23.2 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αρχή της αναγκαιότητας στο δικαίωμα της απεργίας

Η αρχή της αναγκαιότητας στο δικαίωμα της απεργίας


Της Κωνσταντίνας Λάμπου,

Στο Εργατικό Δίκαιο, αν εφαρμοστεί η αρχή της αναγκαιότητας, ανοίγει ο δρόμος ώστε να προχωρήσει ο έλεγχος, σχετικά με το αν το αγωνιστικό μέσο που έχει επιλεχθεί από την συνδικαλιστική οργάνωση, ήταν απαραίτητο να εφαρμοστεί, από άποψη είδους και δραστικότητας, για να οδηγήσει στον επιδιωκόμενο σκοπό της απεργίας. Μπορεί, μάλιστα, να διαφανεί πως αντί γι’ αυτό υπήρχαν άλλα πιο ήπια αγωνιστικά μέσα, που προσέφεραν εξίσου καλά αποτελέσματα. Κατά την άποψη της θεωρίας, ο συγκεκριμένος έλεγχος θα πρέπει να απορριφθεί και για πρακτικούς, αλλά και για νομικούς λόγους.

Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί, πως αν η αρχή της αναγκαιότητας, αποτελέσει κριτήριο, για να ελεγχθεί η απεργία, θα εμφανιστούν στην πορεία πολλές δυσκολίες και συνεπώς δεν είναι εφικτό να συναχθεί μια ορθώς τεκμηριωμένη κρίση, σχετικά με το πόσο κατάλληλο και αποτελεσματικό είναι ένα αγωνιστικό μέσο. Ένα επίσης πρόσφορο μέσο που συντείνει στην επίτευξη του σκοπού, είναι το να επιλεχθεί ένα λιγότερο επαχθές μέτρο για την αντίθετη πλευρά. Έτσι, διαφαίνεται πως δε γίνεται να εφαρμοστούν μέσα, ακόμα κι αν είναι πιο ήπια, εάν δε μπορούν να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Όμως, στο δίκαιο της απεργίας, κάθε φορά που υπάρχει συζήτηση, προκειμένου η αρχή της αναγκαιότητας να έχει εφαρμογή σε μία συγκεκριμένη περιοχή δικαίου, η παραπάνω προϋπόθεση για την προσφορότητα αν και είναι βασική, δε χρήζει της προσοχής που απαιτείται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μιας και υπάρχουν άλλα ηπιότερα μέτρα, σε περίπτωση που η συνδικαλιστική οργάνωση χρησιμοποιεί κάποιο μέσο, να χαρακτηρίζεται ως μη αναγκαίο. Μάλιστα, δεν υπάρχει καμία έρευνα, για το εάν αυτά τα πιο ήπια μέσα, μπορούν να ικανοποιήσουν τα απεργιακά αιτήματα.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα Χρήσης: FG Trade

Πέρα, όμως, από αυτό, δεν υπάρχει ένας ασφαλές τρόπος ώστε να υπάρξει διαπίστωση της αρχής της αναγκαιότητας. Επιπλέον, υπάρχει μια πληθώρα αστάθμητων παραγόντων, για τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής πρόβλεψη, σχετικά με τη βεβαίωση του αν το αγωνιστικό μέσο που επιλέχθηκε από την συνδικαλιστική οργάνωση, είναι στην πραγματικότητα απαραίτητο, κατά την τακτική της οργάνωσης. Το κυριότερο, βέβαια, είναι πως οι συγκεκριμένοι παράγοντες δεν έχουν καμία εξάρτηση από το πώς θα συμπεριφερθεί ο αντίπαλος, από το πόσο αυτός θα αντισταθεί, όσον αφορά την ικανοποίηση των αιτημάτων της απεργίας και αυτά η συνδικαλιστική οργάνωση ούτε μπορεί να γνωρίζει, ούτε και να εκτιμήσει εκ των προτέρων.

Όσο για το πρόσωπο που «συγκαθορίζει» σε ένα μεγάλο μέρος το πόσο κατάλληλο και αγωνιστικό είναι ένα μέσο, αυτό είναι ο αντίπαλος. Σωστά, λοιπόν, λέγεται πως μια εκτίμηση ex ante, η οποία προέρχεται από τη συνδικαλιστική οργάνωση της αναγκαιότητας του αγωνιστικού μέσου που η ίδια επέλεξε, δεν είναι εφικτή και ο μόνος τρόπος να πραγματοποιηθεί είναι μια κρίση εκ των υστέρων. Από την άλλη, σε περίπτωση που υπάρχει ex post κρίση από τρίτο πρόσωπο, όπως γίνεται για παράδειγμα από έναν δικαστή, όταν εκδικάζει αγωγή αποζημίωσης, εναντίον συνδικαλιστικής οργάνωσης, υποστηρίζοντας πως το συγκεκριμένο αποτέλεσμα που επιδιώκεται, θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω ηπιότερων μορφών αγωνιστικής δράσης, οι οποίες δε θα είχαν τόσο επαχθείς συνέπειες για τα πρόσωπα που θίγονται από την απεργία, τότε δεν θα επέτρεπε, εν ολίγοις στη συνδικαλιστική οργάνωση να προχωράει στην επιλογή περισσότερων δραστικών μορφών απεργιακού αγώνα.

Το παραπάνω θα συνέβαινε, επειδή θα υπήρχε ο φόβος, μη τυχόν οι ίδιες κριθούν, αργότερα παράνομες, έχοντας ως βάση στοιχεία που δεν μπορούσαν να εκτιμηθούν, αφού θα παραβιαζόταν η αρχή της αναλογικότητας και πιο συγκεκριμένα η αρχή της αναγκαιότητας. Εδώ, να σημειωθεί το γεγονός ότι, όποια συνδικαλιστική οργάνωση επιθυμούσε να έχει συμπεριφορά που θα αρμόζει στην αρχή της αναγκαιότητας, δε γίνεται να εκτιμηθεί επαρκώς, πριν ξεκινήσει η απεργία, αλλά και κατά διάρκεια αυτής, αν θα υπήρχαν μέσα, με το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά λιγότερο δυσμενή για την αντίθετη πλευρά. Με λίγα λόγια, όταν οι εργαζόμενοι ξεκινούν μια απεργία, πρέπει να σκέφτονται και την πιθανότητα, ο συγκεκριμένος απεργιακός αγώνας, να κριθεί εν τέλει, αν και δε βρήκαν επαρκή στοιχεία οι ίδιοι, ως μη νόμιμος.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα Χρήσης: Nadezhda Kurbatova

Καταληκτικά, βασική αρχή για την απεργία είναι η αρχή της αναλογικότητας, για την οποία έχουν τεθεί διάφορα ερωτήματα, με το πιο καίριο, αν η lato sensu αναλογικότητα δρα περιοριστικά στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ

Ζερδελής Δημήτρης, Αναλογικότητα και Απεργία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Λάμπου
Κωνσταντίνα Λάμπου
Γεννήθηκε το 2002 στη Ναύπακτο και σήμερα είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στη Νομική σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά, ενώ έχει πάρει μέρος σε διάφορα συνέδρια προσομοίωσης διεθνών και εθνικών οργανισμών. Της αρέσει να ασχολείται με τον εθελοντισμό, για αυτό και είναι ενεργό μέλος σε διάφορες φοιτητικές οργανώσεις. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων και παρακολουθεί σχετικά σεμινάρια με τον τομέα των σπουδών της. Η αρθρογραφία για αυτήν αποτελεί νέο εγχείρημα.