18.6 C
Athens
Τετάρτη, 1 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο Δικαστικό Συμβούλιο κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Το Δικαστικό Συμβούλιο κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας


Της Εβελίνας Μάστουρα,

Όταν πλέον ο Εισαγγελέας με πρότασή του παραπέμπει την υπόθεση για κρίση σε δικαστικό Συμβούλιο, το τελευταίο είναι εφεξής αρμόδιο για την πορεία της υποθέσεως. Σημειώνεται ότι υπάρχουν δύο είδη δικαστικών Συμβουλίων, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και το Συμβούλιο Εφετών. Στην ουσία, πρόκειται για ένα τριμελές δικαστήριο. Η σύνθεσή του περιλαμβάνει τον Πρόεδρο και δύο πρωτοδίκες. Στις μεγάλες πόλεις, όπως στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, τα μέλη των δικαστικών συμβουλίων συνηθίζεται να είναι ανακριτές, με προεδρεύων τον Πρόεδρο του οικείου Τμήματος. Αυτό που προσδίδει ιδιαιτερότητα στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό είναι η μυστικότητα που τον χαρακτηρίζει. Πιο συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Συμβουλίου, οι οποίες και αποκαλούνται «βουλεύματα» εκδίδονται μυστικά, δίχως αμεσότητα και προφορικότητα και δη την παρουσία των διαδίκων και του Εισαγγελέως. Κατά αυτόν τον τρόπο, το βούλευμα εκδίδεται με γνώμονα τα προσκομιζόμενα της δικογραφίας έγγραφα.

Όπως αναφέρθηκε και σύμφωνα με το άρθρο 310 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας. Αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από έναν διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, το συμβούλιο, στην περίπτωση που κρίνει ότι αυτά ασκούν ουσιώδη επιρροή στη διάγνωση της υπόθεσης, οφείλει να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους, ή τους αντικλήτους τους, για να ενημερωθούν και να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σε προθεσμία που καθορίζει το ίδιο. Κατά το γράμμα του νόμου και προς υπεράσπιση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, οι διάδικοι επί νέων δεδομένων, πρέπει να διατηρούν το δικαίωμα διευκρινίσεων και διασαφηνίσεων και σε κάθε περίπτωση απόκρουσης των ισχυρισμών του αντιδίκου. Η μυστικότητα υπάρχει ακόμη και στο πλαίσιο της σύνθεσης του Συμβουλίου.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: rdne stock project

Αρκετά συχνά, υπάλληλοι των γραμματειών αρνούνται να αποκαλύψουν την ταυτότητα των μελών του Συμβουλίου, γεγονός που αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά το οποίο «η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: α) στο στάδιο της ανάκρισης έως την παράδοση των εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, β) στη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος και γ) στην κύρια διαδικασία πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Γι’ αυτόν το σκοπό οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν το όνομα του εισαγγελέα πριν από τη σύνταξη της πρότασής του και τη σύνθεση του συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας υποβάλλει σε αυτό την πρότασή του. Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου ή περισσότερων από το ήμισυ των μελών της σύνθεσης αυτού, η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από την ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης».

Κατά την ημέρα της συζήτησης τον λόγο παίρνει αρχικώς ο Εισαγγελέας, ο οποίος στη συνέχεια αποχωρεί και ακολουθεί η λήψη αποφάσεως κατά πλειοψηφία από τα μέλη του Συμβουλίου. Με κριτήριο το αν τελικά ο κατηγορούμενος θα παραπεμφθεί στο ακροατήριο ή όχι, τα βουλεύματα διακρίνονται σε παραπεμπτικά και απαλλακτικά. Με τη σειρά τους τα απαλλακτικά βουλεύματα διακρίνονται στα απαλλακτικά υπό στενή εννοία (άρθρο 311 παρ. 1 εδάφ. α’ ΚΠΔ), που αποφαίνονται ότι δεν έχει απαγγελθεί κατηγορία, στα παύοντα οριστικά την ποινική δίωξη (άρθρο 311 παρ. 1 εδάφ. β’), στα κηρύσσοντα την ποινική δίωξη απαράδεκτη (άρθρο 310 παρ. 1 εδάφ. γ΄) και στα παύοντα οριστικά την ποινική δίωξη (άρθρο 312 ΚΠΔ).

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: CQF-avocat

Όπως γίνεται και με τις αποφάσεις έτσι και στα βουλεύματα, υπάρχει δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων, προσβάλλοντας μια απόφαση ως εσφαλμένη ενώπιον ενός ανώτερου δικαιοδοτικού οργάνου. Ειδικότερα, το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ενώ αναίρεση ασκείται πλέον κατά αποκλειστικότητα από το όργανο της Εισαγγελικής αρχής και προεχόντως τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλας Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 2020

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εβελίνα Μάστουρα
Εβελίνα Μάστουρα
Είναι τελειόφοιτη Νομικής. Είναι αρκετά ευαισθητοποιημένη σε θέματα της επικαιρότητας που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ αγαπημένοι τομείς δικαίου αποτελούν το ιδιωτικό και δημόσιο διεθνές δίκαιο, με εστίαση στο μεταναστευτικό δίκαιο. Αγαπά την εκμάθηση ξένων γλωσσών, καθώς γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κινηματογράφο και τη μουσική.