22.6 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ λειτουργία του εννόμου συμφέροντος στην ακυρωτική δίκη: Tο παράδειγμα της ΣτΕ...

Η λειτουργία του εννόμου συμφέροντος στην ακυρωτική δίκη: Tο παράδειγμα της ΣτΕ 2046/2022


Του Νίκου Αντωνάκη,

Η ακυρωτική δίκη που αρχίζει με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 95 παράγραφος 1 στοιχείο α’ του Συντάγματος) ή, σπανιότερα, του Διοικητικού Εφετείου (άρθρο 1 και επόμενα του νόμου 702/1977) αποτελεί, κατά παραδοχή, τη σπουδαιότερη διαδικασία ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και συνεπάγεται τόσο, και κατά μείζονα λόγο, την προστασία των συμφερόντων των ιδιωτών που δικαιούνται να την ασκήσουν, όσο και την τήρηση της νομιμότητας εκ μέρους της διοικήσεως. Λόγω, μάλιστα, του «καθολικού χαρακτήρα» της αιτήσεως ακυρώσεως, με την έννοια ότι κάθε «εκτελεστή πράξη των διοικητικών αρχών» (άρθρο 45 Π.Δ. 18/1989) προσβάλλεται παραδεκτώς με αυτήν, πλην τυχόν πρόβλεψης προσφυγής ουσίας για ειδικές κατηγορίες πράξεων και της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 95 του Συντάγματος), δεν είναι λίγες οι φορές που εισάγονται ενώπιον του Ακυρωτικού ως ακυρωτικές διαφορές πολύκροτες υποθέσεις που απασχολούν την ελληνική κοινή γνώμη.

Μια τέτοια, κατά γενική ομολογία, πολύκροτη υπόθεση συνιστούσε και η θεσμοθέτηση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας (ΟΠΠΙ) εντός των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, την νομιμότητα της οποίας (κατ’ ακριβολογία, των κανονιστικών, και εν συνεχεία ατομικών, πράξεων που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου που την προβλέπει) κλήθηκε να εξετάσει η ΣτΕ 2046/2022. Το ενδιαφέρον της απόφασης αυτής, πέραν της τοποθέτησης του Δικαστηρίου επί ζητημάτων συνταγματικού δικαίου (και συγκεκριμένα, τη συμβατότητα του νόμου 4777/2021 με την ακαδημαϊκή ελευθερία και την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ), εντοπίζεται και σε ένα ακόμη σπουδαίο σημείο: τη λειτουργία του εννόμου συμφέροντος στην ακυρωτική δίκη.

Πηγή εικόνας: Eurokinissi/ Δικαιώματα χρήσης: Τατιάνα Μπόλαρη

Το έννομο συμφέρον θεσμοθετείται στο άρθρο 47 του Π.Δ. 18/1989 και αποτελεί υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, στόχος δε της θεσπίσεως του είναι να μην μετατρέπεται η αίτηση ακυρώσεως σε λαϊκή αγωγή, με την έννοια ότι καθένας, απλώς και μόνο λόγω της ιδιότητάς του ως πολίτης που ενδιαφέρεται για την τήρηση της αρχής της νομιμότητας της Διοικήσεως, μπορεί να προσβάλλει κάθε εκτελεστή διοικητική πράξη. Η απαίτηση μάλιστα του εννόμου συμφέροντος καταδεικνύει, όπως πολύ ορθά παρατηρείται, ότι πρωταρχικός στόχος της διοικητικής δίκης δεν είναι ο έλεγχος της Διοικήσεως ως προς τη νομιμότητα ή μη της δράσης της, αλλά η προάσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων. Και, εννοείται, συμφέρον δεν έχει ο οποιοσδήποτε, αλλά μόνο αυτός, ο οποίος είτε είναι ο άμεσος αποδέκτης της επίμαχης πράξης, ή τουλάχιστον τρίτος, ο οποίος όμως θίγεται στα δικαιώματα ή έννομά του συμφέροντα άμεσα ή έμμεσα και τούτο οφείλεται αιτιακά στην έκδοση δυσμενούς για αυτόν πράξεως.

Περαιτέρω, το συμφέρον πρέπει να είναι έννομο ή τουλάχιστον ηθικό, να προστατεύεται δηλαδή από τον νόμο και, κυρίως, να μην αντίκειται στην καλή πίστη, γενική αρχή διαπνέουσα όλους τους κλάδους του δικαίου. Πάντως, κατά ορθή και πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αίτηση ακυρώσεως δεν καθίσταται απαράδεκτη (λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος) από μόνο το γεγονός ότι κάποιος παρενέβη διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Εξάλλου, απαιτείται η ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, αφού άλλως δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε περί προστασίας των ιδιωτών, με την έννοια ότι αυτό πρέπει να υφίσταται τόσο κατά την έκδοση της επίμαχης πράξεως και το χρόνο της ασκήσεως αίτησης ακύρωσης, όσο όμως και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

Έτσι, προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση ότι προκειμένου να ασκείται παραδεκτά αίτηση ακυρώσεως κατά εκτελεστής πράξης της Διοικήσεως πρέπει, μεταξύ άλλων, να υπάρχει συμφέρον: α) έννομο, β) προσωπικό, γ) άμεσο, και, δ) ενεστώς. Αν έστω και μία από αυτές τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, εκλείψει, τότε η αίτηση ακυρώσεως ασκείται απαράδεκτα και απορρίπτεται για τυπικό λόγο, εξεταζόμενο μάλιστα και αυτεπαγγέλτως.

