17.2 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΦυσική εξέλιξη

Φυσική εξέλιξη


Του Γιώργου Κοσματόπουλου,

Ένα εκ των στοιχειών που εντοπίζουν οι έρευνες της κοινής γνώμης και στη χώρα μας είναι η άνοδος της λεγομένης Ακροδεξιάς. Λεγομένης, διότι οι «γεωγραφικοί» προσδιορισμοί επί του ιδεολογικού φάσματος τείνουν να ξεπεραστούν κι αυτός, άλλωστε, είναι κι ένας εκ των βασικών λόγων της ενίσχυσης των δυνάμεων που κινούνται, θεωρητικά, στη δεξιότερη πλευρά του. Πρόκειται για φαινόμενο, όχι αποκλειστικώς, ελληνικό. Όσο κι αν η χώρα μας αποτελεί ούτως ή άλλως ιδιάζουσα περίπτωση στο ευρωπαϊκό στερέωμα, αξίζει να αναλυθεί το φαινόμενο αυτό από ένα ευρύτερο πρίσμα.

Τα πούρα Δεξιά κόμματα, πλέον, είτε δεν θεωρούνται, από μία σημαντική μερίδια των ψηφοφόρων, ακραία είτε διότι κι όσοι τα θεωρούν ακραία βρίσκουν ότι όντως αυτό το χαρακτηριστικό τους ταιριάζει με τις ανάγκες τους. Τούτο, κατά βάση, οφείλεται στις πολιτικές που ασκούν τα παλαιά, συντηρητικά, φιλελεύθερα, σοσιαλιστικά-σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που τα έχουν οδηγήσει σε μια διαρκώς αυξανόμενη απόσταση από την πραγματική Κοινωνία της κάθε χώρας και συνακόλουθα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι γεγονός ότι η επέλευση της Παγκοσμιοποίησης, η οποία ακολούθησε τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου με την ήττα της Σοβιετικής Ένωσης, νόθευσε τις διαχωριστικές γραμμές εντός των πολιτικών συστημάτων. Τα Κεντροδεξιά, συντηρητικά και φιλελεύθερα, κόμματα πίστεψαν ότι η μάχη έχει τελειώσει οριστικά, με αυτά να βρίσκονται επικεφαλής της παράταξης των νικητών. Τα ιδεολογικά τους αντανακλαστικά αδράνησαν και τα ταυτοτικά στοιχεία της συγκρότησής τους εκφυλίστηκαν. Προσχώρησαν στη φιλοσοφία του αχαλίνωτου καπιταλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, άφησαν πίσω τους παραδοσιακές αξίες που πρέσβευαν, αλλά είναι ασύμβατες με την παντοκρατορία των αγορών που δεν γνωρίζει σύνορα, θρησκεία, ιδεολογία, ούτε καν φύλο, πλέον.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απώλεσαν τον κομβικό ρόλο που διαδραμάτιζαν από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, τον ρόλο, δηλαδή, αναχώματος στη ριζοσπαστικοποίηση των μικρομεσαίων στρωμάτων προς τα Αριστερά. Η ενίσχυση της σοσιαλδημοκρατίας εντός του καπιταλιστικού συστήματος έγινε κι από συμφέροντα, θεωρητικά αντίθετα, που έβλεπαν, όμως, ότι οι ελεγχόμενες προοδευτικές-αριστερές πολιτικές της εξασφάλιζαν την κοινωνική συνοχή και, κατ’ επέκταση, τη σταθερότητα των βασικών δομών του καπιταλιστικού συστήματος. Με την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ., αυτή έχασε τη χρησιμότητά της για το σύστημα, ενώ στη νέα παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων με τις ταχύτατες κι ανεξέλεγκτες οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις αδυνατούσε και αδυνατεί να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην ανάγκη ανταγωνιστικότητας και κοινωνικής συνοχής. Για να παραμείνει σήμερα βιώσιμη μια ευρωπαϊκή οικονομία πρέπει να είναι ανταγωνιστική, παρέχοντας κίνητρα στο μεγάλο κεφάλαιο να την προτιμήσει. Έτσι, λοιπόν, πληρώνει το κόστος το παραδοσιακό κοινωνικό κράτος, δημιούργημα και προνομιακό πεδίο δράσης της σοσιαλδημοκρατίας. Ένα κοινωνικό κράτος που απαιτεί πολλά χρήματα για να λειτουργήσει και τα οποία αν επιχειρήσει να τα βρει διά της φορολογίας του μεγάλου πλούτου θα πλήξει την ανταγωνιστικότητά της οικονομίας του.

