16.1 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ έννοια της εθνικοφροσύνης στην ελληνική σκηνή: Ένας αιώνας πολιτικής εξέλιξης

Η έννοια της εθνικοφροσύνης στην ελληνική σκηνή: Ένας αιώνας πολιτικής εξέλιξης


Της Χαράς Γρίβα,

Η έννοια της εθνικοφροσύνης, μιας ισχυρής δύναμης που διαμόρφωσε τις τύχες των εθνών, άφησε ανεξίτηλο σημάδι στο περίπλοκο πολιτικό τοπίο της Ελλάδας καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ο εθνικόφρονων είναι αυτός που είναι φανατικά προσηλωμένος στο έθνος και ειδικότερα στα συμφέροντά του. Ο όρος αυτός δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις έννοιες του πατριώτη και του πατριωτισμού. Ένας πατριώτης αγαπά την πατρίδα του, το έθνος στο οποίο ανήκει και ό,τι προσφέρει αυτό στον κόσμο χωρίς να αναμένει κάποιο έπαθλο, κάποια αναγνώριση. Ένας εθνικόφρονονας θα προβεί σε τέτοιες ενέργειες έτσι ώστε να αναδείξει το έθνος του καλύτερο υποβαθμίζοντας κάποιο άλλο. Με απλά λόγια, η εθνικοφροσύνη είναι μία έννοια ,η οποία κυριάρχησε με την βοήθεια του εθνικόφρονα λόγου ο οποίος ήταν ο επίσημος λόγος της ελληνικής κοινωνίας κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα.

Από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι τις περιπλοκές της σύγχρονης κρατικής υπόστασης, η πορεία της Ελλάδας ήταν βαθιά συνυφασμένη με την άμπωτη και τη ροή των εθνικιστικών αισθημάτων. Αυτό το άρθρο εμβαθύνει στην αποχρωματισμένη εξέλιξη του εθνικισμού στην ελληνική πολιτική, διερευνώντας βασικά ιστορικά γεγονότα, πολιτικά κινήματα και τις διαρκείς επιπτώσεις τους στην ταυτότητα του έθνους. Το γενικότερο χαρακτηριστικό και όπλο, θα έλεγε κανείς, της εθνικοφροσύνης είναι ο λόγος. Οι υποστηρικτές της διαλέγουν με ιδιαίτερη προσοχή τις λέξεις και τα νοήματα για να επιτύχουν την αποστροφή του λαού από την πραγματικότητα και τη δημιουργία παρωπίδων που δεν θα τους επιτρέπει να αντιλαμβάνονται την αλήθεια.

Εξώφυλλο βιβλίου με εμφανή εθνικόφρονα λόγο. Πηγή εικόνας: kougeasbooks.gr

Τον 19ο αιώνα γεννήθηκε η σύγχρονη Ελλάδα, ένας φοίνικας που αναγεννήθηκε από αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας. Η ελληνική επανάσταση (1821-1829) έγινε σημείο συγκέντρωσης των εθνικιστικών φιλοδοξιών, καθώς οι Έλληνες προσπάθησαν να διεκδικήσουν την πολιτιστική και πολιτική τους αυτονομία. Ο αγώνας κορυφώθηκε με την ίδρυση του ανεξάρτητου Βασιλείου της Ελλάδας το 1830, θέτοντας τις βάσεις για μια εκκολαπτόμενη εθνική ταυτότητα. Από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε και η έννοια της «Μεγάλης Ιδέας» που αναδύθηκε ως ισχυρό ιδεολογικό ρεύμα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτό το επεκτατικό όραμα, που είχε τις ρίζες του στην πεποίθηση ότι η σύγχρονη Ελλάδα θα έπρεπε να περιλαμβάνει εδάφη με ελληνόφωνους πληθυσμούς, τροφοδότησε τον εθνικιστικό ενθουσιασμό. Στόχευε στην ένωση όλων των Ελλήνων σε ένα ενιαίο κράτος, ενσωματώνοντας περιοχές όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και τμήματα της Μικράς Ασίας, να διαμορφώσουν δηλαδή μία «ενιαία και ανάδελφη ελληνική φυλή». Η επιρροή της Μεγάλης Ιδέας επεκτάθηκε στην πολιτική σφαίρα, διαμορφώνοντας τις πολιτικές ηγετών όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος, ειδικότερα, υπερασπίστηκε τις αλυτρωτικές φιλοδοξίες, οδηγώντας την Ελλάδα σε εδαφικά κέρδη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της προσάρτησης της Σμύρνης με τη συνθήκη των Σεβρών. Η εθνικοφροσύνη αναγεννάται αυτή την περίοδο καθώς διχάζει τον ελληνικό πληθυσμό (Εθνικός Διχασμός 1916), με την βοήθεια του εθνικόφρονα λόγου, καθώς με αυτόν τον τρόπο διαμορφωνόταν καλύτερα η αστική συνείδηση που επιθυμούσαν τα ανώτερα διοικητικά στρώματα και να δημιουργούσαν μία εθνική ενότητα ενάντια στο νεοεμφανιζόμενο στον ελλαδικό χώρο κομμουνιστικό κίνδυνο.

