19.6 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ κρατική βία μέσα στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και ο αγώνας για την...

Η κρατική βία μέσα στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και ο αγώνας για την αξιοπρέπεια


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Ο ορισμός της βίας είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Αν και η πιο δημοφιλής άποψη συνδέει τη βία με τη σωματική βλάβη, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία δεν συμφωνεί απαραίτητα με αυτή. Αντιθέτως, τονίζουν όλο και περισσότερο ότι οι διαρθρωτικές ανισότητες και ο συνεπακόλουθος κοινωνικός μαρασμός θα πρέπει, επίσης, να θεωρούνται μορφές βίας. Ορισμένοι κοινωνικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η βία μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στη διαμόρφωση και διατήρηση τόσο της κοινωνίας όσο και των ατομικών ταυτοτήτων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του κράτους στη βία (Torres, 2018).

Η άποψη ότι οι Κυβερνήσεις πρέπει να ασκούν βία ή ότι η εξουσία τους είναι αναγκαστικά καταναγκαστική είναι ευρέως διαδεδομένη στη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Ο John Rawls είναι αντιπροσωπευτικός υποστηρικτής, τονίζοντας ότι η πολιτική εξουσία είναι πάντοτε καταναγκαστική εξουσία που υποστηρίζεται από τη χρήση κυρώσεων από την Κυβέρνηση, η οποία κατέχει την εξουσία να χρησιμοποιεί βία για τη τήρηση των νόμων της (Morris, 2012). Όταν αναφερόμαστε στην κρατική βία εννοούμε τη χρήση βίας ή εξαναγκασμού από μια Κυβέρνηση ή τους κρατικούς φορείς εξουσίας της, για τη διατήρηση του ελέγχου, την καταστολή της διαφωνίας ή την επίτευξη πολιτικών στόχων.

Η κρατική βία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής βίας, της υπερβολικής χρήσης βίας κατά των διαδηλώσεων, των βασανιστηρίων και της κακοποίησης των κρατουμένων, της αυθαίρετης κράτησης, της λογοκρισίας, της συστημικής βίας μέσω πολιτικών διακρίσεων, της χρήσης παραστρατιωτικών ομάδων, της μαζικής παρακολούθησης, της περιβαλλοντικής βλάβης και των οικονομικών πολιτικών. Αυτές οι διάφορες μορφές κρατικής βίας συχνά έχουν ως κοινό την αίσθηση της απόλυτης αδυναμίας και της απώλεια της αξιοπρέπειας που δημιουργείται στα θύματα τη στιγμή που παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματά τους. Η πιο πρόσφατη βιβλιογραφία δεν αμφισβητεί αν τα κράτη χρησιμοποιούν βία, αλλά, μάλλον, αν το κάνουν σκόπιμα, ως μέρος συνεκτικά ενορχηστρωμένων σχεδίων, ή αν τα άτομα που ασκούν κρατική βία το κάνουν απλώς για να υλοποιήσουν θεσμικούς στόχους (Torres, 2018).

Πηγή εικόνας: imgflip.com

Ενώ το κράτος έχει αποσυρθεί από την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, οι μελετητές επισημαίνουν τους τρόπους με τους οποίους το νεοφιλελεύθερο κράτος έχει επενδύσει στον κοινωνικό έλεγχο του ίδιου του πληθυσμού του. Ο Wacquant (2010) υποστηρίζει ότι όταν η Κυβέρνηση δεν παρέχει επαρκείς κοινωνικές υπηρεσίες, όπως υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και υποστήριξη στην απασχόληση, μπορεί να δημιουργήσει στους ανθρώπους ένα αίσθημα ανασφάλειας. Μπορεί να μην αισθάνονται ασφαλείς ή προστατευμένοι από το κράτος. Για να το αντιμετωπίσει αυτό, ο Wacquant μιλάει για ένα «ποινικό κράτος», που σημαίνει μια Κυβέρνηση που εστιάζει περισσότερο στην τιμωρία και τον έλεγχο, παρά στη βοήθεια των ανθρώπων. Ο Wacquant λέει ότι σε αυτό το είδος κράτους, η Κυβέρνηση αυτοπροσδιορίζεται από το πόσο καλά ελέγχει και τιμωρεί τους ανθρώπους και όχι από το πόσο καλά τους φροντίζει. Αυτή η στροφή προς περισσότερη τιμωρία και έλεγχο συνδέεται με την αποτυχία της Κυβέρνησης να παρέχει αρκετές κοινωνικές υπηρεσίες.

