18.7 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός"A short film about killing" (1988): Φιλοσοφικοί προβληματισμοί γύρω από τη δολοφονία...

“A short film about killing” (1988): Φιλοσοφικοί προβληματισμοί γύρω από τη δολοφονία και τη θανατική ποινή


Της Ιωάννας Λογάρου, 

Το 1988, ο Krzysztof Kieslowski παρουσίασε τον Δεκάλογο, μια τηλεοπτική σειρά που προσέφερε σύγχρονες προσαρμογές των δέκα εντολών. Σαν μια παραδοσιακή παραβολή, η σειρά προσπαθούσε να εκπαιδεύσει το κοινό μέσα από τα ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα που αντιμετώπιζαν οι πρωταγωνιστές της. Το πέμπτο επεισόδιο του δεκαλόγου, που αφορά την εντολή «Ου φονεύσεις» έχει παρόμοια πλοκή και ήρωες με την ταινία “A short film about killing”. Στη διευρυμένη, λοιπόν, εκδοχή του πέμπτου επεισοδίου του δεκαλόγου παρατηρούμε τρεις χαρακτήρες χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ τους να ζουν στη Βαρσοβία. Επικεντρωνόμαστε στον ιδεαλιστή νεαρό δικηγόρο Piotr (ο οποίος γιορτάζει την επιτυχία του στις εξετάσεις του), έναν μισάνθρωπο οδηγό ταξί και τον Jacek, έναν σκυθρωπό νεαρό περιπλανώμενο που παλεύει με την κατάθλιψη και την επιθετικότητα. Οι τρεις χαρακτήρες ξεκινούν να περιπλέκονται μεταξύ τους όταν ο Jacek δολοφονεί βάναυσα τον ταξιτζή σε μια παράλογη πράξη βίας και στη συνέχεια υπερασπίζεται νομικά από τον Piotr.

Ο αργός ρυθμός της ταινίας μας καθηλώνει και μας παρακινεί να αναρωτηθούμε ποιος από τους τρεις άραγε θα σκοτωθεί, μιας και από τον τίτλο της ταινίας είμαστε προϊδεασμένοι ότι για κάποιον θα επέλθει ο θάνατος. Η συνεχής αδράνεια δημιουργεί αισθητή ένταση, προκαλώντας μια ανησυχία και μια επιθυμία για εκτόνωση. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας η δολοφονία αργεί να εμφανιστεί, δίνοντάς μας την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά.

Η μακάβρια ατμόσφαιρα γίνεται αισθητή από την αρχή της ταινίας, καθώς προβάλλεται ένας νεκρός αρουραίος σε λασπώδη νερά που στροβιλίζονται στον δρόμο, ενώ παιδιά τρέχουν φοβισμένα μακριά από μια νεκρή γάτα που αιωρείται από μια θηλιά στον άνεμο. Επιπλέον, το πράσινο φίλτρο που επικρατεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν είναι διόλου τυχαία επιλογή εκ μέρους του κινηματογραφιστή Sławomir Idziak, μιας και περιορίζεται η ορατότητα του θεατή. Στο βιβλίο Kieslowski on Kieslowski, ο σκηνοθέτης υποστηρίζει: «Αν βάλεις ένα πράσινο φίλτρο στην κάμερα, ο κόσμος γίνεται πολύ πιο σκληρός, θαμπός και άδειος».

Πηγή Εικόνας: the-take.com

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γίνεται αντιληπτή η καθημερινότητα των τριών ανθρώπων. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε τον ταξιτζή να πλένει με επιμέλεια το αυτοκίνητό του, απορρίπτοντας ακόμα και πελατεία για να ολοκληρώσει το κουραστικό έργο του γυαλίσματος. Η ψυχρότητα που τον διακατέχει είναι προφανής ακόμα και όταν κορνάρει σε σκυλιά και γελάει αφού τα έχει τρομάξει. Ωστόσο, φαίνεται να αισθάνεται αυτοπεποίθηση και να αναγνωρίζει τη δυναμική του ως οδηγός. Έπειτα, ο Jacek εμφανίζεται ως ένας απόμακρος νέος που εσκεμμένα προκαλεί ατυχήματα στον δρόμο χωρίς να γίνεται εμφανής ο σκοπός του. Λέει ψέματα και κινείται μυστήρια, προκαλώντας μας μια ανησυχία για το τι μπορεί να σκέφτεται. Τέλος, ένας δικηγόρος, ο Piotr επιτυγχάνει στις εξετάσεις του και είναι έτοιμος να ασκήσει το επάγγελμα εφοδιασμένος με τις προσωπικές του αρετές και προσδοκίες. Η δολοφονία του ταξιτζή γίνεται βασανιστικά, όσο μεταφέρει στο ταξί τον Jacek.

