται περαιτέρω σε εγκλήματα συγκεκριμένης, δυνητικής και αφηρημένης διακινδύνευσης, ανάλογα με τον τρόπο που ο νομοθέτης έχει επιλέξει να εισαγάγει τον όρο «κίνδυνος». Τα εγκλήματα διαθέτουν αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση. Στην ουσία η αντικειμενική υπόσταση είναι όσα στοιχεία του νόμου περιγράφουν τη συμπεριφορά, δηλαδή την πράξη ή ενίοτε και την παράλειψη, ενώ η υποκειμενική υπόσταση είναι τα στοιχεία που αφορούν τον εσωτερικό κόσμο του δράστη, ίδως ή υπαιτιότητα, δηλαδή ο δόλος ή η αμέλεια που πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο κάποιου, ώστε να υπάρχει ορισμένο έγκλημα. Στο ζήτημα της διακινδύνευσης μας απασχολεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, καθως εκεί περιλαμβάνεται το στοιχείο του κινδύνου.

Αναλυτικότερα, τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης είναι αυτά των οποίων η αντικειμενική υπόσταση πληρούται μόνο όταν επέλθει συγκεκριμένος κίνδυνος ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη. Σημαντικότερο παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση εγκλημάτων αποτελεί το ΠΚ 307, που πραγματεύεται την παράλειψη προσφοράς βοήθειας. Σύμφωνα με αυτό «όποιος παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή». Εδώ το έννομο αγαθό έχει ήδη τεθεί σε κίνδυνο από συπεριφορά τρίτου και η μη παροχή βοήθειας εντείνει τον ήδη δημιουργηθέντα κίνδυνο για το έννομο αγαθό της ζωής. Αυτός που παρέλειψε να βοήθησει καθίσταται δράστης του εγκλήματος διακινδύνευσης του ΠΚ 307.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: fabrikasimf

Έπονται τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης, τα οποία στην αντικειμενική τους υπόσταση περιέχουν απλά τη δυνατότητα ένα έννομο αγαθό να κινδυνεύσει από μία συμπεριφορά. Κλασικό παράδειγμα τέτοιου εγκλήματος αποτελεί ο εμπρησμός με πιθανό κίνδυνο για ξένα πράγματα ή άνθρωπο. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΠΚ 264 παρ.1 «όποιος προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α) με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο». Επομένως, εδώ ο νομοθέτης αρκείται στην πιθανότητα κινδύνου, δηλαδή ο δράστης του εμπρησμού θα τιμωρηθεί, ακόμα και αν κάποιος άνθρωπος δεν κινδύνεψε πραγματικά από την πυρκαγιά, αλλά θα μπορούσε να γίνει αυτό, διότι ο εμπρησμός έλαβε χώρα σε πυκνοκατοικημένη περιοχή.

Από την άλλη τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης αποτελούν ίσως την πιο ευρεία κατηγορία εγκλημάτων κινδύνου, καθώς στην αντικειμενική υπόσταση αυτών δεν περιέχεται ο όρος «κίνδυνος», αλλά ο ίδιος ο κίνδυνος αποτέλεσε την αιτία τυποποίησής τους. Ο νομοθέτης σε αυτές τις περιπτώσεις επιλέγει να απαγορεύσει συγκεκριμένες συμπεριφορές, γιατί τις θεωρεί επικίνδυνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αποτελεί η ψευδής κατάθεση του ΠΚ 224 παρ.1, σύμφωνα με το οποίο «όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή».

Στην διάταξη αυτή λείπει ο όρος κίνδυνος, αλλά κατά κάποιον τρόπο αφήνεται να εννοηθεί ότι μια τέτοια συμπεριφορά, όπως η ψευδής κατάθεση, θέτει σε κίνδυνο την κοινωνία. Ακριβώς για αυτό τον λόγο θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια ότι αυτή η κατηγορία εγκλημάτων διακινδύνευσης είναι η μεγαλύτερη. Αν αναλογιστούμε τον σκοπό του νομοθέτη, θα συνειδητοποιήσουμε ότι είναι ακριβώς η προστασία των εννόμων αγαθών από επικίνδυνες συμπεριφορές και αυτή επιτυγχάνεται μόνο με τον χαρακτηρισμό ορισμένων συμπεριφορών ως αξιόποινων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι / Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου σε Ι. Μανωλεδάκη: Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, ζ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρίνα Κισσούδη
Μαρίνα Κισσούδη
Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Της αρέσει η αρθρογραφία και ασχολείται, κυρίως, με τους κλάδους του Ποινικού, του Δημοσίου και του Αστικού Δικαίου. Σκοπός της είναι μέσα από τα άρθρα της να βοηθήσει συμφοιτητές της, αλλά και πολίτες γενικότερα, να κατανοήσουν έννοιες του δικαίου που συναντάμε στην καθημερινότητα μας.