Η δε Αριστερά στη ριζοσπαστική και κομμουνιστική μορφή της βίωσε το σοκ της κατάρρευσης του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Είδε την κοσμοθεωρία της να ηττάται και αφέθηκε να αναζητά τον ρόλο της στο χαώδες κι εχθρικό τοπίο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, απαξιώθηκε στα μάτια της κοινής γνώμης, καθότι μόνο ως εκρήξεις γραφικότητος θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν διακηρύξεις περί συνολικής ανατροπής του κεφαλαιοκρατικού πολιτικοοικονομικού κατεστημένου, χάριν ενός προσφορότερου για τα λαϊκά συμφέροντα συστήματος που κόμιζε. Στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετωπιζόταν ως μια «αίρεση» της «αίρεσής» της, δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας.

Πηγή εικόνας: tvxs.gr / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: EUROKINISSI / ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ / ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Με κρίση ταυτότητος, λοιπόν, πορεύονται τις τρεις τελευταίες δεκαετίες οι βασικοί «παίκτες» των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων, αναζητώντας νέες «πολιτικές αγορές». Η Ριζοσπαστική Αριστερά έψαχνε το νέο προλεταριάτο της και το βρήκε στις διάφορες κοινωνικές μειοψηφίες: Στις σεξουαλικές μειοψηφίες, στους παράνομους μετανάστες, στον ακραίο φεμινισμό, στους πάσης φύσεως δικαιωματιστές. Οι αντεθνικές, αντι-δυτικές, αντι-χριστιανικές – αντι-κληρικαλιστικές της απόψεις κούμπωσαν άψογα με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις αυτών των ομάδων, με βασική επιδίωξη τη διάλυση των θεμελίων επί των οποίων είχαν οικοδομηθεί εδώ κι αιώνες οι δυτικές κοινωνίες.

Η Κεντροδεξιά, διαβλέποντας την κρίση στην οποία βρισκόταν το σύνολο του εξ’ αριστερών της χώρου, επεδίωξε να τον λεηλατήσει, μετακινούμενη προς αυτόν. Δίνοντας βάση στα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της, εις βάρος των συντηρητικών, υιοθέτησε επίσης πολιτικές που, από άλλη αφετηρία, ευνοούσαν, επίσης, την ανάπτυξη του δικαιωματισμού. Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση δεν είναι μόνο η επίρρωση διεθνιστικών ονειρώξεων και ο τρόπος της επιβολής του «πολυπολιτισμού» έναντι των εθνικών ταυτοτήτων που συναποτελούν την ευρωπαϊκή Δύση, όπως είναι για την Αριστερά. Είναι και ο τρόπος εισαγωγής φτηνού εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες. Η απαξίωση των συνόρων και της υπεράσπισης αυτών υπηρετεί και τη συνεχή διοχέτευση της κρατικής εξουσίας προς υπερ-εθνικούς οργανισμούς, που, στη σημερινή τους τουλάχιστον μορφή, υπηρετούν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωζώνη, Ν.Α.Τ.Ο., Ο.Η.Ε. κ.ά.

Η ΛΟΑΤΚΙ ατζέντα και γενικότερα η WOKE κουλτούρα δεν ευνοούν μόνο την κατάργηση των παραδοσιακών αξιών, τις οποίες εχθρεύεται διαχρονικά η Αριστερά, θεωρώντας ότι ευθύνονται για την περιορισμένη απήχηση των επαναστατικών θεωριών της. Δημιουργούν, επίσης, νέες αγορές, αλλά κυρίως, με λογικές κοινωνικού αυτοματισμού, δημιουργούν διαιρέσεις  που υπονομεύουν συλλογικές διεκδικήσεις που αφορούν την πλειοψηφία της Κοινωνίας. Προκαλούν, υβρίζουν, εχθρεύονται τον μέσο άνθρωπο οι διάφοροι ακτιβιστές των ακραίων πλην δυναμικών μειοψηφιών αντί να σκεφτούν ότι έχουν κοινά συμφέροντα στο οικονομικό πεδίο. Η από-χριστιανοποίηση της Δύσης δεν είναι μόνο μέσον απεξάρτησης από το «όπιον των λαών», ως πρεσβεύει η Αριστερά. Είναι, επίσης, μέσο άκρατης εμπορευματοποίησης των πάντων, ακόμα και των εορτών του, κόντρα στις αρχές του, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα Χριστούγεννα. Είναι, επίσης, μέσο δημιουργίας νέων αγορών στους μουσουλμανικούς κυρίως πληθυσμούς. Από άλλες αφετηρίες και οπτικές γωνίες, με άλλες επιδιώξεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Δεξιά και Αριστερά υιοθετούν κατ’ ουσίαν τις ίδιες θέσεις.

