18.3 C
Athens
Τετάρτη, 1 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΣύγκριση συστημάτων συναλλαγματικών ισοτιμιών και η περίπτωση της άριστης νομισματικής περιοχής

Σύγκριση συστημάτων συναλλαγματικών ισοτιμιών και η περίπτωση της άριστης νομισματικής περιοχής


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Ένα από τα πολλά μέτωπα διένεξης των οικονομολόγων, ιδίως στον τομέα της πολιτικής, αποτελεί και το σύστημα της συναλλαγματικής ισοτιμίας που πρέπει να ακολουθεί μια χώρα. Είναι ένας παράγοντας που επιδρά άμεσα στο εμπόριο μεταξύ άλλων χωρών και έχει προεκτάσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων, αλλά και στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Οι ιδιαιτερότητες και τα ζητήματα που έχει η κάθε οικονομία απαιτούν την υιοθέτηση μιας διαφορετικής πολιτικής. Τα πιο γνωστά και γενικευμένα συστήματα συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι η σταθερή και η κυμαινόμενη. Το καθένα έχει τα δικά του πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, με την πλάστιγγα να γέρνει διαφορετικά σε κάθε περίπτωση.

Το εμπόριο και οι συναλλαγές μεταξύ κρατών που διατηρούν σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες ενισχύεται, καθώς αίρονται οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι και μειώνεται σημαντικά το συναλλαγματικό κόστος. Οι οικονομικοί υπολογισμοί απλοποιούνται και μειώνεται σημαντικά η αβεβαιότητα για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τις διασυνοριακές συναλλαγές. Ο υψηλός βαθμός οικονομικής ολοκλήρωσης μεταξύ μιας χώρας και μιας περιοχής σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών διευρύνει τα οφέλη της νομισματικής αποτελεσματικότητας που αποκομίζει η χώρα, όταν κρατάει σταθερές τις ισοτιμίες του νομίσματός της έναντι των νομισμάτων της περιοχής, υπό την προϋπόθεση ότι το επίπεδο τιμών στις περιοχές είναι σταθερό και προβλέψιμο (αξιόπιστη νομισματική πολιτική από τις Κεντρικές Τράπεζες), ώστε να οδηγούνται οι οικονομίες σε σύγκλιση τιμών, διαφορετικά αντισταθμίζονται τα όποια οφέλη. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει οι συναλλαγματικές ισοτιμίες να μην αλλάζουν συχνά από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και το νόμισμα της χώρας να μην δέχεται κερδοσκοπικές επιθέσεις και αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί η χώρα να διαθέτει επαρκή αποθεματικά από το νόμισμα ή τα νομίσματα με τα οποία εφαρμόζει σταθερή ισοτιμία. Επιπρόσθετα, οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, θεωρητικά, εμποδίζουν τις διακριτικές παρεμβάσεις των Κεντρικών Τραπεζών και, συνεπώς, ο πληθωρισμός μακροπρόθεσμα διατηρείται χαμηλός.

Πηγή εικόνας: pikisuperstar / Freepik

Στον αντίποδα, το σύστημα της κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν επιβάλλει στις Κεντρικές Τράπεζες και τις Κυβερνήσεις νομισματική «πειθαρχία». Όταν η οικονομία διαταράσσεται από μια μεταβολή στην αγορά προϊόντος, οι κυμαινόμενες ισοτιμίες πλεονεκτούν έναντι των σταθερών ισοτιμιών, διότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν την ευχέρεια να ασκήσουν επεκτατικές νομισματικές πολιτικές σε περιόδους υφέσεων, για να τονώσουν βραχυπρόθεσμα την οικονομική δραστηριότητα και να στηρίξουν τις τιμές. Ευρύτερα, επιτρέπει ελεύθερα την άσκηση συναλλαγματικής και νομισματικής πολιτικής, με σκοπό τη σταθεροποίηση του προϊόντος και της απασχόλησης στην εγχώρια οικονομία. Το σύστημα αυτό κρίνεται πιο ωφέλιμο σε μια περίπτωση εμπορικών εταίρων που χρειάζεται να ακολουθήσουν διαφορετικές νομισματικές πολιτικές ή/και βρίσκονται σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου. Ωστόσο, αυτό επιτρέπει στις συναλλαγματικές ισοτιμίες να έχουν μεγάλες διακυμάνσεις, γεγονός που δεν ευνοεί το διασυνοριακό εμπόριο και τις συναλλαγές με ξένο νόμισμα.

