15.9 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Η έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Μέρος Α΄]


Του Γιουλιάν Πραπανίκου,

Μέσα σε ένα πλαίσιο, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου λαμβάνουν χώρα ποικίλες υπερεθνικές διεργασίες, οι οποίες εκτελούνται χωρίς να υπόκεινται σε υψηλό πολιτικό έλεγχο, η ύπαρξη ενός θεσμικού οργάνου, που θα εποπτεύει τη στοιχειώδη πειθαρχία, καθίσταται επιτακτική. Η πειθαρχία εξασφαλίζεται στην Ένωση μέσω της Επιτροπής, πρωτίστως, όμως, μέσω του δικαιοδοτικού έργου των δύο δικαστηρίων της Ένωσης.

Σύμφωνα με το άρθ. 19 ΣΕΕ, το δικαιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αποτελείται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), πρώην ΔΕΚ, καθώς και από το Γενικό Δικαστήριο. Το ΔΕΕ συγκροτείται από 27 Δικαστές και 11 Γενικούς Εισαγγελείς (άρθ. 252–253 ΣΛΕΕ), ενώ το Γενικό Δικαστήριο συγκροτείται από δύο δικαστές που αντιστοιχούν σε κάθε κράτος-μέλος (άρθ. 254 ΣΛΕΕ). Δεν προβλέπεται για το τελευταίο αυτό δικαστήριο η ύπαρξη Γενικών Εισαγγελέων. Προκείμενου ένα πρόσωπο να διοριστεί ως δικαστής, οφείλει να προταθεί από την εκάστοτε κυβέρνηση των κρατών-μελών της Ένωσης και να ακολουθήσει η γνωμοδότηση της επιτροπής που προβλέπεται στο άρθ. 255 ΣΛΕΕ. Η γνωμοδότηση αυτή δεν είναι δεσμευτική, ωστόσο, μέχρι και σήμερα, δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις, όπου η επιτροπή αποφάνθηκε αρνητικά για ένα πρόσωπο και αυτό, παρόλα αυτά, ανέλαβε καθήκοντα δικαστή στα δικαστήρια της Ένωσης.

Πηγή εικόνας: skai.gr

Το άρθ. 19 ΣΕΕ προβλέπει και την ύπαρξη ειδικευμένων δικαστηρίων, τα οποία ρυθμίζονται στο άρθ. 257ΣΛΕΕ. Το μόνο ειδικευμένο δικαστήριο, που έχει λειτουργήσει στους κόλπους της ΕΕ, υπήρξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, που ενήργησε κατά την περίοδο 2006-2015. Το δικαστήριο αυτό είχε ως αντικείμενο την εκδίκαση αγωγών ή προσφυγών, που εγείρονταν από τους υπαλλήλους της Ένωσης και είχαν ως αποδέκτη τους τους εργοδότες της ΕΕ, δηλαδή τα θεσμικά της όργανα. Οι αρμοδιότητες αυτές εντάχθηκαν στον πυρήνα των υποθέσεων του Γενικού Δικαστηρίου, όπως, επίσης, και οι δικαστές της.

Όπως αναφέρθηκε, το ΔΕΕ συγκροτείται, επίσης, από Γενικούς Εισαγγελείς. Τι είναι, όμως, αυτοί; Οι Γενικοί Εισαγγελείς είναι πρόσωπα, τα όποια παραλαμβάνουν τις υποθέσεις και διατυπώνουν τις προτάσεις τους επ’ αυτών. Στην πραγματικότητα, αναζητούν τα πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε υπόθεσης, τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, καθώς και την ύπαρξη τυχόν υπαρχόντων νομολογιακών κειμένων. Εφόσον προβούν στην απαιτούμενη αυτή διεργασία, καταλήγουν σε ορισμένα τελικά αποτελέσματα, σχετικά με τη μεταχείριση της υπόθεσης. Οι προτάσεις αυτές διαβάζονται δημοσίως ενώπιον του ΔΕΕ. Δεν είναι δεσμευτικές για τους δικαστές του ΔΕΕ και οι τελευταίοι μπορούν να λάβουν αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να αντιπαρατίθενται προς τις απόψεις των γενικών εισαγγελέων, χωρίς να έχουν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την απόκλισή τους αυτή.

Παρά ταύτα, οι δικαστές συνηθίζουν να ακολουθούν πιστά τις προτάσεις που συνοδεύουν την υπόθεση. Πρόκειται για μία απόπειρα θεωρητικής, λεπτομερέστατης επεξεργασίας της κάθε υπόθεσης, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως πυξίδα για τους δικαστές. Σήμερα, οι Γενικοί Εισαγγελείς δεν εμφανίζονται σε κάθε υπόθεση που φτάνει στο Δικαστήριο, κάτι που παλαιότερα γινόταν –σχεδόν– πάντα. Ο δικαιολογητικός λόγος του παραμερισμού αυτού έγκειται στο γεγονός ότι στις σύγχρονες εποχές έχουν αντιμετωπιστεί αρκετά ζητήματα ενωσιακού δικαίου. Διατυπώνουν προτάσεις μόνο σε υποθέσεις που παρουσιάζουν υψίστης σημασίας ενδιαφέρον.

Οι Γενικοί Εισαγγελείς, ως θεσμός, λειτουργεί μόνο στο ΔΕΕ και όχι στο Γενικό Δικαστήριο. Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπήρχε εξαρχής. Κατά τη δημιουργία της ΕΕ, τις υποθέσεις που έφταναν ενώπιον αυτής, τις αναλάμβανε το ΔΕΕ. Αρχικά, τα ζητήματα αυτά είναι περιορισμένα σε αριθμό. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, η Ένωση άρχισε να διευρύνεται με την είσοδο νέων κρατών-μελών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση των προδικαστικών ερωτημάτων που έθεταν τα εθνικά δικαστήρια, οδήγησαν το ΔΕΕ σε αδιέξοδο, καθώς δεν είχε τον χρόνο που απαιτούνταν, προκειμένου να επιλύσει τις διάφορες υποθέσεις.

