Της Έλενας Μπασατή,
Το Häxan (στα σουηδικά σημαίνει «Μάγισσα») είναι ένα αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου, που ξεχωρίζει για τον μοναδικό συνδυασμό ντοκιμαντέρ, ιστορικού δράματος και φαντασίας. Δημιουργημένο από τον Δανό σκηνοθέτη Benjamin Christensen και κυκλοφορώντας το 1922, το έργο προσφέρει μια ενδελεχή μελέτη της μαγείας και της δεισιδαιμονίας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη συστηματική καταπίεση των γυναικών διαμέσου των αιώνων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η δανέζικη κινηματογραφική βιομηχανία βρισκόταν στην ακμή της. Η δεκαετία του 1910, με τις διεθνείς επιτυχίες όπως η ταινία Den hvide Slavenhandel (1910) και τη σπουδαία παρουσία της Άστα Νίλσεν, σηματοδότησε τη Χρυσή Εποχή του σκανδιναβικού σινεμά. Ο Benjamin Christensen, με σπουδές ιατρικής, στράφηκε με πάθος στον κινηματογράφο, κερδίζοντας αναγνώριση με ταινίες όπως το Afgrunden και το Det hemmelighedsfulde X (1914). Οι επιτυχίες αυτές, προετοίμασαν το έδαφος για το πιο φιλόδοξο έργο του, το Häxan.
Ο Christensen, με τη χρηματοδότηση από τη Svensk Filmindustri, αφιέρωσε χρόνια στην έρευνα της μαγείας και της δίωξης μαγισσών. Η ταινία, η οποία γυρίστηκε μεταξύ 1918 και 1921, ενσωματώνει πρωτοποριακές τεχνικές της εποχής. Ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια εντυπωσιακή μακέτα πόλης για τις σκηνές μαγείας και συνεργάστηκε με τον Δανό κινηματογραφιστή Johan Ankerstjerne για την επίτευξη εξελιγμένων οπτικών εφέ.
Μία από τις πιο προκλητικές και τολμηρές επιλογές του Christensen ήταν να υποδυθεί τον Διάβολο στην ταινία. Με αυτή την απόφαση, ο σκηνοθέτης ενσωμάτωσε προσωπικά στοιχεία στις σκηνές με δαιμονικά τελετουργικά, προσδίδοντας μια αληθοφάνεια που ενισχύει τη φρίκη του έργου. Ο Διάβολος δεν εμφανίζεται ως απλή μυθολογική φιγούρα, αλλά ως πραγματικός άνδρας, γεγονός που καθιστά τις σκηνές ακόμα πιο ανατριχιαστικές.
Η ταινία εξετάζει το πέρασμα του χρόνου και τη συνεχιζόμενη καταπίεση των γυναικών, γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν, κάνοντας μια σαφή σύνδεση μεταξύ των μεσαιωνικών διωγμών και της «σύγχρονης» ψυχιατρικής του 20ού αιώνα. Στην τελευταία σκηνή του Häxan, η ταινία μεταφέρει τον θεατή στον 20ό αιώνα, παρουσιάζοντας μια γυναίκα που καταλήγει σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Ο Christensen σχολιάζει την παραμονή της καταπίεσης, παρά την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης. Η σύγχρονη πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η καταπίεση των γυναικών συνεχίζεται, ακόμα και μέσα σε σύγχρονα ιδρύματα.
Η κυκλοφορία του Häxan συνάντησε σημαντική αντίσταση και λογοκρισία λόγω της γραφικής απεικόνισης γυμνού, βασανιστηρίων και βλασφημίας. Με κόστος παραγωγής που ανέρχεται σε 1,5 έως 2 εκατομμύρια σουηδικές κορώνες, η ταινία κατατάσσεται ως η πιο ακριβή σκανδιναβική παραγωγή της βωβής εποχής. Παρά την επιτυχία της στη Δανία, η λογοκρισία σε πολλές χώρες και η αδυναμία αποκόμισης κερδών, ανάγκασαν τον Christensen να αποχωρήσει από τη σκανδιναβική κινηματογραφία με «πληγωμένη» φήμη.
Ωστόσο, το Häxan έχει αφήσει μια μακροχρόνια επίδραση στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Επηρέασε σημαντικά ταινίες όπως το The Passion of Joan of Arc του Carl Theodor Dreyer και τα μεταγενέστερα “folk horror” φιλμ, όπως το Witchfinder General (1968). Η κληρονομιά του Häxan δεν περιορίζεται μόνο στην επιρροή του, αλλά ενσωματώνει και μια διαρκή πολιτισμική σημασία. Το έργο του Christensen παραμένει μια ζωντανή αναφορά για τις εμπειρίες των γυναικών και την καταπίεση που υπήρξε, αποδεικνύοντας ότι η κριτική των κοινωνικών και πολιτιστικών ανισοτήτων παραμένει επίκαιρη και αναγκαία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Why documentary horror Häxan still terrifies, a century on, bbc.com, διαθέσιμο εδώ
- Häxan: Witchcraft Through the Ages, silentfilm.org, διαθέσιμο εδώ
- Häxan: the silent-era witchcraft film at 100, bfi.org.uk, διαθέσιμο εδώ