Επιπλέον, υπάρχει και μια τρίτη, «υβριδική» επιλογή για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, η οποία, πλέον, υιοθετείται από τις περισσότερες Κεντρικές Τράπεζες των μεγάλων οικονομιών. Για να γίνει κατανοητή αυτή η περίπτωση, θα αναφέρουμε ως παράδειγμα την πολιτική της Ε.Κ.Τ. για την ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου. Ουσιαστικά, εφαρμόζεται το σύστημα της κυμαινόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά με την ύπαρξη ανώτερου και κατώτερου ορίου. Δηλαδή, εντός ενός εύρους τιμών, η ισοτιμία τους ευρώ έναντι του δολαρίου μεταβάλλεται ελεύθερα, βάσει των δυνάμεων της αγοράς. Όταν ξεπεράσει, όμως, η ισοτιμία το ανώτερο ή κατώτερο όριο που έχει θέσει η Ε.Κ.Τ., τότε πραγματοποιείται παρέμβαση για τη σταθεροποίηση της ισοτιμίας, αυξάνοντας ή μειώνοντας την προσφορά χρήματος (ανάλογα την περίπτωση). Τα όρια αυτά δεν είναι γνωστά στο κοινό, παρά μόνο κατά προσέγγιση.

Πηγή εικόνας: Freepik

Σε περιπτώσεις, λοιπόν, που υπάρχουν ισχυρές εμπορικές και ευρύτερα οικονομικές σχέσεις μεταξύ κάποιων αγορών και υπάρχει προοπτική για τη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής, που θα μπορούσε να ωφελήσει όλες τις πλευρές, λύση αποτελεί ο σχηματισμός μιας νομισματικής ένωσης, όπως έχει γίνει στις Η.Π.Α. και πιο πρόσφατα στην Ευρώπη. Ουσιαστικά, μια ομάδα κρατών/κρατιδίων χρησιμοποιούν κοινό νόμισμα και ένας κεντρικός φορέας ασκεί νομισματική πολιτική.

Σε σχέση με το σύστημα της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, σε μια νομισματική ένωση το κόστος των εμπορικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών αμβλύνεται περαιτέρω και εξαλείφεται ο κίνδυνος κερδοσκοπικών επιθέσεων απέναντι στα (αδύναμα) εθνικά νομίσματα. Ωστόσο, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, εμφανίζονται διάφορες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν, ώστε να λειτουργήσει αποτελεσματικά μια νομισματική ένωση. Τα ζητήματα αυτά έχουν γίνει εμφανές, κυρίως κατά το παρελθόν, στην περίπτωση της Ευρωζώνης.

Για να γίνει εφικτό, λοιπόν, να λειτουργήσει σωστά μια νομισματική ένωση, πρέπει να τηρούνται κάποιες συνθήκες, οι οποίες να ορίζουν την άριστη νομισματική περιοχή (Optimum Currency Area – O.C.A.). Σε αυτήν τη γεωγραφική περιοχή, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Robert Mundell, ένα ενιαίο κοινό νόμισμα μπορεί να προφέρει μεγαλύτερο οικονομικό όφελος απ’ ό,τι κόστος. Προεξοφλείται πως ο υψηλός βαθμός ολοκλήρωσης των οικονομιών μέσω του μεταξύ τους εμπορίου και της κίνησης των συντελεστών παραγωγής ευνοεί την επικράτηση των πλεονεκτημάτων ενός συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και, κατ’ επέκταση, ενός κοινού νομίσματος.

Πηγή εικόνας: www.slon.pics / Freepik

Οι τέσσερις βασικές, γενικές συνθήκες που απαιτούνται για να υπάρχει μια άριστη νομισματική περιοχή είναι:

  • να υπάρχει, ήδη, εκτεταμένο εμπόριο μεταξύ των οικονομιών που έχουν κοινό νόμισμα και να υπάρχει η προοπτική για περαιτέρω ισχυροποίηση των εμπορικών τους σχέσεων. Ο υψηλός όγκος εμπορίου μεταξύ χωρών συνεπάγεται ότι θα υπάρξουν αντίστοιχα υψηλά κέρδη από την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος σε μια O.C.A. Το κοινό νόμισμα θα ευνοήσει την ανάπτυξη του μεταξύ τους εμπορίου, καθώς θα εξαλείψει τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Ωστόσο, ένας υψηλός όγκος εμπορίου μπορεί, επίσης, να υποδηλώνει μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα και επιπτώσεις στην εγχώρια αγορά μεταξύ των χωρών, οδηγώντας σε πολύ εξειδικευμένες βιομηχανίες μεταξύ των χωρών. Συνεπώς, βασικό υποκριτήριο σε αυτό είναι η παραγωγή να είναι γενικά διαφοροποιημένη στις οικονομίες της ένωσης, ώστε να μειώνεται η πιθανότητα ασύμμετρων οικονομικών κραδασμών. Αυτό μπορεί να ισχύσει, όμως, μόνο σε έναν βαθμό, διότι όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ολοκλήρωσης μεταξύ των οικονομιών, τόσο περισσότερο θα τείνουν να εξειδικεύονται σε διαφορετικούς κλάδους (κάτι που δεν είναι πάντα αρνητικό).
  • να παρατηρούνται παρόμοιοι οικονομικοί (ή επιχειρηματικοί) κύκλοι. Δηλαδή, να υπάρχει σε μεγάλο βαθμό συγχρονισμός και συσχετισμός των οικονομικών διακυμάνσεων, ώστε να εφαρμόζεται μια αποτελεσματική νομισματική πολιτική για όλα τα κράτη της ένωσης.
  • να υπάρχει οικονομική ευελιξία στην περιοχή, δηλαδή υψηλή κινητικότητα κεφαλαίου και εργασίας, καθώς και ευελιξία τιμών και μισθών, με τις ροές και τις διακυμάνσεις, αντίστοιχα, να ορίζονται από τον μηχανισμό της αγοράς (τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης), χωρίς πολλά εμπόδια. Έτσι, επιμερίζονται οι οικονομικές αναταραχές εντός της νομισματικής ένωσης, αφού οι πόροι (κεφάλαιο και εργασία) ρέουν από τις αγορές με χαμηλό οριακό προϊόν (=το κάθε επιπλέον προϊόν που μπορεί να παραχθεί με την αύξηση μίας μονάδας ενός συντελεστή παραγωγής) σε αυτές που παρουσιάζουν μεγαλύτερο.
  • να υπάρχει μια κοινή δημοσιονομική αρχή που θα κατανέμει τους πόρους κατάλληλα μεταξύ των οικονομιών (από αυτές που έχουν πλεόνασμα σε αυτές που έχουν καθίζηση ή στασιμότητα).

Παράλληλα με αυτά τα κριτήρια, αρκετοί οικονομολόγοι, βάσει και της πιο σύγχρονης εμπειρίας, δύο ακόμα παράμετροι επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της νομισματικής περιοχής. Το πρώτο είναι ο βαθμός ομοιομορφίας των οικονομικών δομών, καθώς επηρεάζει την εμφάνιση των ασύμμετρων διαταραχών. Σε περίπτωση ύπαρξης ανόμοιων οικονομιών σε μια ένωση, απαιτούνται (αναπόφευκτα) περισσότερες διακριτικές παρεμβάσεις από τις δημοσιονομικές αρχές, ώστε να μειωθεί το κόστος του κοινού νομίσματος (ή των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών). Το δεύτερο είναι η τραπεζική ένωση, που αφορά τον βαθμό κοινής ρύθμισης, εποπτείας και αξιολόγησης του τραπεζικού συστήματος της νομισματικής περιοχής.

Συνοψίζοντας, παραπάνω παρουσιάσαμε και συγκρίναμε, συνοπτικά, τα κύρια συστήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών και αναφέραμε τις απαιτούμενες συνθήκες για την ύπαρξη μιας άριστης νομισματικής περιοχής, στην οποία θα μπορούσαν να έχουν πολύ θετικό αντίκτυπο οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες ή η υιοθέτηση κοινού νομίσματος μεταξύ των οικονομιών της περιοχής. Σε επόμενο άρθρο, θα αναλύσουμε τη μελέτη περίπτωσης της Ευρωζώνης και θα τη συγκρίνουμε με αυτήν των Η.Π.Α.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Andrew B. Abel, Ben S. Bernanke, Dean Croushore, Μακροοικονομική, 3η έκδοση, Εκδόσεις Κριτική, 2017
  • Paul R. Krugman, Maurice Obstfeld, Marc J. Melitz, Διεθνής Οικονομική: Θεωρία και Πολιτική, 4η βελτιωμένη έκδοση, Εκδόσεις Κριτική, 2016
  • Optimal Currency Area (OCA) Definition & Criteria, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.