23.9 C
Athens
Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΟι επιπτώσεις του ανασχηματισμού του παγκόσμιου εμπορίου στις αναδυόμενες οικονομίες

Οι επιπτώσεις του ανασχηματισμού του παγκόσμιου εμπορίου στις αναδυόμενες οικονομίες


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Έπειτα από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008, τα επόμενα μεγάλα γεγονότα που μετέβαλαν σε μεγάλο βαθμό (και μάλιστα ισχυρότερο) τις διεθνείς αγορές και οικονομίες είναι η πανδημία του Covid-19 και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μεταξύ άλλων, ένας από τους τομείς που «χτυπήθηκε» σοβαρά, δημιουργώντας πολλαπλά προβλήματα παγκοσμίως, όπως, εν μέρει, και τον πληθωρισμό σε ορισμένα αγαθά, είναι αυτός των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Ως γνωστών, τα προβλήματα στα logistics, που άρχισαν από το «πάγωμα» των οικονομιών μέσω των lockdowns και τους αυστηρούς ελέγχους, κυρίως, στα λιμάνια και εντάθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και τους λοιπούς γεωπολιτικούς τριγμούς, πίεσαν τα κράτη, προκαλώντας ελλείψεις σε αγαθά, ακρίβεια και αβεβαιότητα. Μάλιστα, από τότε που αντιλήφθηκαν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και τα εταιρικά στελέχη το πόσο ευάλωτες ήταν οι οικονομίες απέναντι σε πιθανά εμπόδια που δημιουργούνταν στο διεθνές εμπόριο, εξαιτίας –κατά κύριο λόγο– των γεωπολιτικών κινδύνων, άρχισαν να επανεξετάζουν πιο ριζικά τις επιχειρηματικές τους στρατηγικές. Στόχος, προφανώς, ήταν και είναι η θωράκιση των εφοδιαστικών αλυσίδων, μέσω επαναπατρισμού της παραγωγής (reshoring) ή μεταφοράς της σε πιο αξιόπιστες, φιλικές χώρες (friendshoring).

Αδιαμφησβήτητα, το παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο, με ελάχιστους περιορισμούς, αποτελεί έναν παράγοντα που μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη και τις ισορροπίες σε μια περιοχή, καθώς, μέσω της συνεργασίας και των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών, επιτυγχάνεται υψηλότερο κέρδος απ’ ό,τι όταν προτιμάται η οικονομική απομόνωση, ο (έντονος) εμπορικός προστατευτισμός και οι εντάσεις. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει δείξει η ιστορία, η επίτευξη του πρόσκαιρου και άμεσου κέρδους πιθανώς, εν τέλει, να είναι προτιμητέα ή άλλοι πολιτική –κατά βάση– παράμετροι να κυριαρχήσουν.

Πηγή εικόνας: freepik.com

Πρωταρχικός στόχος, πλέον, αρκετών κρατών είναι η επίτευξη της οικονομικής απεξάρτησης από άλλες χώρες, που θεωρούνται γεωπολιτικοί αντίπαλοι, μειώνοντας τις εισαγωγές από αυτά τα κράτη. Ήδη, οι παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις έχουν δρομολογήσει πολιτικές ενίσχυσης των εγχώριων επενδύσεων, εστιάζοντας σε τομείς στρατηγικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η ενέργεια και η τεχνολογία (κυρίως στην παραγωγή ημιαγωγών), πολλές φόρες, όμως, με υπερβολικές πολιτικές που προκαλούν δυνητικά μεγαλύτερο κόστος απ’ ό,τι όφελος.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χώρες που ανήκουν στις αναδυόμενες αγορές, αρκετές –ασιατικές– εκ των οποίων είναι μέχρι και σήμερα σημαντικά προσδεμένες στην Κίνα, ως απόρροια της επενδυτικής επέκτασης που υλοποίησε τα προηγούμενα χρόνια σε οικονομίες μικρότερου βεληνεκούς, με σκοπό την αύξηση της επιρροής της στην παγκόσμια γεωπολιτική και οικονομική «σκακιέρα». Κάτι, μάλιστα, που κατάφερε να το επιτύχει αρκετά, αν όχι εξ ολοκλήρου, βάσει των αρχικών της στόχων.

Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί από το 2019 τάση μείωσης των στρατηγικών άμεσων ξένων επενδύσεων (Α.Ξ.Ε.) προς ασιατικές χώρες, οι οποίες βρίσκονται αρκετά μακριά από το δυτικό μπλοκ και χαρακτηρίζονται από αναξιοπιστία και αστάθεια. Γενικότερα, την τελευταία δεκαετία, το μερίδιο των ροών Α.Ξ.Ε. μεταξύ των γεωπολιτικά «ευθυγραμμισμένων» οικονομιών συνέχισε να αυξάνεται, περισσότερο από το μερίδιο των χωρών που βρίσκονται πιο κοντά γεωγραφικά, υποδηλώνοντας ότι οι γεωπολιτικές προτιμήσεις καθορίζουν όλο και περισσότερο το γεωγραφικό αποτύπωμα των Α.Ξ.Ε.

Πολλές μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες είναι ευάλωτες στη μετεγκατάσταση των Α.Ξ.Ε., γεγονός που δείχνει ότι ο κίνδυνος αυτός δεν αφορά μόνο λίγες χώρες. Ούτε οι προηγμένες οικονομίες είναι ασφαλείς, ιδιαίτερα εκείνες με σημαντικά αποθέματα Α.Ξ.Ε. σε στρατηγικούς τομείς, καθώς μια όξυνση των πολιτικών εντάσεων θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη ανακατανομή των ροών κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τάση αυτή στο διεθνές εμπόριο και τη βιομηχανική πολιτική μπορεί να υποστηρίζει την εθνική ασφάλεια, να αναπτύσσει σε ορισμένες περιπτώσεις πλεονεκτήματα σε κλάδος βαρύνουσας σημασίας έναντι των γεωπολιτικών αντιπάλων, ωστόσο μειώνει τον βαθμό διαφοροποίησης των επενδύσεων, γεγονός που εντείνει τους κινδύνους σε μακροοικονομικές διακυμάνσεις απέναντι σε μη συστηματικούς κινδύνους.

