18.2 C
Athens
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΝόμιμες αιτίες πλουτισμού στο Αστικό Δίκαιο

Νόμιμες αιτίες πλουτισμού στο Αστικό Δίκαιο


Του Νίκου Αντωνάκη,

Με την πάροδο των χρόνων και την οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική ανάπτυξη, άρχισε μεταξύ των κοινωνών να συνάπτεται πλήθος συμβάσεων κάθε είδους, αστικών και εμπορικών. Κύριος στόχος των δικαιοπραξιών αυτών – και των συμβάσεων εν γένει – είναι η εξισορρόπηση των αντίθετων συμφερόντων των συμβαλλομένων, η οποία επιτυγχάνεται ακριβώς με την κατάρτισή τους και κυρίως με την «ανταλλαγή» των παροχών που αυτές έχουν ως αντικείμενο. Έτσι, στην πώληση ο πωλητής προσφέρει το πωληθέν και ο αγοραστής το τίμημα, στη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος διαθέτει εαυτόν στις υπηρεσίες του εργοδότη, ενώ ο τελευταίος του καταβάλλει τον αντίστοιχο μισθό, στη μίσθωση ο εκμισθωτής προσφέρει το ακίνητο και ο μισθωτής το μίσθωμα κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό, ο ένας συμβαλλόμενος πλουτίζει σε βάρος του άλλου. Ο πλουτισμός, βέβαια, αυτός είναι καθόλα θεμιτός, διότι έχει ως βάση του την ήδη καταρτισμένη σύμβαση, τη νόμιμη αυτή αιτία, δηλαδή, που τον καθιστά δικαιολογημένο. Αν αυτή εξέλειπε, τότε πλέον θα κάναμε λόγο για αδικαιολόγητο πλουτισμό και οι συμβαλλόμενοι θα όφειλαν να αποδώσουν τις παροχές τους κατά τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα (ΑΚ 904 και επόμενες).

Με τα παραπάνω παραδείγματα έγινε ήδη εύκολα αντιληπτή η έννοια της νόμιμης αιτίας πλουτισμού και η σημασία της: «Νόμιμη αιτία πλουτισμού» (ΑΚ 904) συνιστά κάθε νομικό γεγονός που δικαιολογεί την οριστική διατήρηση του πλουτισμού εκ μέρους του λήπτη του, ενώ, αν αυτή απουσιάζει εξαρχής ή εκλείψει εκ των υστέρων, ο πλουτισμός των συμβαλλομένων πλέον είναι μη νόμιμος, κοινώς αδικαιολόγητος. Γίνεται δεκτό, με αρκετές πάντως διαφωνίες στη θεωρία, ότι νόμιμες αιτίες συνιστούν η δικαιοπραξία, ο νόμος και το αντάλλαγμα του λήπτη.

Πηγή εικόνας: istock.com/ Δικαιώματα Χρήσης: crazydiva

Η δικαιοπραξία (κατ’ άλλη άποψη η βούληση του δότη) συνιστά τη σημαντικότερη νόμιμη αιτία πλουτισμού και αποτελεί το ενοχικό υπόβαθρο της παροχής. Μπορεί να είναι αιτιώδης, πολυμερής (π.χ. σύμβαση πώλησης, ΑΚ 513) ή ακόμα και μονομερής (π.χ. διαθήκη). Αν αναλογιστεί κανείς τον αριθμό των συμβάσεων που συνάπτονται καθημερινά, μπορεί να κατανοήσει τα ζητήματα πλουτισμού που μπορεί να ανακύψουν κατά την εκπλήρωσή τους αν αποδειχθούν ανίσχυρες εκ των υστέρων ή εξ αρχής ανύπαρκτες. Γίνεται, άρα, αντιληπτό ότι οι διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ενεργοποιούνται όχι όταν υπάρχει έγκυρη δικαιοπραξία, αρά όταν αυτή είναι ελαττωματική, οπότε και γίνεται λόγος για αρχική ή επιγενόμενη έλλειψη της νόμιμης αιτίας του πλουτισμού.

