14.2 C
Athens
Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο δικηγορικό ασυμβίβαστο

Το δικηγορικό ασυμβίβαστο


Της Δήμητρας Ιωακείμοβιτς,

Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Ασκεί ελεύθερο επάγγελμα, με βασικό στοιχείο την εμπιστοσύνη που διέπει τη σχέση με τον εντολέα του. Για τις υπηρεσίες που παρέχει, ανεξάρτητα από το αν αυτές αποτελούν δικαστική ή συμβουλευτική ενέργεια, αμείβεται είτε ανά υπόθεση είτε με πάγια αμοιβή. Ωστόσο, αξίζει να τονίσουμε εξαρχής ότι η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος δεν συνιστά εμπορική δραστηριότητα, για τον λόγο ότι αποτελεί δημόσιο λειτούργημα, με θεμελιώδη σημασία για την υποστήριξη και ενίσχυση της δράσης του δικαστικού σώματος.

Εντούτοις, η δικηγορική ιδιότητα οφείλει να υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι καθορίζονται στον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013). Οι περιορισμοί αυτοί, τα λεγόμενα ασυμβίβαστα, νομιμοποιούνται από το κράτος, προκειμένου να προστατευθεί η ακεραιότητα του επαγγέλματος και να μην υπονομευθεί η αξία ενός τέτοιου είδους λειτουργήματος, ύψιστης σημασίας για το κράτος δικαίου. Ως αποτέλεσμα, ο δικηγόρος στην Ελλάδα περιορίζει την δραστηριότητά του σε συναφείς ενέργειες με την επιστήμη του. Η παράβαση του συγκεκριμένου νομοθετήματος οδηγεί στην απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: CQF-Avocat

Στο ελληνικό δίκαιο, προκειμένου κάποιος να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή απαιτείται να μη συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιο κώλυμα από αυτά που αναφέρονται ρητά στην παρ. 6 του ν. 4194/2013, το οποίο αποτελεί και το πρώτο ασυμβίβαστο που θίγεται στον Κώδικα Δικηγόρων. Αρχικά, ορίζεται ότι ο υποψήφιος δικηγόρος πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης άλλου κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάτοχος πτυχίου Νομικής Σχολής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην Ελλάδα ή ισότιμου και αντίστοιχου πτυχίου άλλης χώρας, αναγνωρισμένου από τις ελληνικές διατάξεις. Άλλωστε, αυτή συνιστά τη βασική προϋπόθεση ενός νομικού, καθώς αποτελεί την πηγή των γνώσεων του και πιστοποιεί την ιδιότητά του.

Πέραν της ελληνικής ιθαγένειας, βασικό κριτήριο είναι ο δικηγόρος να μην έχει καταδικαστεί για κακουργηματικές πράξεις ή εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, της περιουσίας και των υπομνημάτων, καθώς και να μην έχει αποστερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Ειδικότερα, κάθε κακούργημα  ή κακουργηματική πράξη που τελείται από δικηγόρο αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα και η καταδίκη του είναι ασυμβίβαστη με το λειτούργημα του δικηγόρου. Ο νομοθέτης με αυτό τον περιορισμό αποσκοπεί στη διαφύλαξη του δικηγόρου από πράξεις που θίγουν το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος.

Επιπλέον, αξίζει να τονίσουμε την καθοριστική σημασία που έχει η δικαιοπρακτική ικανότητα του δικηγόρου, η οποία, αν περιοριστεί, οδηγεί στην απώλεια της ιδιότητάς του. Επομένως, είναι σημαντικό να μην έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική κατά τις ανάλογες διατάξεις του Αστικού Κώδικα και συγκεκριμένα του άρθρου 1676. Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό κώλυμα σχετιζόμενο με την θρησκεία είναι η ιδιότητα του κληρικού ή του μοναχού. Κατά τους κανόνες του Εκκλησιαστικού Δικαίου απαγορεύεται μέλος του κλήρου να ασκεί οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα.

Ανεξάρτητα από τα κωλύματα που απαγορεύουν εξαρχής την απόκτηση της δικηγορικής ιδιότητας, ζήτημα προκύπτει και στην περίπτωση όπου ο δικηγόρος απασχολείται στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Τα δικηγορικά ασυμβίβαστα συνιστούν απαγορεύσεις, που επιβάλλονται σε όσους ασκούν παράλληλα με το εν λόγω επάγγελμα, κάποιο άλλο που δεν επιτρέπει την άσκηση της δικηγορίας. Συνεπώς, από τον Κώδικα των Δικηγόρων συνάγεται ότι ο διορισμός ή η κατοχή οποιασδήποτε έμμισθης θέσης με σύμβαση εργασίας του δικηγόρου με φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια, δικαστική ή δημοτική υπηρεσία νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και με Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οδηγεί στην αυτοδίκαιη αποβολή του – με την επιφύλαξη πάντα του άρθρου 31 του Δικηγορικού Κώδικα. Αιτία της διάταξης αυτής φαίνεται να είναι η προσπάθεια του νομοθέτη για αποφυγή ενδεχόμενων συγκρούσεων δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων.

