18 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι μάρτυρες στην ποινική προδικασία

Οι μάρτυρες στην ποινική προδικασία


Της Εβελίνας Μάστουρα,

Στο πλαίσιο του Δεύτερου Τμήματος του Τρίτου Βιβλίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ρυθμίζονται οι επιμέρους ανακριτικές πράξεις και δη εκείνες που ενέχουν τον εντονότερο περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο παρόν άρθρο, θα αναλυθεί μία από τις σπουδαιότερες ανακριτικές πράξεις, αυτή της εξέτασης μαρτύρων. Η αξία, μάλιστα, του έργου των μαρτύρων έγκειται στο γεγονός ότι αποτελούν τα μοναδικά πρόσωπα, εκτός από τον κατηγορούμενο, που συνδέονται ατομικά και ιστορικά με τα γεγονότα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός ότι, όποιος έγινε μάρτυρας, πρέπει να μαρτυρήσει. Με άλλα λόγια, οι μάρτυρες κλητεύονται, επειδή έγιναν μάρτυρες και όχι το αντίστροφο.

Οι μάρτυρες κλητεύονται με την επίδοση έγγραφης κλήσης 24 τουλάχιστον ώρες πριν από την μέρα της κατάθεσης, ενώ είναι δυνατόν σε περιπτώσεις κατεπείγοντος και κατά την κρίση του ανακρίνοντος, όπως για παράδειγμα στην αστυνομική προανάκριση (άρθρο 245 παρ. 2 ΚΠΔ), να κληθούν και προφορικά. Σημειωτέον ότι, από την χρονική στιγμή της κλητεύσεως τους, βαρύνονται πλέον με το καθήκον μαρτυρίας, όπως αυτό καθιερώνεται στο άρθρο 209 παρ. 1, κατά το οποίο «Αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί, εκτός από τις εξαιρέσεις που ρητά αναγράφονται στον κώδικα».

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: dimitrisvetsikas1969

Έχοντας ως θεμέλιο τη νόμιμη κλήτευση του μάρτυρα, το καθήκον μαρτυρίας συνιστά αδιαμφισβήτητα περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Ωστόσο, ως περιορισμός, οριοθετείται καταρχάς από το γεγονός ότι οι μάρτυρες εξετάζονται σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία και σε κάθε περίπτωση δεν απευθύνονται στους μάρτυρες ερωτήσεις για προσωπικές κρίσεις, παρά μόνο εκείνες που συνδέονται αναπόδραστα με τα γεγονότα. Κρίνεται δε θεμιτός ως περιορισμός, εντός του πλαισίου του σκοπού των ανακριτικών πράξεων, που είναι η εξακρίβωση της αλήθειας αλλά και εν γένει του συνόλου του ποινικού δικονομικού δικαίου, που είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.

Το καθήκον μαρτυρίας εξειδικεύεται έτι περαιτέρω σε ειδικότερα καθήκοντα, προσθέτοντας, έτσι, ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην έννοια της μαρτυρικής κατάθεσης. Πρώτη εξειδίκευση, αποτελεί το καθήκον προσέλευσης, από το οποίο εξαιρούνται αφενός πρόσωπα που βρίσκονται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσουν τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί και αφετέρου πρόσωπα που λόγω του αξιώματός τους, απολαμβάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, ο Πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών ομάδων, Υπουργοί, αρχιερείς, πρεσβευτές και διπλωματικοί υπάλληλοι.

Ακολουθεί το καθήκον ορκοδοσίας, κατά το οποίο, κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξετασθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο, να δώσει τον ακόλουθο όρκο: «Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε». Πλέον, υπάρχει πρόβλεψη και για ανωμοτί μαρτυρία στις εξής περιπτώσεις: α) κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την ανάκριση ή του δικαστηρίου όσοι δεν συμπλήρωσαν το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους β) έχουν προφανώς εξασθενημένη τη διάνοια∙ γ) στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα ή αποστερήθηκαν θέσεις και αξιώματα (άρθρο 60 ΠΚ) εξαιτίας καταδίκης· δ) παρίστανται για την υποστήριξη της κατηγορίας· ε) δικαιούνται χρηματική αμοιβή για την καταμήνυση. Η υποχρέωση πολιτικού όρκου, συνεισφέρει στην τόνωση του αισθήματος ευθύνης του μάρτυρα και παράλληλα με το καθήκον αληθείας, αποτρέπουν τον κίνδυνο ψευδών καταθέσεων (ΠΚ 224).

Τέλος, το καθήκον καταθέσεως επιτάσσει οι μάρτυρες να καταθέτουν όλα εκείνα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά που συνδέονται με την υπόθεση, αποκλειομένων προσωπικών κρίσεων και αξιολογήσεων, που φανερώνουν την ενδιάθετη κατάσταση του μάρτυρα, εκτός αν πρόκειται για εντυπώσεις των αισθήσεων που μόνο με εκτιμητικές κρίσεις μπορούν να αποτυπωθούν (π.χ. η κρίση ότι «η απόσταση ήταν μεγάλη»). Το άρθρο 222 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προβλέπει τη δυνατότητα άρνησης μαρτυρίας για τον σύζυγο και τους συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου έως και τον τρίτο βαθμό.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: tumisu

Αντίθετα, όταν κατηγορείται ανήλικος, η μαρτυρία των συγγενών που αναφέρονται ανωτέρω είναι υποχρεωτική. Θεμελιώδους σημασίας είναι και η απαγόρευση της αυτοενοχοποίησης του μάρτυρα, η οποία συνεπάγεται ότι ο μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει περιστατικά, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Εξάλλου, επί ποινής ακυρότητας του συνόλου της διαδικασίας, τα πρόσωπα που καλύπτονται από το λεγόμενο επαγγελματικό απόρρητο, δε δύνανται να εισφέρουν με την γνώση τους στην διαδικασία, ακόμη και αν εκείνος που εμπιστεύθηκε το απόρρητο, απαλλάξει τον επαγγελματία από την υποχρέωση τήρησής του.

Σε κάθε περίπτωση, επί παραβίασης των ανωτέρω καθηκόντων, ο μάρτυρας έρχεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα κυρώσεων, εκκινώντας από αυτή του άρθρου 231 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που προβλέπει την επιβολή προστίμου για «λιπομαρτυρία» στον μάρτυρα που δεν εμφανίσθηκε ή εμφανίσθηκε αλλά αρνήθηκε να καταθέσει. Πλέον της λιπομαρτυρίας, μπορεί να επιβληθεί στον μη εμφανισθέντα μάρτυρα και η ποινή της απείθειας (ΠΚ 169).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλας Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2020

 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εβελίνα Μάστουρα
Εβελίνα Μάστουρα
Είναι τελειόφοιτη Νομικής. Είναι αρκετά ευαισθητοποιημένη σε θέματα της επικαιρότητας που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ αγαπημένοι τομείς δικαίου αποτελούν το ιδιωτικό και δημόσιο διεθνές δίκαιο, με εστίαση στο μεταναστευτικό δίκαιο. Αγαπά την εκμάθηση ξένων γλωσσών, καθώς γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κινηματογράφο και τη μουσική.