Πηγή εικόνας: pexels.com/ Δικαιώματα χρήσης: sora shimazaki

Ακριβώς το στοιχείο του προσωπικού δεσμού των αιτούντων, μεταξύ άλλων φοιτητών και νομικών προσώπων σωματειακού, κυρίως, χαρακτήρα, με την επίμαχη κανονιστική πράξη (προκήρυξη για στελέχωση των ΟΠΠΙ: απόφαση 6000/2/6785-πε’/31-5-2021 του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας που εκδόθηκε δυνάμει των εξουσιοδοτικών διατάξεων του νόμου 4777/2021) αμφισβητήθηκε από πλευράς του Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι για την ολοκλήρωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας απαιτείται ακόμη η έκδοση των ατομικών πράξεων πρόσληψης των αστυνομικών που θα στελέχωναν τις ΟΠΠΙ και άρα οι ενάγοντες στερούνται προσωπικού εννόμου συμφέροντος εν προκειμένω, λόγω ακριβώς της γενικής και αφηρημένης ρύθμισης που περιέχει μία κανονιστική πράξη, που χαρακτηρίζεται και ως νόμος υπό την ουσιαστική του έννοια.

Στον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο το Συμβούλιο της Επικρατείας ορθά απέρριψε ως αβάσιμο, το Ακυρωτικό ανταπάντησε ότι επειδή ακριβώς και οι κανονιστικές πράξεις είναι «εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών» (άρθρο 45 Π.Δ. 18/1989), και άρα, παραδεκτά προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του, καλυπτόμενες δε από το γενικό ακυρωτικό τεκμήριο του ΣτΕ, εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, με την έννοια ότι ο ιδιώτης δύναται να προστατευθεί και έναντι ουσιαστικών νόμων. Το έννομό του συμφέρον, δε, θεμελιώνεται ήδη στη δημοσίευση της επίμαχης πράξεως και η απαίτηση περί ενεστώτος και άμεσου συμφέροντος στη συγκεκριμένη περίπτωση δε σημαίνει την ύπαρξη βλάβης στο πρόσωπο του ενάγοντα (αφού εκ των προτέρων μια γενική και αφηρημένη ρύθμιση σπάνια προκαλεί η ίδια βλάβη) ήδη κατά την έκδοση της πράξης, αλλά, αντιθέτως απλώς την επίκληση ότι ο πρώτος «έχει ιδιότητα ή τελεί σε νομική κατάσταση, η οποία επηρεάζεται από τα επερχόμενα από την κανονιστική πράξη αποτελέσματα», τα οποία, καταλήγει το Δικαστήριο, επέρχονται κατά το συνήθως συμβαίνον με την έκδοση των ακόλουθων ατομικών πράξεων.

Αν κανείς δεχόταν ως βάσιμο τον ισχυρισμό του Δημοσίου, τότε θα οδηγείτο σε κατάφωρη παραβίαση των άρθρων 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος (δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία) και 45 του Π.Δ. 18/1989 (ακυρωτικός έλεγχος όλων των εκτελεστών διοικητικών πράξεων), αφού ουσιαστικά θα εξαιρούσε κάθε κανονιστική πράξη από τον ακυρωτικό έλεγχο, με την αιτιολογία της δήθεν ελλείψεως βλάβης στο πρόσωπο του ενάγοντα. Αλλά και εκτός αυτού, μία τέτοια άποψη θα παρέβλεπε και την πρακτική σκοπιμότητα του ζητήματος, αφού, αν στο μέλλον διαπιστωθεί η παρανομία μιας κανονιστικής πράξεως στο πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου της λόγω εμπρόθεσμης προσβολής ατομικής πράξεως στηριχθείσα στην τελευταία, και, άρα, η ακυρωσία της, τότε θα οδηγούμασταν σε αναπόφευκτη ακυρωσία και των εκδιδόμενων με βάση αυτή ατομικών πράξεων (εν προκειμένω της πράξης διορισμού των αστυνομικών που θα στελέχωναν τις ΟΠΠΙ).

Πηγή εικόνας: pexels.com/ Δικαιώματα χρήσης: brett sayles

Η άποψη δηλαδή που ακολουθεί παγίως η νομολογία του Ακυρωτικού και ενστερνίστηκε και η ΣτΕ 2046/2022 εξυπηρετεί ασφαλώς και την ασφάλεια του δικαίου. Τελικά, το Δικαστήριο δέχθηκε την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο των εναγόντων φοιτητών, λόγω προφανώς της ιδιότητας τους αυτής, αλλά και των νομικών προσώπων, λόγω συναφών προβλέψεων στο καταστατικό, έκρινε παραδεκτή την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης επί της ουσίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Πρόδρομος Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2014
  • Ευγενία Πρεβεδούρου, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, www.prevedourou.gr, διαθέσιμο εδώ     

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης
Νίκος Αντωνάκης
Φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.