18 C
Athens
Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός"The stranger" (1967): Απεικονίζοντας τον παράλογο και περιθωριακό «ξένο» του Καμύ

“The stranger” (1967): Απεικονίζοντας τον παράλογο και περιθωριακό «ξένο» του Καμύ


Της Ιωάννας Λογάρου, 

H ταινία «Ο ξένος», του Ιταλού σκηνοθέτη Luchino Visconti είναι εμπνευσμένη από το ευρέως γνωστό μυθιστόρημα L’ Etranger του Καμύ. Παρόλο που οι κριτικές που δέχτηκε η ταινία ήταν σκληρές όσον αφορά την ατελή απόδοση ορισμένων σκηνών (μάλιστα, η κόρη του Καμύ εξέφρασε την αντιπάθειά της για την ταινία), αυτή παρουσιάζει ολόιδια πλοκή με το βιβλίο.

Αναλυτικότερα, πρωταγωνιστής εμφανίζεται ο Meursault που ζει στο Αλγέρι και είναι Γάλλος. Φημισμένο για την αρχική του φράση «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες, δεν ξέρω», το μυθιστόρημα μας μεταφέρει μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο Marengo, όπου ο Meursault ξαγρυπνά στον τόπο θανάτου της μητέρας του. Στην κηδεία της μητέρας του παρατηρούμε εκφράσεις οδύνης από τους γύρω του, ωστόσο ο Meursault δεν φανερώνει κανένα σημάδι θλίψης, κάτι το οποίο μας προετοιμάζει για τον αποστασιοποιημένο χαρακτήρα του.

Μάλιστα, όταν ένας φίλος του, ο Raymond, επιτίθεται στην ερωμένη του και συλλαμβάνεται, ζητά τη βοήθεια του Meursault στην αστυνομία και αυτός συμφωνεί να του τη δώσει. Έπειτα, ο Meursault μαζί με τον Raymond συναντούν μία ομάδα ανδρών, συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού της ερωμένης, που αποκαλείται «Άραβας». Ο Raymond χτυπά επίμονα τον Άραβα, ο οποίος εν τέλει τον μαχαιρώνει. Κομβικό σημείο τόσο στο βιβλίο όσο και στην ταινία αποτελεί η στιγμή που ο Meursault εμπλέκεται πυροβολώντας τον Άραβα. Όπως εκφράζει και ο ίδιος, η πράξη αυτή δεν ήταν εκδικητική, αλλά προκλήθηκε λόγω της αποπροσανατολιστικής ζέστης και φωτεινότητας του ήλιου που τον τύφλωνε όσο αντανακλούνταν στο μαχαίρι του Άραβα.

Στη συνέχεια, ακολουθούμε την προανάκριση του Meursault, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στην αναλγησία του κατηγορούμενου απέναντι στην κηδεία της μητέρας του και στη δολοφονία του «Άραβα». Η έλλειψη μεταμέλειας, σε συνδυασμό με την έλλειψη θλίψης που εκφράζει για τη μητέρα του λειτουργεί εις βάρος του, μιας και ο ανακριτής τον αποκαλεί ‘Monsieur Antichrist’. Παρόλο που οι μάρτυρες υπεράσπισης εμφανίζονται (ένας νταβατζής, ένας κακοποιός ζώων) τα λόγια τους αναδεικνύουν την απάθεια του Meursault επιδεινώνοντας την κατάσταση μιας και εν τέλει αυτός κρίνεται ένοχος για φόνο με δόλο και καταδικάζεται σε θάνατο. Στις τελευταίες στιγμές που ο Meursault περνά στο κελί, ένας ιερέας τον επισκέπτεται επίμονα με σκοπό ο πρώτος να εξομολογηθεί. Ο Meursault, ωστόσο, αρνείται να εξιλεωθεί με αυτόν τον τρόπο και εκφράζει στον ιερέα αθεϊστικές απόψεις και εκρήγνυται, κάνοντας τον ιερέα να κλάψει. Τότε είναι που ο Meursault γαληνεύει και περιμένει άφοβα τον θάνατο.