Ο νόμος αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού, όταν αυτό προβλέπεται ρητώς σε διατάξεις ή, εν αμφιβολία, όταν το δικαιολογεί ο σκοπός του. Για παράδειγμα, η παράγραφος 1 του άρθρου 272 ΑΚ (παραγραφή) δικαιολογεί οριστικά τη διατήρηση του πλουτισμού από τον λήπτη, ακόμα και αν ο δότης καταβάλλει παραγραμμένο χρέος (ατελής ενοχή υπέρ του λήπτη). Ελλείψει της διάταξης αυτής ο δότης θα κατέβαλλε αχρεώστητο και θα μπορούσε να το αναζητήσει με τις ΑΚ 904 και επόμενες. Άρα, ο ίδιος ο νόμος εδώ συνιστά τη νόμιμη αιτία του πλουτισμού του λήπτη. Ομοίως νόμιμη αιτία διατήρησης αχρεωστήτως καταβληθέντων παροχών που καταβλήθηκαν, όμως, οικειοθελώς συνιστούν οι ΑΚ 906, ΑΚ 1348 παράγραφος 2, ΑΚ 1509 εδάφιο πρώτο κ.ο.κ. Εξάλλου, και η αποσβεστική προθεσμία της χρησικτησίας, τακτικής και έκτακτης, αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού κατά τις ομόφωνες παραδοχές της θεωρίας.

Τέλος και, πάντως, με ισχυρό αντίλογο, σε νόμιμη αιτία ανάγεται και το αντάλλαγμα που καταβάλλει ο λήπτης για να την απόκτηση της αντιπαροχής που δικαιούται. Βέβαια, όπως έχει τονισθεί και αλλού, προϋποτίθεται αυστηρά ότι μία από τις παροχές δεν σώζεται και ότι το αντάλλαγμα αυτό καθ’ αυτό δεν αντιβαίνει σε απαγορευτικές διατάξεις του νόμου (ΑΚ 174) ή και στα χρηστά ήθη (ΑΚ 178). Δηλαδή, επί άκυρης πωλήσεως και καταστροφής του πωληθέντος αυτοκινήτου από τον αγοραστή, ο πωλητής απαλλάσσεται από την υποχρέωση επιστροφής του τιμήματος με αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής του αγοραστή (ΑΚ 904), διότι πλούτισε με νόμιμη αιτία, δηλαδή το μη δυνάμενο να επιστραφεί αυτοκίνητο (αντάλλαγμα). Πάντως, η άποψη αυτή αμφισβητείται με ισχυρά επιχειρήματα από μέρος της θεωρίας. Προκειμένου να διατηρηθούν, όμως, εύλογα τα όρια του παρόντος άρθρου και να μην υπάρχουν επαναλήψεις, τα επιχειρήματα αυτά δεν θα αναλυθούν εδώ. Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, να αναφερθεί ότι η γνώμη αυτή υιοθετείται από την κρατούσα θεωρία και νομολογία.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα Χρήσης: stevepb

Συνεπώς, η νόμιμη αιτία στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού παίζει πρωταρχικό ρόλο, καθώς η ύπαρξή της ή μη καθορίζει αντίστοιχα την ενεργοποίηση ή μη του θεσμού. Όταν αυτή είναι ισχυρή, τότε οι συμβαλλόμενοι διατηρούν οριστικά τις παροχές τους με έγκυρη αιτία. Όταν, αντίθετα, ελλείπει, εφαρμόζονται οι δυσερμήνευτες και γενικόλογες διατάξεις των ΑΚ 904 και επόμενα και οι πρώτοι επιστρέφουν τις παροχές που έλαβαν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Βαλτούδης, συμβολή στη ΣΕΑΚ, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 904-913, Εκδόσεις Π.Ν Σάκκουλας, 2023
  • Κορνηλάκης Πάνος, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023
  • Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης
Νίκος Αντωνάκης
Φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.