Ωστόσο, ο Jacek δεν φαίνεται να αποκτά ευχαρίστηση μέσω της αποτρόπαιης αυτής πράξης του. Καθώς συλλαμβάνεται, ο Piotr αναλαμβάνει να τον υπερασπιστεί, όμως κρίνεται ένοχος και αποφασίζεται να εκτελεστεί. Λίγο πριν εκτελεστεί, ο Jacek εκμυστηρεύεται στον δικηγόρο τον σοβαρό αντίκτυπο του θανάτου της αδελφής του, που τη χτύπησε ένα τρακτέρ (τότε αντιλαμβανόμαστε γιατί ο Jacek εκδηλώνει μία απέχθεια για τα αυτοκίνητα και κατ’ επέκταση για τους οδηγούς). Μαθαίνουμε, λοιπόν, ένα κομμάτι του παρελθόντος του Jacek δίχως αυτό να σημαίνει πως δικαιολογούνται οι πράξεις του. Ωστόσο, στη σκηνή της εκτέλεσης, τόσο ο Piotr, συντετριμμένος από την ωμή πραγματικότητα που αντικρίζει, όσο και ο Jacek αρνούνται να έρθουν αντιμέτωποι με τον θάνατο. Ο θεατής αισθάνεται οργή και απελπισία, γιατί η μόνη λύτρωση που λαμβάνουμε ως θεατές επέρχεται με τον θάνατο.

Η αναπόφευκτη καταδίκη του Jacek δεν αναλύεται περαιτέρω, καθώς ο Kieslowski συγκρίνει την παρορμητική, βίαιη δολοφονία ενός ατόμου με την ψυχρή, υπολογισμένη δολοφονία-εκτέλεση από το κράτος. Το αποτέλεσμα είναι μια αγωνιώδης, δίπρακτη προσέγγιση της αδιαχώριστης και άρρωστης σχέσης μεταξύ μεμονωμένων βίαιων πράξεων και εκείνων που επιβάλλονται από κυβερνητικά συστήματα, μεταξύ των δολοφόνων που κρύβονται πίσω από τη θεσμική ανωνυμία και αυτών που δεν μπορούν να κρυφτούν από την αστυνομία.

Τα τελευταία λεπτά αποτελούν ίσως τον πυρήνα της σκέψης του σκηνοθέτη, ο οποίος υποστηρίζει: Its wrong no matter why you kill, no matter whom you kill, no matter who does the killing.

Πηγή Εικόνας: assets.mubicdn.net

Το μάθημα που παίρνουμε εδώ είναι το «Ου φονεύσεις», όχι μόνο επειδή έχουμε γίνει μάρτυρες της τρομακτικής πραγματικότητας του θανάτου, αλλά παράλληλα, μέσω της προληπτικής λαχτάρας μας για βία, το κοινό είναι συνένοχο. Η επακόλουθη άρνηση μας αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα της αποστολής του Kieslowski.

Ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους διανοούμενους του 20ού αιώνα, ο Μισέλ Φουκώ, έχει εκφράσει τις απόψεις του γύρω από τη θανατική ποινή. Αρχικά, ο Φουκώ πίστευε ότι αναφορές στη λογική, την ανθρώπινη φύση, τη θεότητα και άλλα ανώτερα ιδανικά αποσκοπούν στη νομιμοποίηση θεσμών καταπίεσης και κυριαρχίας. Αντίθετα με τον Χέγκελ, θεωρούσε το όραμά του για την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού και της κοινωνίας απολογία για τα χιλιάδες χρόνια πόνου και βαρβαρότητας.