Πηγή Εικόνας: filmcomment.com

Μερικές παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε μέσω της ταινίας επέρχονται βλέποντας τις σκηνές έντονης ζέστης. Σε όλο το έργο ο ήλιος είναι στοιχείο εμφανές, αυτό όμως που χρήζει προσοχής είναι πως ο Meursault δεν σκουπίζεται, ούτε ανεμίζει τον εαυτό του (κάτι που στην αίθουσα του δικαστηρίου είναι σύνηθες από τους γύρω του) μιας και αποδέχεται τη ζωή ως έχει. Όλοι λένε ψέματα στον εαυτό τους προκειμένου να ενταχθούν στην κοινωνία (κάτι που ο Καμύ ονομάζει «φιλοσοφική αυτοκτονία»), όμως εκείνος αγκαλιάζει τη ζωή και επιτρέπει στον εαυτό του να επηρεαστεί πλήρως. Ο Meursault, όπως φαίνεται, έχει ελάχιστα κοινά ανθρώπινα συναισθήματα και μηδενική επιθυμία να τα προσποιηθεί ακόμα και στη σύντροφό του, Μαρί. Η κάμερα του Visconti μετατοπίζεται σε κοντινά πλάνα ξανά και ξανά, στην κενή έκφραση του Meursault, στα ζωηρά πρόσωπα γύρω του.

Η σκηνή της δίκης δεν είναι διόλου τυχαία επιλογή από τον Καμύ, μιας και επιδιώκει να δείξει πώς τα συναισθήματα και οι πράξεις μας κρίνονται πριν καν προλάβουμε να εκθέσουμε τις σκέψεις μας. Τελικά όμως δεν έχει σημασία, γιατί κανείς δεν θα άκουγε έτσι κι αλλιώς – διαστρεβλώνουμε την αλήθεια σε μια περίπλοκη πρόσοψη, εκθέτουμε με πάθος τη δική μας πλευρά ενός επιχειρήματος αντί να ακούμε ήρεμα την αλήθεια και να δίνουμε δεύτερες ευκαιρίες. Έτσι, ο Καμύ εκθέτει την αδυσώπητα θορυβώδη, αυταρχική, επιθετική και ανυπόφορα καυτή μηχανή που καταλήγει πάντα στο ίδιο μέρος: Στον θάνατο.

Ο εισαγγελέας κατακρίνει συνεχώς τον Meursault σε σχέση με τη στάση του απέναντι στον θάνατο της μητέρας του, λέγοντας ότι θα έπρεπε να έχει κλάψει, να μην έχει καπνίσει τσιγάρο, να έχει δείξει εξωτερική θλίψη. Το δικαστήριο λέει ότι η δουλειά του είναι να μεσολαβεί και να κρίνει, όμως αυτό που επικρατεί είναι διαστρεβλωμένα ψέματα και παρεξηγήσεις εκφρασμένες με οργή. Μάλιστα, ο ανακριτής, τοποθετώντας τον εαυτό του σε ένα βάθρο λέει ότι ο Meursault δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν έχει την ικανότητα να νιώσει ανθρώπινα συναισθήματα, καθώς ακολουθεί τα ευγενή ιδανικά του για δικαιοσύνη καταδικάζοντας έτσι έναν άνθρωπο σε θάνατο. Η υποκρισία είναι τόσο παράλογα πλούσια. Φλυαρεί αναφορικά με το ότι η συνείδησή του τον ωθεί στο να αποδώσει δικαιοσύνη και να σώσει την κοινωνία από το να μολυνθεί από τον Meursault, γίνεται όμως ακριβώς αυτό για το οποίο τον καταδικάζει: ‘Ενας δολοφόνος. Η ειρωνεία είναι ότι ο Meursault είναι ο πιο ειλικρινής άνθρωπος σε εκείνη την αίθουσα του δικαστηρίου, και παρόλο που όλοι βρίσκονται για εκείνον στον χώρο αυτό, κανείς δεν τον ακούει.

Πηγή Εικόνας: filmlinc.org

Ο Meursault, ωστόσο, απαντά απλά και ειλικρινά, με αυτό που ξέρει ότι είναι η αλήθεια: «Δεν είχα πρόθεση να σκοτώσω τον Άραβα». Προφανώς, ο δικαστής τον αγνοεί αμέσως. Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί σχετικά με τους λόγους που ο Meursault έκανε ό,τι έκανε. Μερικοί το εντάσσουν στο πλαίσιο του παράλογου ηρωισμού και άλλοι στην αδιαφορία του για την ανθρωπότητα. Πιθανώς, όμως, ο Meursault απλώς να ήθελε να ζήσει αληθινά και να νιώσει κάτι, σε έναν κόσμο που οι αλληλεπιδράσεις ήταν τόσο τεχνητές.

