22 C
Athens
Τετάρτη, 1 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο έγκλημα της ληστείας του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 380 ΠΚ)

Το έγκλημα της ληστείας του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 380 ΠΚ)


Της Στέλλας Κίζυλη,

Τα εγκλήματα, όπως αυτά προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα, διακρίνονται σε κατηγορίες ανάλογα με το έννομο αγαθό, το οποίο προσβάλλεται από την τέλεσή τους. Έτσι, ένα μέρος της ποινικής νομοθεσίας είναι αφιερωμένο στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, ακριβώς γιατί το έννομο αγαθό, το οποίο προσβάλλεται από την τέλεσή τους, είναι η ιδιοκτησία. Η τελευταία δεν νοείται τόσο με την «αυστηρή» έννοια της κυριότητας, δηλαδή της νομικής σχέσης, η οποία συνδέει τον κύριο με το πράγμα, το οποίο μπορεί να διαθέτει κατ’ αρέσκειαν, όσο με την ευρύτερη έννοια της περιουσίας. Περαιτέρω, τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας διακρίνονται σε εγκλήματα ιδιοποίησης και εγκλήματα φθοράς.

Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ στα εγκλήματα ιδιοποίησης, όπως για παράδειγμα η κλοπή, η υπεξαίρεση και η ληστεία, η προσβολή λαμβάνει χώρα μέσω της αποστέρησης-απομάκρυνσης του πράγματος από τον κύριο, στα εγκλήματα φθοράς, η προσβολή λαμβάνει χώρα μέσω της αλλοίωσης της υλικής υπόστασης του πράγματος. Από τα εγκλήματα ιδιοποίησης, αναντίρρητα, το έγκλημα που φέρει τη μεγαλύτερη απαξία, κυρίως λόγω του στοιχείου της βίας που εμπεριέχει, είναι αυτό της ληστείας. Η ληστεία συνιστά ένα σύνθετο έγκλημα, έναν συνδυασμό δύο επιμέρους αξιόποινων πράξεων, αυτών της κλοπής (άρθρο 372 ΠΚ) και της παράνομης βίας (άρθρο 330 ΠΚ). Από τα συνθετικά του προκύπτει ότι τα έννομα αγαθά, τα οποία προσβάλλονται από την τέλεσή του, είναι τόσο αυτό της ιδιοκτησίας όσο και αυτό της προσωπικής ελευθερίας, ενώ στις διακεκριμένες του μορφές, οι οποίες αποτελούν επιβαρυντικές περιστάσεις, προσβάλλονται και άλλα έννομα αγαθά.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Cottonbro Studio

Το καθοριστικό στοιχείο που διακρίνει την κλοπή από τη ληστεία είναι αυτό της χρήσης βίας. Αναλυτικότερα, η βία συνίσταται σε μία σκοπούμενη – ηθελημένη ενέργεια, η οποία σκοπό έχει τον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Αποτελεί, δηλαδή, το μέσο εκείνο με το οποίο θα επιτευχθεί η κάμψη της αντίστασης του θύματος, ενώ δεν απαιτείται να είναι αποκλειστικά σωματική. Με την έννοια αυτή, βία δεν αποτελεί μόνο η χρήση σωματικής δύναμης, αλλά ως τέτοια θεωρείται και η άσκηση ψυχολογικής πίεσης στο θύμα. Εντούτοις, στο αδίκημα της ληστείας η βία εμφανίζεται στη βαρύτερη δυνατή μορφή της, με την έννοια της άμεσης σωματικής βίας, δηλαδή βίας κατά προσώπου με ευθεία επενέργεια στο ανθρώπινο σώμα ή απειλής ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής.

Ειδικότερα, κατά τη διάταξη 380 ΠΚ, «όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παράνομα…» για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αρκεί και η απειλή. Με την απειλή επιτυγχάνεται ο εξαναγκασμός του θύματος σε μία κατευθυνόμενη από τον δράστη συμπεριφορά, αφού το θύμα στερείται ελεύθερης βούλησης και επιλογής. Ωστόσο, δεν αρκεί μια οποιαδήποτε απειλή, αλλά απαιτείται να δίνεται η εντύπωση ότι το προαναγγελλόμενο κακό είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, η δε πραγματοποίησή του να εξαρτάται αποκλειστικώς από τον απειλούντα και να είναι επικείμενο, δηλαδή άμεσα πραγματοποιήσιμο. Επιπλέον, απαραίτητο είναι να συνδέεται άμεσα με το σώμα ή με τη ζωή του απειλούμενου, ενώ μπορεί να αφορά όχι μόνο τον τελευταίο, αλλά και οικείους του ή σε κάθε περίπτωση πρόσωπα με τα οποία αυτός συνδέεται στενά.

Για να διαχωρίσουμε την έννοια της ληστείας από άλλες συγγενείς έννοιες, οι οποίες αποτελούν συνάμα παραλλαγές του βασικού εγκλήματος, όπως η ληστρική εκβίαση και η ληστρική κλοπή, κρίσιμο είναι να εξετάσουμε το χρονικό σημείο, καθώς και τον σκοπό άσκησης της βίας. Έτσι, στην περίπτωση της ληστείας, η άμεση σωματική βία ασκείται για να υποστηρίξει την αφαίρεση του ξένου κινητού πράγματος. Η βία, δηλαδή, πρέπει να συνδέεται με την κλοπή στο πλαίσιο της σχέσης μέσου προς σκοπό, προκειμένου να επιτευχθεί η αφαίρεση. Η χρήση βίας μετά από αυτό το χρονικό σημείο, κατά το οποίο έχει ολοκληρωθεί η αφαίρεση, δεν στοιχειοθετεί το έγκλημα της ληστείας, αλλά της ληστρικής κλοπής, εφόσον ασκείται για να υποστηρίξει τη διατήρηση του κλοπιμαίου και πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 380 παρ. 3 ΠΚ.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Isabella Mendes

Τέλος, όσον αφορά στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, απαραίτητη είναι η κατάφαση του δόλου, η οποία καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Συνεπώς, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει και να επιδιώκει αφενός την άσκηση έντονης βίας, η οποία μπορεί να λάβει τις μορφές που προεκτέθηκαν, και αφετέρου την αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος και κατ’ επέκταση την ιδιοποίησή του, δηλαδή τη χρήση του με διάνοια κυρίου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέλλα Κίζυλη, Αρχισυντάκτρια Νομικών Θεμάτων
Στέλλα Κίζυλη, Αρχισυντάκτρια Νομικών Θεμάτων
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πλέον είναι ασκούμενη δικηγόρος. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την αρθρογραφία.