Για τον Φουκώ οι τιμωρίες λειτουργούσαν ως είδος διαδραστικού δημόσιου θεάματος και χρησίμευαν στο να υπονομεύουν ενεργά το κράτος, κάτι που δεν συνέβαλε στην εξύψωση της αξίωσής του για ορθολογική νομιμότητα.

Συγκεκριμένα, εξέφρασε την εξής ιδέα: «Ήταν σαν να πίστευαν ότι η τιμωρία έπρεπε να εξισωθεί, αν όχι να ξεπεράσει σε αγριότητα το ίδιο το έγκλημα, να συνηθίσει τους θεατές σε μια αγριότητα από την οποία ήθελε κανείς να τους αποσπάσει, να τους δείξει τη συχνότητα του εγκλήματος, να κάνει τον δήμιο να μοιάζει με εγκληματία, να κρίνει δολοφόνους, να αντιστρέψει τους ρόλους την τελευταία στιγμή, να κάνει τον βασανισμένο εγκληματία αντικείμενο οίκτου ή θαυμασμού… μπορεί να ειπωθεί ότι η πρακτική της δημόσιας εκτέλεσης στοίχειωσε το ποινικό μας σύστημα για μεγάλο χρονικό διάστημα και εξακολουθεί να το στοιχειώνει ακόμη και σήμερα».

Μάλιστα, είναι τόσο έντονο και βαθύ το μέγεθος της δημόσιας στοργής, του οίκτου και της συμπάθειας για τον εκτελούμενο εγκληματία, που έτσι ανάγκασε την τιμωρία κάθε είδους να βγει από το προσκήνιο και να μεταφερθεί στα υπόγεια βάθη του σωφρονιστικού – βιομηχανικού συμπλέγματος.

Πηγή Εικόνας: hrclairvoyant.files.wordpress.com

Σε ένα από τα βιβλία του, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, ο Φουκώ παρείχε μια κατεξοχήν επίδειξη του εξελισσόμενου σκοπού της τιμωρίας και της λεγόμενης «δικαιοσύνης» κατά τα επόμενα εκατοντάδες χρόνια. Στήριζε πως η δικαιοσύνη δεν είχε μόνο χαρακτήρα εκδικητικό, αλλά στο μεγαλύτερο  μέρος της αποτελούσε ένα θέαμα κυρίαρχης εξουσίας που εξελίχθηκε σε ρύθμιση της ανθρώπινης «βιοεξουσίας», όπως το θέτει. Αντίστοιχα, λοιπόν, και η θανατική ποινή είναι απλώς ένα εργαλείο εξουσίας για τον Φουκώ. Θεωρεί ότι είναι ένα γεγονός της κοινωνικής ζωής και όχι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ορθολογικής κοινωνίας. Στην κοσμοθεωρία του Φουκώ, πέρα από μερικά βασικά χαρακτηριστικά, οι άνθρωποι είναι σχεδόν λευκές πλάκες που περιμένουν εντολές και χαράξεις, συμβατές με τον κυρίαρχο λόγο και την ιδεολογία της εποχής τους.

Συμπεραίνοντας λοιπόν, ο Φουκώ εναντιωνόταν έντονα στη θανατική ποινή και μεγάλο μέρος του έργου του μπορεί να διαβαστεί ως μια συμπονετική κραυγή υπέρ των καταπιεσμένων. Λίγο μετά την κατάργησή της στη Γαλλία, δήλωσε στο περιοδικό Libération: “The oldest grief in the world is dead in France. We must rejoice”.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Michel Foucault’s discipline & punish: the birth of the prison, warwick.ac.uk, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Λογάρου
Ιωάννα Λογάρου
Γεννήθηκε το 2003 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει Μοριακή Βιολογία και Γενετική στο Δ.Π.Θ. Μελλοντικά θα ήθελε να ασχοληθεί με την Κλινική Εμβρυολογία. Της αρέσουν τα βιβλία Φιλοσοφίας και ταινίες, καθώς αποτελούν έμπνευση για ό,τι γράφει. Αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Friedrich Nietzsche, ενώ σκηνοθέτης ο Charlie Kaufman.