Τα ταραχώδη μέσα του 20ού αιώνα έφεραν την Ελλάδα αντιμέτωπη με τρομερές προκλήσεις, με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον επακόλουθο Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) να αφήνουν ανεξίτηλο αποτύπωμα στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Η κατοχή του Άξονα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πυροδότησε κινήματα αντίστασης που συχνά ξεπερνούσαν τις ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, καλλιεργώντας την αίσθηση της συλλογικής ελληνικής ταυτότητας απέναντι στις εξωτερικές απειλές. Ήταν η περίοδος μέσα στην οποία επανεμφανίζεται και πιο έντονα μάλιστα η έννοια της εθνικοφροσύνης. Πάλι έχοντας χωρίσει τον ελληνικό λαό σε δύο στρατόπεδα, των εθνικοφρόνων και των κομμουνιστών, οδηγώντας ίσως στον πιο καταστροφικό πόλεμο που γνώρισε η χώρα. Στην πλευρά των εθνικοφρόνων, συσπειρώθηκαν όλες οι κοινωνικές ομάδες που ήταν κατά της Αριστεράς εν γένει, όπως μεταξικοί και οι ακόλουθοι του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, πρώην ταγματασφαλίτες, γερμανόφιλοι, αγγλόφιλοι, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, φιλελεύθεροι και λαϊκοί, βασιλόφρονες και αντιβασιλικοί. Ενώ πολιτικά ήταν τόσο αντίθετες οι συγκεκριμένες ομάδες, ωστόσο βλέποντας τον κοινό εχθρό τους να δυναμώνει, ενώθηκαν για να τον συντρίψουν και να προστατεύσουν τους «υγιώς σκεπτόμενους Έλληνες».

Στην περίοδο του ελληνικού εμφυλίου, η εθνικοφροσύνη δεν παρέμεινε στο πεδίο του λόγου αλλά απέκτησε μία άλλη υπόσταση. Με την βοήθεια νομοθετημάτων αλλά και με τους εκτεταμένους εκβιασμούς, τις διοικητικές εκτοπίσεις και τέλος τον θάνατο σε όσους δεν «συμμορφώνονταν», η εθνικοφροσύνης εδραιώθηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή και επέτρεψε στους συντηρητικούς να πατάξουν την Αριστερά. Σπουδαίο ρόλο στην διάχυση αντικομμουνιστικών ιδεών διαδραμάτισε και η εκκλησία, καθώς ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας χώρος με έντονη κοινωνική και πολιτική δράση αλλά επίσης και η ανάπτυξη παραθρησκευτικών οργανώσεων βοήθησε στην επίτευξη της «εθνικής ενότητας».

Αφίσα για τις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Πηγή εικόνας: cityportal.gr

Η περίοδος που ακολούθησε μετά τον εμφύλιο ή αλλιώς η «καχεκτική δημοκρατία» ήταν μια περίοδος που το παρασύνταγμα κυριαρχούσε και η δίωξη της αριστεράς συνεχιζόταν. Η εθνικοφροσύνη φαινόταν πλέον μέσα από τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων αλλά και από τις δηλώσεις μετάνοιας που ήταν ικανές να πατάξουν τον «εσωτερικό» εχθρό του έθνους. Το 1967, μια ομάδα στρατιωτικών κατέλαβε τη εξουσία με πραξικόπημα, εγκαινιάζοντας μια περίοδο αυταρχικής διακυβέρνησης, γνωστή ως το καθεστώς των συνταγματαρχών. Η διακυβέρνηση της χούντας χαρακτηρίστηκε από την καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης, τη λογοκρισία και τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών. Ενώ οι ηγέτες της χούντας ισχυρίζονταν ότι ήταν θεματοφύλακες του ελληνικού εθνικισμού, το καθεστώς τους αντιμετώπισε σημαντικές εσωτερικές αντιδράσεις.