Έτσι, το ΔΕΕ ζήτησε από θεσμικά όργανα της ένωσης τη δημιουργία ενός ακόμη κοινοτικού δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό, τη δεκαετία του 1980, ιδρύθηκε το Γενικό Δικαστήριο. Αυτό δεν ανέλαβε νέες υποθέσεις, αλλά του παραπέμφθηκαν αυτές που είχε το Δικαστήριο. Το Γενικό Δικαστήριο, στην πραγματικότητα, είναι ένα Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις που θα εκδώσει χωρούν προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Προκειμένου να κινηθεί κανείς κατά απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, δέον είναι να ασκήσει αναίρεση.

Πηγή εικόνας: Popaganda.gr

Το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης ρυθμίζεται πέραν των δύο συνθηκών, της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ, από το Πρωτόκολλο του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθ. 253ΣΛΕΕ) και από τους κανονισμούς διαδικασίας του καθενός από τα δύο δικαστήρια (άρθ. 254ΣΛΕΕ). Όσον αφορά το Πρωτόκολλο, λόγω της φύσης του, τοποθετείται στην ιεραρχική βαθμίδα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης και, συνεπώς, έχει την ίδια δεσμευτική ισχύ και θέση με τις ιδρυτικές συνθήκες. Από την άλλη, όσον αφορά τους δύο κανονισμούς διαδικασίας, αυτοί καταρτίζονται από το κάθε δικαστήριο ξεχωριστά και ρυθμίζουν τη δικονομική τους λειτουργία. Όλα αυτά μαζί διέπουν την έννομη προστασία της Ένωσης.

Τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν ορισμένες αρμοδιότητες που εντάσσονται στον σκληρό τους πυρήνα. Οι αρμοδιότητες αυτές ρυθμίζονται στο άρθ. 274 ΣΛΕΕ. Κατά κύριο λόγο, γίνεται αναφορά στις λεγόμενες ευθείες προσφυγές. Ως ευθείες προσφυγές, ορίζονται οι προσφυγές εκείνες, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν ενώπιον των δικαστηρίων της ένωσης, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως να εξαντληθούν τα ένδικα μέσα που προβλέπει κάθε κράτος-μέλος. Περίπτωση που χρήζει ανάγκης αξιοποίησης των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων είναι η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.

Οι κύριες ευθείες προσφυγές, που λαμβάνουν χώρα στο ενωσιακό δίκαιο, είναι: α) Η προσφυγή της Επιτροπής ή κράτους-μέλους κατά άλλου κράτους-μέλους, η οποία ρυθμίζεται στα άρθ. 258-260 ΣΛΕΕ, β) Η προσφυγή ακύρωσης και η προσφυγή παραλείψεως, οι οποίες έχουν ως απώτατο σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και ρυθμίζονται στα άρθ. 264 και 265 ΣΛΕΕ, αντίστοιχα και, τέλος, γ) η αγωγή αποζημίωσης κατά της ένωσης, η οποία προβλέπεται στα άρθ. 268 και 340 παρ.2.

Κάθε προσφυγή ελέγχεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι αυτό του παραδεκτού και το δεύτερο είναι αυτό του βάσιμου. Για να μπορέσει να θεωρηθεί μία προσφυγή ως παραδεκτή δέον είναι να τηρηθεί: α) το αρμόδιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα η υπόθεση, β) η ενεργητική νομιμοποίηση, δηλαδή ποιος έχει το δικαίωμα να κινήσει την υπόθεση, ο λεγόμενος προσφεύγων, γ) η παθητική νομιμοποίηση, δηλαδή εναντίον ποιου προσώπου θα ασκηθεί η αγωγή, ο λεγόμενος «καθ’ ου» η προσφυγή, δ) τη διαδικασία που –ενδεχομένως– απαιτείται να τηρηθεί για την υποβολή της προσφυγής και, τέλος, ε) την προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο ενάγων να κινηθεί κατά του «καθ’ ου» την προσφυγή.

Σε περίπτωση όπου έστω και ένα από τα παραπάνω στοιχεία δεν τηρηθεί, τότε η προσφυγή θεωρείται απαράδεκτη και, συνεπώς, το δικαστήριο δε θα προχωρήσει στην εξέταση του βασίμου, έστω κι αν ο προσφεύγων έχει απόλυτο δίκιο. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση όπου ο προσφεύγων ασκήσει την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, το οποίο είναι αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, η προσφυγή δε θα κριθεί ως απαράδεκτη, αλλά θα παραπεμφθεί στο «σωστό» δικαστήριο.

Πηγή εικόνας: courdecassation.fr

Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση ζητημάτων, που γεννιούνται στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου. Προκειμένου να επιλυθούν τέτοιου είδους υποθέσεις, δέον είναι να τηρηθούν τα στοιχεία που συγκροτούν το παραδεκτό της προσφυγής, καθώς και το βάσιμο αυτής.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, ΠΕΡΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΡΕΒΕΚΚΑ–ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, 2η αναθεωρημένη έκδοση, 2021, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
  • ΕΥΓΕΝΙΑ Ρ. ΣΑΧΠΕΚΙΔΟΥ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, 3η έκδοση, 2021, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ–ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιουλιάν Πραπανίκου
Γιουλιάν Πραπανίκου
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2003. Σπουδάζει στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Έχει κλίση προς το Αστικό και το Συνταγματικό Δίκαιο, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τη δημιουργική γραφή και την άθληση.