Ο Καμύ καταφέρνει να παρουσιάσει έναν τυπικά μισητό χαρακτήρα, έναν ανήθικο που δεν υπολογίζει τίποτα στη ζωή παρά μόνο τις καυτές επιθυμίες του, καταλήγει όμως να μας ωθήσει να παραληρούμε όχι για τα ελαττώματα του Meursault, αλλά για την αηδιαστική υποκρισία όσων τον κρίνουν και τον καταδικάζουν. Μας παροτρύνει να χαμογελάμε όχι διότι «αποδόθηκε δικαιοσύνη» έναντι ενός κακού ανθρώπου, αλλά για το ότι ο «ξένος» απαξιώνει τους γύρω του που θρηνούν το μίσος τους εναντίον του και αποδεικνύει στον εαυτό του ότι είναι ευτυχισμένος.

Ο εισαγγελέας και ο ιερέας είναι τόσο πεπεισμένοι ότι αν καταφέρουν να τον κάνουν να νιώσει τύψεις, θα μπορέσει να συμφιλιωθεί με τον Θεό. Αλλά υποθέτουν ότι η ηθική τους στάση είναι ανώτερη από εκείνη του Meursault. Είναι απογοητευμένοι από την ψυχρότητά του, επειδή πιστεύουν ότι δεν καταλαβαίνει πώς να νιώσει αυτό που περιμένουν. Θέλουν να τον αναγκάσουν να αισθάνεται ό,τι πιστεύουν ότι θα έπρεπε, κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι δική τους δουλειά. Αυτό δεν σημαίνει πως η ειλικρίνεια εξιλεώνει τον φόνο ή ότι η πίστη εξιλεώνει τον ξυλοδαρμό μιας γυναίκας,ή ότι η θλίψη και η ενσυναίσθηση εξιλεώνουν την κακοποίηση. Αυτό είναι μέρος της ομορφιάς αυτού που έκανε ο «Ξένος».

Πηγή Εικόνας: flxt.tmsimg.com

Ο Meursault έχει, αρχικά, τη φυσική ανθρώπινη αντίδραση στον επικείμενο θάνατο: Τον φόβο. Το ότι είναι, όμως, ένας παράλογος άνθρωπος και γνωρίζοντας όπως και ο Καμύ τονίζει στα σημειωματάριά του πως το μόνο μοιραίο πράγμα είναι ο θάνατος, ο πρωταγωνιστής πείθει τον εαυτό του να τον αγκαλιάσει με έντονη, μοχθηρή και όμορφη γαλήνη. Για τον «ξένο», αυτό που μετρούσε ήταν η απόδραση, το ταξίδι για την ελευθερία έξω από τις αδυσώπητες τελετουργίες.

Μία από τις επιβλητικότερες σκηνές της ταινίας είναι η τελευταία, όπου ο Meursault εκφράζει τις τελευταίες σκέψεις του με ένα αίσθημα ευτυχίας, ακόμα και αυτή τη στιγμή: «Μπροστά σε τούτη τη νύχτα τη φορτωμένη με σημάδια κι αστερισμούς, άνοιγα την αγκαλιά μου για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Έτσι, καθώς τον ένιωθα τόσο όμοιό μου, τόσο αδελφικό επιτέλους, αισθάνθηκα ότι ήμουν και είμαι ακόμη ευτυχισμένος. Για να συντελεστούν όλα, για να νιώσω λιγότερο μόνος, ένα μου μένει να ευχηθώ, να ‘ρθουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Camus Albert, Ο ξένος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Λογάρου
Ιωάννα Λογάρου
Γεννήθηκε το 2003 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει Μοριακή Βιολογία και Γενετική στο Δ.Π.Θ. Μελλοντικά θα ήθελε να ασχοληθεί με την Κλινική Εμβρυολογία. Της αρέσουν τα βιβλία Φιλοσοφίας και ταινίες, καθώς αποτελούν έμπνευση για ό,τι γράφει. Αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Friedrich Nietzsche, ενώ σκηνοθέτης ο Charlie Kaufman.