Πηγή εικόνας: bpr.berkeley.edu / Δημιουργός και Δικαιώματα χρήσης εικόνας: Andrzej Krauze

Αν και τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος ότι το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια φαίνεται να είναι ακόμη πιο σημαντικό από το δικαίωμα στη ζωή (Kaufmann et al., 2010), ο νεοφιλελεύθερος ορθολογισμός έχει αποκτήσει τέτοια δύναμη και κυριαρχία συνδιαλεγόμενος με την κρατική εξουσία και μετουσιώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την κοινωνική δικαιοσύνη σε ένα πλαίσιο που μιμείται τις αρχές της αγοράς (Soares & Mendes, 2016). Αυτή η μετουσίωση είναι σημαντική για την επέκταση του νεοφιλελευθερισμού.

Με απλούστερους όρους, αυτό σημαίνει ότι στον κόσμο του νεοφιλελευθερισμού, υπάρχει ένας τρόπος σκέψης και δράσης που επικεντρώνεται στο να κάνει τις αγορές να λειτουργούν πολύ καλά. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι σαν μια γλώσσα, με τις δικές της λέξεις και ιδέες. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αυτός ο τρόπος σκέψης παίρνει άλλες ιδέες και τρόπους να γίνονται τα πράγματα από την κοινωνία και τις αλλάζει, ώστε να ταιριάζουν στη δική του γλώσσα. Οι άνθρωποι αρχίζουν να χρησιμοποιούν αυτές τις ιδέες και τις λέξεις στην καθημερινή τους ζωή και πιστεύουν ότι είναι ο σωστός τρόπος για να κάνουν τα πράγματα. Αυτό κάνει τον τρόπο σκέψης του νεοφιλελευθερισμού ακόμα πιο ισχυρό και αποδεκτό στην κοινωνία. Έτσι, είναι σαν ένας τρόπος σκέψης που αλλάζει τις άλλες ιδέες, ώστε να είναι σαν τον εαυτό του και κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι είναι ο σωστός τρόπος να κάνουν τα πράγματα.

Μέσα από τις ταινίες Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ και Ο Νόμος της Αγοράς θα εξετάσουμε πώς βιώνεται από τους χαρακτήρες η κρατική βία, αλλά και τι επιπτώσεις έχουν στην ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους.

Πηγή εικόνας: m.media-amazon.com

Το Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι μια βρετανική δραματική ταινία του 2016 σε σκηνοθεσία του Ken Loach και κατάφερε να αποσπάσει τις καλύτερες κριτικές για το κοινωνικό της σχόλιο. Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Ντάνιελ Μπλέικ, ενός μεσήλικα ξυλουργού, ο οποίος, μετά από καρδιακή προσβολή, κρίνεται από τους γιατρούς του ανίκανος να εργαστεί, καθιστώντας τον επιλέξιμο για κρατικά επιδόματα για τη στήριξη της υγείας και του βιοπορισμού του. Ωστόσο, αντιμετωπίζει γραφειοκρατικά εμπόδια, όταν προσπαθεί να διεκδικήσει αυτά τα κυβερνητικά επιδόματα που όχι μόνο του εμποδίζουν την πρόσβαση στην υποστήριξη που χρειάζεται, αλλά τον υποβάλλουν και σε ένα ταπεινωτικό και δαιδαλώδες σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. O Ντάνιελ δημιουργεί φιλία με μια ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών, την Kέιτι, η οποία, επίσης, παλεύει με το εχθρικό σύστημα. Παρά το διαφορετικό υπόβαθρο και τις διαφορετικές συνθήκες, δημιουργείται ένας βαθύς ανθρώπινος δεσμός.