Η σοσιαλδημοκρατία, εβρισκόμενη ανάμεσα στους ανωτέρω δύο πολιτικούς πυλώνες, έχει αυτοπαγιδευτεί στην προκρούστειο κλίνη: Στα οικονομικά ζητήματα έχει καταστεί παρακολούθημα της Δεξιάς, μιας και, όπως προαναφέρθη, αδυνατεί να δώσει πειστικές εναλλακτικές απαντήσεις στα σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα. Το μόνο που πράττει είναι μάχες οπισθοφυλακής να σώσει ό,τι σώζεται από την παράδοσή της, επιχειρώντας ανεπαίσθητες εξανθρωπιστικές επεμβάσεις στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Έχοντας ουσιαστικά αποδεχτεί αυτόν τον ρόλο κομπάρσου στο συγκεκριμένο πεδίο και προκειμένου να λάβει πιστοποιητικά «αριστεροσύνης» σαν αντίβαρο, ταυτίζεται με τη Ριζοσπαστική Αριστερά (και διά της τεθλασμένης με την Κεντροδεξιά) στον εθνομηδενισμό και στον δικαιωματισμό, έχοντας φυσικά εγγενή ροπή στην κατεύθυνση αυτήν, ένεκα της κομμουνιστογενούς της φύσης (αυτή είναι και η βασική διαφορά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, που φυσικά αγνοούν πολλοί εκ των διαμορφωτών της κομματικής γραμμής, στη Χαριλάου Τρικούπη…).

Στο παραπάνω σχήμα υπάγονται και οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας: Είδαμε τη Ν.Δ. να νομοθετεί για την παροχή άδειας διαμονής κι εργασίας σε αλλοδαπούς, οι οποίοι είχαν εισέλθει, διέμεναν κι εργάζονταν παρανόμως στην Ελλάδα επί χρόνια. Η «Δεξιά» δικαιολογία ήταν η έλλειψη εργατικών χεριών. Για την Αριστερά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν υπάρχει καν ζήτημα με την παράνομη είσοδο και διαμονή στη χώρα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., του οποίου η ηγεσία και οι πέριξ αυτής το δηλώνουν σαν κόμμα της «Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας», απλά αναζητά «προοδευτική πολιτική ταυτότητα». Εν τέλει, και τα τρία κόμματα υπερψήφισαν. Το ίδιο και με την παροχή δυνατότητας γάμου και υιοθεσίας στα ζευγάρια ομοφύλων. «Δεξιά» η νομοθετική πρωτοβουλία, «Αριστερή» υπερψήφιση ένεκα ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας,  «Σοσιαλδημοκρατική» υπερψήφιση προς δόμησην «προοδευτικού» προφίλ.

Πηγή εικόνας: naftemporiki.gr / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα παραδοσιακά κόμματα των βασικών μεταπολεμικών παρατάξεων έχουν εισχωρήσει το ένα στα ιδεολογικά «χωράφια» του άλλου κι έχουν καταστήσει τις διαχωριστικές τους γραμμές τόσο αχνές που πλέον είναι δυσδιάκριτες. Πορευόμενα από κοινού στον ίδιο οικονομικό μονόδρομο και διαπνεόμενα εξίσου από την ιδεολογία της πολιτικής ορθότητας, έρχονται όμως σε ρήξη με ευρεία τμήματα των παραδοσιακών τους κομματικών βάσεων και  γενικότερα της Κοινωνίας. Ο μέσος γηγενής Ευρωπαίος βλέπει να βάλλονται πανταχόθεν κι από πυκνά πυρά οι σταθερές του. Τούτο, διότι είναι λευκός, ετεροφυλόφιλος, χριστιανός, μικρομεσαίας οικονομικής κατάστασης. Πού θα στραφεί λοιπόν; Σε αυτόν που αντιλαμβάνεται ως υπερασπιστή όλων εκείνων που του εξασφαλίζουν σταθερότητα και ασφάλεια σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς απειλώντας τον. Μοιραία, λοιπόν, βρίσκει διέξοδο προς το δεξί άκρο του πολιτικού συστήματος. Κι εξίσου μοιραία η ενίσχυση των φορέων που κινούνται σε αυτό το άκρο «ματώνει» –λιγότερο ή περισσότερο– όλα τα κόμματα, δεδομένου ότι στο εσωτερικό τους έχει επέλθει μια οριζόντια διχοτόμηση με βάση τη θετική ή αρνητική στάση έναντι του συνόλου του οικοδομήματος  της παγκοσμιοποίησης.

Ας μην απορούν, λοιπόν, οι διάφοροι ιθύνοντες του παραδοσιακού ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου για την άνοδο της λεγομένης Ακροδεξιάς. Οι ίδιοι την πριμοδοτούν  με τις επιλογές τους. Αν δεν αποκαταστήσουν τη σχέση τους με τις παραδοσιακές τους βάσεις, αν δεν αποφασίσουν να λειτουργήσουν με βάση τη βούληση και τα συμφέροντα των ανθρώπων που αποτελούν τις πραγματικές κοινωνίες, αν συνεχίσουν να πορεύονται παράλογα και αντι-δημοκρατικά, θα σαρωθούν από τους ανέμους της απαιτούμενης από τους λαούς αλλαγής, απ’ όπου κι αν αυτοί φυσούν…


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Κοσματόπουλος
Γιώργος Κοσματόπουλος
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.