Πρέπει να προστεθεί στα ανωτέρω, ότι η απαγόρευση εκτείνεται και σε πρόσωπα που παράλληλα ασκούν εμπορική-κερδοσκοπική δραστηριότητα. Ειδικότερα, ο περιορισμός αυτός αναφέρεται στην κατ΄ επάγγελμα άσκηση εμπορικής δραστηριότητας ή ακόμη και στην ευκαιριακή διενέργεια εμπορικών πράξεων, με σκοπό, βέβαια, πάντα το κέρδος. Επομένως, σύμφωνα με τον ν. 4194/2013 παρ. 1, όποιος αποκτά εμπορική ιδιότητα βάσει του εμπορικού νόμου ή ασκεί έργα ή καθήκοντα διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου, διοικητή, διαχειριστή ή εκπροσώπου σε οποιαδήποτε εμπορική εταιρεία, απόλλυται αυτοδικαίως η ιδιότητά του ως δικηγόρος και διαγράφεται από τον Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο είναι εγγεγραμμένος.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: succo

Πιο συγκεκριμένα, ο δικηγόρος απαγορεύεται να ασκεί άλλο επάγγελμα, και ειδικότερα της μεσιτείας και της εμπορίας ή άλλης δραστηριότητας που δεν συνάδει με την ιδιότητα του δικηγόρου, όπως ήδη αναφέρθηκε. Αυτή η κατάσταση δικαιολογείται λόγω της αποφυγής περισπασμών και πειρασμών από παράνομους ιδιοτελείς σκοπούς, που επιδιώκει ο νομοθέτης, ή απλώς και μόνο για λόγους αυξημένης αξιοπρέπειας, σε περίπτωση σύγκρουσης προσωπικών συμφερόντων που είναι πιθανό να τον αποσπάσουν από την προσήλωση στο γράμμα του νόμου.

Παρόλα αυτά, το δικηγορικό ασυμβίβαστο δεν έχει απεριόριστη ισχύ και έκταση. Ο κάθε δικηγόρος δύναται να ασκεί το επάγγελμά του ελεύθερα, υπό την αιγίδα βέβαια των κανόνων δεοντολογίας και άλλων ειδικών διατάξεων που ορίζουν, για παράδειγμα, τα ελάχιστα ποσοστά που μπορεί να απαιτήσει για την αμοιβή του. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 4194/2013, είναι δικαίωμα του δικηγόρου, βέβαια ύστερα από ενημέρωση του οικείου συλλόγου, να διδάσκει μαθήματα με νομικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό ή άλλης επιστήμης περιεχόμενο, καθώς και να παρέχει ερευνητικές υπηρεσίες σε οποιονδήποτε ερευνητικό φορέα ή υπηρεσία επιθυμεί. Παράλληλα, η δραστηριοποίηση σε δημοσιογραφικές ενέργειες, η ενασχόληση με τις τέχνες και τον πολιτισμό και η συγγραφή συγγραμμάτων δεν απαγορεύονται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 εδ. δ΄ του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων.

Συνοψίζοντας, ύστερα από μια σύντομη παράθεση των ασυμβίβαστων των δικηγόρων, εφόσον αυτά συντρέχουν, αποκλείουν τη δυνατότητα διορισμού του κωλυόμενου προσώπου ως δικηγόρου, βάσει των διατάξεων του Δικηγορικού Κώδικα ή σε κάθε περίπτωση επιφέρουν την απώλεια της ιδιότητάς του και την διαγραφή του από τον δικηγορικό σύλλογο που ανήκει. Όσα αναλύθηκαν παραπάνω, είναι απόρροια μίας προσπάθειας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος, το δικηγορικό επάγγελμα να καταλήξει πάρεργο. Αδιαμφισβήτητα, επιδιώκεται να τονισθεί ο λειτουργηματικός χαρακτήρας του επαγγέλματος του δικηγόρου και η πίστη στην έντιμη και αξιοπρεπή άσκησή του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Kώδικας Δικηγόρων (ν. 4194/2013)
  • Ευάγγελος Εμμ. Περάκης, Νικόλαος Κ. Ρόκας, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου – Αξιόγραφα, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Ιωακείμοβιτς
Δήμητρα Ιωακείμοβιτς
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2004 και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτήτρια στη Νομική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κάνει πρακτική σε δικηγορική εταιρεία και στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να τον αξιοποιεί διαβάζοντας για την επικαιρότητα και την πολιτική.