Δεν είναι τυχαίο πως η χούντα χρησιμοποίησε ως έμβλημα του καθεστώτος τον φοίνικα ,ο οποίος αναγεννάται από τις στάχτες τους, όμοιο με το έμβλημα του ελληνικού βασιλείου όταν ανεξαρτητοποιήθηκε το 1830. Ήθελαν να δείξουν στο λαό πως ανασυγκροτούν το έθνος, την Ελλάδα, και πως βάζοντάς της στον γύψο, όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Παπαδόπουλος θα ιάνει πλήρως από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Μέσα από τα θεάματα και την υιοθέτηση του δυτικού-αμερικανικού τρόπου ζωής, η χούντα προσπάθησε να αποπροσανατολίσει τον λαό από την επιβολή της δικτατορίας ενώ παράλληλα σκιαγραφώντας τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος προσπαθούσαν να αναδείξουν τους λόγους εγκαθίδρυσης αυτού του καθεστώτος. Ο καταπιεστικός χαρακτήρας της στρατιωτικής δικτατορίας τροφοδότησε ένα ανθεκτικό δημοκρατικό κίνημα, το οποίο συμβολίστηκε από τη φοιτητική εξέγερση στο Πολυτεχνείο το 1973. Η πτώση της χούντας το 1974 σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στην ελληνική πολιτική, οδηγώντας στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και στην επανεκτίμηση της ταυτότητας του έθνους.

Αφίσα που αναδείκνυε το ολυμπιακό πνεύμα στην περίοδο της χούντας. Πηγή εικόνας: askiweb.eu

Το δεύτερο μέρος του 20ού αιώνα είδε την Ελλάδα να πλέει στα νερά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1981 σηματοδότησε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας, παρουσιάζοντας ευκαιρίες και προκλήσεις. Η ένταση μεταξύ της ευρωπαϊκής ταυτότητας και του παραδοσιακού εθνικισμού έγινε εμφανής, με συζητήσεις για θέματα όπως η εθνική κυριαρχία, η οικονομική πολιτική και η πολιτιστική διατήρηση. Πρωταγωνιστές της έντασης αυτής ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος ήταν κι αυτός που προχώρησε τις διαδικασίες για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου ο οποίος δεν ήταν υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Χαρακτηριστική στιγμή αποτελεί η αλησμόνητη έκφραση του Παπανδρέου ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», θέλοντας να δείξει πως η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη κανένα κράτος και καμία κοινότητα να τη βοηθήσει να στηριχτεί στα πόδια της και πως δεν θα επιτρέψει σε καμία ξένη δύναμη να εισχωρήσει στα πολιτικά πεπραγμένα της Ελλάδας. Αυτή η έκφραση, λοιπόν, θα γινόταν μετά από μία δεκαετία περίπου ένα από τα βασικά συνθήματα στο συλλαλητήριο που διεξήχθη το 1992 για το μακεδονικό ζήτημα. Η ελληνική πλευρά απαιτούσε από το γειτονικό κράτος να αλλάξει την ονομασία του για να μην οικειοποιηθεί την ιστορία και ό,τι άλλα συμφέροντα θα είχε γύρω από το όνομα της Μακεδονίας. Μέσα σε αυτήν την αναταραχή, η έννοια της εθνικοφροσύνης βρήκε πρόσφορο έδαφος μέσα από τα συνθήματα και τις αφίσες της εποχής, ωστόσο δεν παρέλειψε και τη γένεση της οργάνωσης της «Χρυσής Αυγής».

Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να περιηγείται στα ρεύματα του 21ου αιώνα, η έννοια του εθνικοφροσύνης παραμένει μια δυναμική και πολύπλευρη πτυχή του πολιτικού της λόγου. Η αλληλεπίδραση μεταξύ εθνικής ταυτότητας και παγκόσμιας ολοκλήρωσης θα διαμορφώσει αναμφίβολα το μέλλον του έθνους, καθώς η Ελλάδα προσπαθεί να συμβιβάσει την πλούσια ιστορική της κληρονομιά με τις επιταγές ενός ταχέως μεταβαλλόμενου κόσμου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δέσποινα Παπαδημητρίου (2006), Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων, Αθήνα: εκδ. Σαββάλας
  • Γιώργος Φραντζής (2023), Η εθνική ιδέα στην Ελλάδα την δεκαετία του 1980 και η επανάκαμψη της «Εθνικοφροσύνης», Αθήνα: εκδ. Παπαζήση
  • Το ένοπλο χέρι της εθνικοφροσύνης, efsyn.gr, διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Γρίβα, Αρχισυντάκτρια Ιστορίας
Χαρά Γρίβα, Αρχισυντάκτρια Ιστορίας
Γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 2002 και τα τελευταία χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη, ούσα προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχοντας κλίση στα μαθήματα πολιτικής ιστορίας, η μελέτη και ανάλυση ιστορικών γεγονότων καθιστά πιο εύκολη την κατανόηση και την ερμηνεία της κοινωνίας από πολιτική σκοπιά. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά, ενώ στον ελεύθερό της χρόνο προτιμά να ακούει μουσική και να διαβάζει βιβλία σχετικά με την επιστήμη της.