Του Στάθη Αποστόλου,
Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα η Γηραιά Ήπειρος στηρίχθηκε σημαντικά από τις Η.Π.Α. και την αμερικανική ηγεσία. Το σχέδιο «Μάρσαλ», έμπνευση του τότε Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών George Marshall, αποτελεί ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είναι άξιο αναφοράς πως ανάμεσα στις 18 χώρες που χρηματοδότησαν οι Η.Π.Α. με σχεδόν $ 17 δις το διάστημα 1946-1951, η Ελλάδα έλαβε συνολικά $ 376 εκατ. έναντι 137 που δαπανήθηκαν για τη στήριξη της Τουρκίας. Μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα κράτη-μέλη της προσπαθούν συστηματικά να αποδεσμευτούν σταδιακά από την κηδεμονία των Η.Π.Α. και να αποκτήσουν στρατηγική αυτονομία. Ωστόσο, αυτό το εγχείρημα δεν είναι πολλές φορές επιτυχημένο.
Η Ελλάδα παραδοσιακά επεδίωκε να έχει καλές σχέσεις και ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τους ισχυρούς παίκτες της παγκόσμιας «σκακιέρας». Η φράση πως οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους εδώ και χρόνια κρύβει μια μεγάλη αλήθεια, καθώς αυτές δεν ήταν πάντα ρόδινες ούτε χωρίς αναταράξεις. Η στενή συνεργασία ξεκινάει ήδη από το 1953, που υπεγράφη για πρώτη φορά αμυντικό σύμφωνο ανάμεσα στην Ελλάδα και τις Η.Π.Α., που προέβλεπε τη δημιουργία και εγκατάσταση μεγάλης στρατιωτικής βάσης στη Σούδα της Κρήτης που, κατ’ ουσία, εξυπηρετούσε και ισχυροποιούσε τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή της Μεσογείου και του Αιγαίου. Οι Η.Π.Α., όμως, αντί να υιοθετήσουν μια πολιτική ξεκάθαρης υπεράσπισης της ελληνικής κυριαρχίας έναντι στην τουρκική προκλητικότητα, θέσπισαν το δόγμα της ισορροπίας ανάμεσα στις δύο χώρες.
Οι σχέσεις Ελλάδας-Ηνωμένων Πολιτειών δοκιμάστηκαν το 1964, όταν Πρωθυπουργός έγινε ο Γεώργιος Παπανδρέου, που στα μάτια της Ουάσιγκτον φαινόταν αρκετά αριστερόφρων, ενώ, ταυτόχρονα, απέρριπτε οποιαδήποτε επικοινωνία με την τουρκική πλευρά. Το διάστημα 1967-1974, που η χώρα τελούσε κάτω υπό το καθεστώς της Χούντας των συνταγματαρχών, η Ουάσιγκτον έδειξε μια πρωτοφανή ανοχή στην τότε ελληνική ηγεσία, καθώς και στα βασανιστήρια και στις πάσης φύσεως καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διότι εξυπηρετούνταν τα συμφέροντά τους. Η εκλογή του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 στην ηγεσία της χώρας συνέπεσε με την πανηγυρική εκλογή του Ronald Reagan στην ηγεσία της Αμερικής. Η γραμμή Reagan δεν διέθετε ακραία αισθήματα φιλελληνισμού ή μάλλον καλύτερα αισθήματα συμπάθειας προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Σημαντικό είναι να τονιστεί πως στη σοβαρή κρίση του 1987 με το «Σισμίκ», τα αμερικανικά αντανακλαστικά δεν ενήργησαν σχεδόν καθόλου, μένοντας αμέτοχοι ως απλοί παρατηρητές, ενώ παρενέβησαν επιβάλλοντας ουσιαστικά την πολιτική του status quo.
Η Κυβέρνηση Clinton το 1996 ενήργησε πάλι με τη λογική των ίσων αποστάσεων στα πλαίσια της κρίσης των Ιμίων, διότι προσπαθούσε να περιφρουρήσει τις εύθραυστες αμερικανοτουρκικές σχέσεις, βάζοντας στο περιθώριο τις ζωές 3 Ελλήνων αξιωματικών. Παραθέτοντας τα λόγια του Κώστα Σημίτη: «Θέλω να ευχαριστήσω την Κυβέρνηση των Ηνωμένων πολιτειών για τη στήριξη και την παρέμβασή τους για την αποκλιμάκωση της έντασης». Αυτός ήταν ο επίλογος μιας δραματικής στιγμής για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και την αξιοπρέπεια της χώρας.
Οι σχέσεις Ελλάδας – Η.Π.Α. δοκιμάστηκαν και στη σύνοδο του Ν.Α.Τ.Ο. στο Βουκουρέστι το 2008, όταν οι Η.Π.Α. απαιτούσαν τη διεύρυνση της συμμαχίας με την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία απάντησε με ένα ιστορικό βέτο. Η ανατολή της θητείας του Barack Obama στην ηγεσία των Η.Π.Α. το 2008 συνέπεσε με τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση στην ιστορία της Ευρώπης και των Η.Π.Α., μετά το κραχ του 1929 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Προεδρία Obama σημαδεύτηκε με εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, με αρχικό όχημα τη συμμετοχή του Δ.Ν.Τ. (Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) στο δανειακό πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, αλλά και λοιπών χωρών της Ένωσης.
Έπειτα από αρκετά χρόνια νηνεμίας στα Ελληνοτουρκικά και μετά από αρκετούς γύρους διερευνητικών επαφών, με σκοπό την επίλυση των βασικών διαφορών μας, αλλά και την καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης, η ουσιαστική επικοινωνία σταμάτησε το 2016. Αποκορύφωμα αυτής της αλλαγής στάσης ήταν η πρωτοφανής για τα δεδομένα του 21ου αιώνα κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα σε δύο γείτονες και συμμάχους το καλοκαίρι του 2020. Χαρακτηριστικό της συνεχιζόμενης αλλοπρόσαλλης πολιτικής των ίσων αποστάσεων των Η.Π.Α. είναι πως σε αυτή την κομβική σημασίας ώρα για την ελληνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα, ο Λευκός Οίκος και ο Πρόεδρος Trump δεν προχωρούσε ούτε σε μια δήλωση στήριξης ή καταδίκης. Αντιθέτως, κρατούσε ανοιχτούς τους δίαυλους με τον Πρόεδρο Erdogan, ενώ την ίδια ώρα ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Mike Pompeo πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στη Σούδα, στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα υπεράσπισης της ελληνικής κυριαρχίας.
Είναι γεγονός πως τα κράτη τον 21ο αιώνα δεν είναι δυνατόν να χρειάζονται εγγυητές όσον αφορά την εδαφική τους ακεραιότητα και την εθνική τους ανεξαρτησία. Παρόλα αυτά, όντας ισότιμα μέλη και ως κατά κοινή ομολογία στρατηγικοί έτεροι μιας στρατιωτικής συμμαχίας, οφείλουμε να απολαμβάνουμε τα οφέλη της ασφάλειας και της σταθερότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή μας. Πρέπει να τονίσουμε δε πως όταν επιδιώκεις να διατηρήσεις την υστεροφημία μιας χώρας ως το τρίτο λίκνο της Δημοκρατίας, αλλά και ως παγκόσμιας δύναμης, δεν δύναται να θυσιάζεις ως σύγχρονες Ιφιγένειες τους αξιόπιστους –μικρούς μεν– συμμάχους προς εξυπηρέτηση των εφήμερων δεσμών ενός απρόβλεπτου και ταραξία παίκτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Η ιστορία των διερευνητικών επαφών, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