Η ταινία αρθρώνει ένα ισχυρό πολιτικό σχόλιο, με τους δύο χαρακτήρες να ενσαρκώνουν τις απάνθρωπες συνέπειες ενός συστήματος που δίνει προτεραιότητα στη γραφειοκρατία και τον έλεγχο. Το «Ποινικό Κράτος», αντί να προσφέρει ένα δίχτυ ασφαλείας για τους ευάλωτους πολίτες, μοιάζει με τιμωρητικό μηχανισμό, αφήνοντας ανθρώπους, όπως ο Ντάνιελ και η Κέιτι, να αγωνίζονται σε ένα σύστημα που φαίνεται να έχει σχεδιαστεί για να τους κάνει να αισθάνονται ανίσχυροι.

Πηγή εικόνας: m.media-amazon.com

Το Ο Νόμος της Αγοράς είναι μια γαλλική δραματική ταινία του 2015 σε σκηνοθεσία του Stéphane Brizé. Παρακολουθούμε τον Τιερί που έχει χάσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο και μετά από 20 μήνες ανεργίας και ένα αχρείαστο πρόγραμμα κατάρτισης ανέργων αναγκάζεται να δεχτεί μια χαμηλόμισθη δουλειά ως φύλακας σε ένα super market. Η ταινία καταγράφει τους καθημερινούς του αγώνες με τη γαλλική γραφειοκρατία για εύρεση εργασίας και με τον νέο του ρόλο ως security σε μια προσπάθεια να βιοποριστεί με την οικογένειά του.

Οι πιέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού και η ανελέητη φύση της αγοράς εργασίας και οι αγώνες του Τιερί ως χαμηλόμισθου φύλακα αποκαλύπτουν τις απάνθρωπες πτυχές της σύγχρονης εργασίας που διαμορφώνει ο νεοφιλελευθερισμός. Η ταινία προτρέπει τους θεατές να αναλογιστούν τις κοινωνικές αξίες και το ανθρώπινο κόστος της προτεραιότητας της οικονομικής αποδοτικότητας έναντι της ευημερίας, αναδεικνύοντας τα ηθικά ερωτήματα που ενυπάρχουν σε ένα τέτοιο σύστημα.

Πηγή εικόνας: Twitter/ Nelson Mandela

Κλείνοντας, σε αυτές τις δύο ταινίες, βλέπουμε καθημερινά άτομα να αγωνίζονται μέσα σε συστήματα που επηρεάζονται από τον νεοφιλελεύθερο ορθολογισμό. Τόσο ο Ντάνιελ και η Κέιτι όσο και ο Τιέρι στερούνται την πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες και υποστήριξη, γεγονός που διαβρώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους. Παρουσιάζουν τις απάνθρωπες συνέπειες ενός συστήματος κοινωνικής πρόνοιας που δίνει προτεραιότητα στην αποτελεσματικότητα της αγοράς έναντι των βασικών αναγκών και της αξιοπρέπειας των πολιτών του.

Στην ουσία, το μήνυμα των ταινιών είναι η αναγνώριση της σημασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η φτώχεια δεν έχει να κάνει μόνο με το να μην έχεις αρκετά χρήματα. Έχει να κάνει και με το πώς μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι δεν είναι τόσο πολύτιμοι όσο οι άλλοι και αυτό τους αφαιρεί τον αυτοσεβασμό και τους κάνει να αισθάνονται λιγότερο σημαντικοί από ό,τι είναι στην πραγματικότητα (Schaber, 2011).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Kaufmann, P., Kuch, H., Neuhaeuser, C., & Webster, E. (Eds.). (2010). Humiliation, degradation, dehumanization: human dignity violated (Vol. 24). Springer Science & Business Media.
  • Morris, C. W. (2012). State coercion and force. Social Philosophy and Policy, 29(1), 28-49.
  • Schaber, P. (2011). Absolute poverty: human dignity, self-respect, and dependency. Humiliation, degradation, dehumanization: Human dignity violated, 151-158.
  • Soares, M., & Mendes, S. (2016). The everyday legitimacy of state violence and social injustice: the neoliberal rationality and its market-mimicking language on human dignity. In Eurocrim 2016-16th Annual Conference of the European Society of Criminology.
  • Torres, M. G. (2018). State violence. The Cambridge handbook of social problems, 2, 381-398.
  • Wacquant, L. (2010). Crafting the neoliberal state: workfare, prisonfare, and social insecurity 1. In Sociological forum (Vol. 25, No. 2, pp. 197-220). Oxford, UK: Blackwell Publishing Ltd.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.