18.8 C
Athens
Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑίτηση αναθεώρησης: Ένα ένδικο μέσο του διοικητικού δικονομικού δικαίου

Αίτηση αναθεώρησης: Ένα ένδικο μέσο του διοικητικού δικονομικού δικαίου


Της Εβελίνας Μάστουρα,

Όπως γνωρίζουμε, η ελληνική έννομη τάξη, δεν δέχεται τη διατήρηση ουσιαστικού δεδικασμένου που ερείδεται σε ανακριβή πραγματικά ή νομικά δεδομένα. Κατ’ απόκλιση, συνεπώς, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθιερώνεται η θέσπιση των ένδικων μέσων που αποβλέπουν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης. Σε αυτό το πλαίσιο, αντικείμενο της παρούσης ανάλυσης θα αποτελέσει το ένδικο μέσο της αναθεώρησης, όπως αυτό καθιερώνεται στον ΚΔδικ και ασκείται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Αρχικά, ας σημειωθεί, ότι πρόκειται για ένα έκτακτο ένδικο μέσο, με την έννοια ότι ασκείται μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στον νόμο λόγους, που δεν αναπτύσσει ούτε ανασταλτικό (=η προθεσμία ασκήσεως ή και μόνη η άσκηση της αναθεώρησης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, εκτός αν ασκηθεί αίτηση αναστολής), ούτε μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (=η κρινόμενη υπόθεση δεν άγεται ενώπιον ιεραρχικά ανωτέρου δικαστηρίου).

Η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναθεωρήσεως παρέχεται στα άρθρα 101-105 του ΚΔδικ. Κατά το άρθρο 101:
«Σε αναθεώρηση υπόκεινται μόνο τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις». Ως εκ τούτου καθίσταται σαφές, ότι η τελεσιδικία της βαλλόμενης με αίτηση αναθεώρησης απόφασης, μπορεί να οφείλεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) να μην έχει ασκηθεί κατά αυτής έφεση ή/και β) να έχει ασκηθεί και η τελευταία να έχει απορριφθεί είτε ως απαράδεκτη είτε ως αβάσιμη.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα χρήσης: mohamed hassan

Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι αποκλείονται από τη δυνατότητα αναθεώρησης, οι αμετάκλητες αποφάσεις. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, δεν αποκλείεται η άσκηση αναθεώρησης κατά τελεσίδικων αποφάσεων, κατά των οποίων ασκήθηκε και απορρίφθηκε αίτηση αναιρέσεως, καθώς η κατ’ αναίρεση κρίση στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά βεβαιώνονται στην τελεσίδικη απόφαση, την ανατροπή των οποίων επιδιώκει η ratio του θεσμού της αναθεώρησης. Εκ του αντιθέτου, αν η απόφαση δύναται να προσβληθεί με έφεση ή ανακοπή ερημοδικίας, παρέλκει η άσκηση αναθεώρησης. Το ίδιο ισχύει και όταν κάποιος λόγος αναθεωρήσεως συνιστά παραδεκτό λόγο εφέσεως.

Για την ενεργητική νομιμοποίηση των δικαιούμενων σε άσκηση αναθεώρησης προσώπων, το άρθρο 102 ορίζει τα εξής: «§1. Δικαίωμα να ασκήσουν αίτηση αναθεώρησης έχουν όσοι διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον έχουν έννομο προς τούτο συμφέρον».

Εν συνεχεία στο άρθρο 102 παρ. 2, θεσπίζεται μια ρητή εξαίρεση από την «αρχή της άπαξ ασκήσεως των ένδικων μέσων», μιας θεμελιώδους αρχής που διαπνέει το σύστημα του ελληνικού διοικητικού δικονομικού δικαίου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αιτήσεως αναθεωρήσεως από το ίδιο πρόσωπο ακόμη και κατά του ίδιου κεφαλαίου της αποφάσεως, εφόσον προκύψουν νέοι λόγοι αναθεωρήσεως.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 103, στο οποίο ορίζονται περιοριστικά οι λόγοι αναθεώρησης, χωρίς να γίνεται καταρχήν δυνατή η διεύρυνση τους μέσω ερμηνείας. Ο πρώτος λόγος αναθεωρήσεως, αφορά προσβαλλόμενη απόφαση που στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή ψευδή δήλωση διαδίκου ή σε ψευδή έκθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, εφόσον το ψεύδος αποδεικνύεται από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Σε όλες τις περιπτώσεις, προκειμένου να καταφάσκεται το παραδεκτό του εξεταζόμενου λόγου αναθεωρήσεως, αρκεί η τέλεση της σχετικής αξιόποινης πράξης, πρέπει, δηλαδή, να πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του εκάστοτε εγκλήματος (π.χ. ΠΚ 224, ΠΚ 225). Δεν απαιτείται, έτσι, η επιβολή κάποιας κυρώσεως κατά του αδικήσαντος, ούτε ενδιαφέρει αν ο τελευταίος έχει απαλλαγεί λόγω έλλειψης υπαιτιότητας, ικανότητας προς καταλογισμό ή λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης.