Πηγή εικόνας: imf.org

Ερχόμενοι ξανά στις αναδυόμενες και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, το φαινόμενο του λεγόμενου reshoring και του “friendshoring” θα περιορίσει την πρόσβαση σε κεφάλαια και προηγμένες τεχνολογίες σε αυτές τις χώρες, ενώ, παράλληλα, θα μετριαστεί η ανάπτυξη του ανταγωνισμού σε αυτές. Σχετικά με το τελευταίο, έχει παρατηρηθεί ότι η είσοδος ξένων εταιρειών (πολυεθνικών) σε μια οικονομία αυξάνει τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά, με αποτέλεσμα να ωθεί τις εγχώριες επιχειρήσεις να γίνουν πιο παραγωγικές (το ίδιο, αλλά με διαφορετικό τρόπο, συμβαίνει και στις προηγμένες οικονομίες). Παράλληλα, με την είσοδο μεγάλων εταιρειών ενισχύεται και η εγχώρια ζήτηση για πιθανές πρώτες ύλες που ήδη παράγονται στην περιοχή (κάτι που αποδεικνύει τη σημαντικότητα ενός ισχυρού πρωτογενούς τομέα στα πρώιμα βήματα ανάπτυξής της), καθώς και οι υπηρεσίες μεταφορών. Ωστόσο, εδώ υπάρχει και μια βασική προϋπόθεση: οι κρατικές αρχές να ασκούν αντιμονοπωλιακές πολιτικές, ώστε να μη συντελείται ανάπτυξη των ξένων μεγάλων εταιρειών εις βάρος των μικρών εγχώριων.

Πηγή εικόνας: imf.org

Οι απώλειες, λοιπόν, που πρόκειται να προκληθούν από αυτή την τάση στο διεθνές εμπόριο, οι οποίες, σύμφωνα με έρευνα του Δ.Ν.Τ., αναμένονται στο 2% του παγκόσμιου Α.Ε.Π. και ενδεχομένως να κατανεμηθούν άνισα, ενώ τα όποια κέρδη, που προβλέπονται να επωμιστούν κάποιες χώρες και πολυεθνικές, είναι αρκετά αβέβαια. Τέτοιες χώρες θα είναι, κυρίως, οι «ουδέτερες», δηλαδή αυτές που δε θα πάρουν θέση στο πλευρό ενός γεωπολιτικού μπλοκ, αποτελώντας, κατά συνέπεια, καλή εμπορική επιλογή. Στον αντίποδα, όμως, η ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση και οι πιθανές πιέσεις για επιλογή «στρατοπέδου» ανεβάζουν τους κινδύνους καταγραφής απωλειών και για αυτές τις χώρες.

Για παράδειγμα, προς το παρόν, φαίνεται πως οι άμεσα ευνοούμενες εμπορικά χώρες θα είναι αυτές της νοτιοανατολικής Ασίας, που βρίσκονται κοντά στην Κίνα. Μπορεί να βρίσκονται σε πτώση οι αγορές μετοχών τους, λόγω της επαναξιολόγησης των εκτιμήσεων για τις κινεζικές οικονομικές επιδόσεις προς τα κάτω, αλλά οι πολυεθνικές που είχα τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις γραμμές παραγωγής τους στην Κίνα τις μεταφέρουν στους περιφερειακούς της γείτονες.

Μέρος του παγκόσμιου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της Κίνας στον τομέα της μεταποίησης είναι το σχετικά χαμηλό κόστος του εργατικού δυναμικού της, αλλά ικανοποιητικές εναλλακτικές επιλογές απέναντί της είναι η Ινδία, η Ινδονησία, το Βιετνάμ και άλλες ασιατικές οικονομίες. Το μειονέκτημα των υπολοίπων έγκειται στην έλλειψη υποδομής υψηλής ποιότητας και του καταρτισμένου ανθρωπίνου δυναμικού, αν και θεωρούνται πιο κατάλληλες για βιομηχανίες έντασης εργασίας και αγαθά χαμηλότερης αξίας. Όμως, με την πάροδο του χρόνο, λόγω της ζήτησης, η αγορά θα αναπροσαρμοστεί σταδιακά και θα σημειωθούν ανατροπές, ενώ, παράλληλα, θετικά προσμετράτε ο παράγοντας του δημογραφικού, καθώς στην Κίνα ο πληθυσμός γερνάει και, αντιθέτως, στις αναδυόμενες ασιατικές χώρες αυξάνεται. Η διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού από την Κίνα θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις με την πάροδο των ετών, με αποτέλεσμα να έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ανάπτυξή τους.

Συνοψίζοντας, οι δυτικές οικονομίες θα πρέπει να εστιάσουν στη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς και σε πολυμερές επίπεδο, σύμφωνα με αναλυτές του Δ.Ν.Τ., να αναπροσαρμόσουν και να επικαιροποιήσουν τους κανόνες του παγκόσμιο εμπορίου, και όχι να απομονωθούν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Fragmenting Foreign Direct Investment Hits Emerging Economies Hardest, imf.org, διαθέσιμο εδώ
  • Asian emerging markets will benefit from shift beyond China, ft.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.