Ακολούθως, δύναται να ασκηθεί αναθεώρηση, αν μετά την έκδοση της απόφασης περιήλθαν σε γνώση του διαδίκου που ζητά την αναθεώρηση κρίσιμα έγγραφα, τα οποία υπήρχαν πριν τη δίκη, αλλά αυτός αγνοούσε την ύπαρξή τους. Για να τεθεί σε εφαρμογή η διάταξη απαιτείται άγνοια του περιεχομένου του εγγράφου, ενώ η ίδια η κατοχή θεμελιώνει (αμάχητο, που de lege ferenda θα έπρεπε να είναι μαχητό) τεκμήριο γνώσης του περιεχομένου του επίμαχου εγγράφου. Πάρα ταύτα, δεχόμενοι τις επιρροές της σύγχρονης μεθοδολογίας του δικαίου, θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια «χαλάρωση» του κανόνα «singularia non sunt extendeda», προσεγγίζοντας τον κανόνα περισσότερο ως μια ερμηνευτική κατεύθυνση, παρά ως μια αυστηρή επιταγή, ανεπίδεκτη εξαιρέσεως.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα χρήσης: william cho

Έτσι, λοιπόν, ανά την περίπτωση μπορεί να γίνει δεκτή η διασταλτική ή αναλογική εφαρμογή λόγων αναθεωρήσεων. Ως εκ τούτου, στην κατηγορία των νέων κρίσιμων εγγράφων θα υπαχθεί ο διάδικος που γνώριζε την ύπαρξη των εγγράφων και όχι το περιεχόμενό τους, ο διάδικος που γνώριζε από άλλα έγγραφα το κρίσιμο γεγονός, αλλά έλαβε ακριβή γνώση με το νέο έγγραφο, ο διάδικος που παρά τη γνώση του για την ύπαρξη του εγγράφου δεν το έλαβε στην κατοχή του από λόγους ανωτέρας βίας και τέλος ο διάδικος που έλαβε στην κατοχή του το νέο έγγραφο μετά την τελευταία συζήτηση, αλλά πριν την έκδοση της αποφάσεως. Τονίζεται, η σημασία της κρισιμότητας του εγγράφου, κατά τρόπο, ώστε να επηρεάζεται ο υπαγωγικός συλλογισμός του διατακτικού της αποφάσεως.

Ο τρίτος και τελευταίος λόγος αναθεώρησης θεμελιώνεται επί τη βάσει απόφασης πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετακλήτως μετά την τελευταία συζήτηση και πάνω στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται. Η συγκεκριμένη απόφαση-έρεισμα θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κρινόμενη διοικητική διαφορά. Αρκεί απλή συνεκτίμησή της για την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, ενώ η διάταξη εφαρμόζεται ακόμη και αν η απόφαση-έρεισμα έχει εκδοθεί από αναρμόδιο δικαστήριο.

Η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναθεώρησης είναι εξήντα (60) ημερών και αρχίζει:

α) στις περιπτώσεις της ψευδούς κατάθεσης (και λοιπά) και της ανατροπής αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, αφότου καταστεί αμετάκλητη η σχετική δικαστική απόφαση, ενώ

β) στην περίπτωση νέων κρίσιμων εγγράφων, αφότου τα κρίσιμα έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή εκείνου που ζητά την αναθεώρηση.

Σε κάθε περίπτωση, αν τα ανωτέρω γεγονότα συντελέστηκαν πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προθεσμία της αίτησης αναθεώρησης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Πάνος Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2018

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εβελίνα Μάστουρα
Εβελίνα Μάστουρα
Είναι τελειόφοιτη Νομικής. Είναι αρκετά ευαισθητοποιημένη σε θέματα της επικαιρότητας που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ αγαπημένοι τομείς δικαίου αποτελούν το ιδιωτικό και δημόσιο διεθνές δίκαιο, με εστίαση στο μεταναστευτικό δίκαιο. Αγαπά την εκμάθηση ξένων γλωσσών, καθώς γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κινηματογράφο και τη μουσική.