12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ Υπανάπτυξη στην Αφρική: Απόπειρα εφαρμογής ενός χωρικού οικονομετρικού μοντέλου

Η Υπανάπτυξη στην Αφρική: Απόπειρα εφαρμογής ενός χωρικού οικονομετρικού μοντέλου


Της Γεωργίας Παγιαβλά,

Πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι ο μοναδικός τρόπος για να επιλυθούν τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα, είναι να εκλείψει πλήρως η εκμετάλλευση των εξαρτημένων (dependent) κρατών από τα ανεπτυγμένα (developed) καπιταλιστικά κράτη, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται» (Ernesto Guevara, 1964).

Μισός και πλέον αιώνας έχει περάσει από την επίσημη λήξη της αποικιοκρατίας στην Αφρική και παρά τη σχετική πρόοδο που έχει συντελεστεί από τότε, σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής των, επίσημα, ανεξάρτητων αφρικανικών κρατών, η ακραία φτώχεια, ο αναλφαβητισμός, η ελλιπής πρόσβαση του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, οι εμφύλιες και διακρατικές πολεμικές συρράξεις και οι στρατιωτικές επεμβάσεις ξένων κρατών υπό τη μορφή «ειρηνευτικών αποστολών» αποτελούν τα τυπικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν, την εξαιρετικά πλούσια σε φυσικούς πόρους, ήπειρο. Ενδεικτικά της παραπάνω κατάστασης είναι τα 460 εκατομμύρια άνθρωποι (περίπου το 1/3 του συνολικού πληθυσμού) που ζουν κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας του 1,90 δολαρίου την ημέρα (Statista, 2023). Έτσι, η Αφρική είναι σήμερα η ήπειρος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό ακραίας φτώχειας στον κόσμο.

Το αρχικό νόημα του όρου «Υπανάπτυξη» συνιστά ότι οι υφιστάμενοι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι μιας χώρας δεν αξιοποιούνται στο έπακρο. Η λέξη σήμερα τείνει να λάβει ταυτόσημη έννοια με τη «φτώχεια», αν και ορισμένα κράτη της περιοχής πλούσια σε υδρογονάνθρακες έχουν πολύ υψηλά έσοδα, από τα οποία, ωστόσο, επωφελείται μια μειοψηφούσα οικονομική και πολιτική ελίτ (Oxford Reference). Οφείλουμε να προσθέσουμε ότι ο όρος χρησιμοποιείται συγκριτικά, αφού προσπαθεί να περιγράψει την απουσία ανάπτυξης από κάποιες χώρες έναντι κάποιων άλλων και η χρονική γέννησή της εντοπίζεται αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο όρος «Υπανάπτυξη» έχει λάβει διαφορετικές σημασίες, οι οποίες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Εκείνη την ομάδα θεωρητικών που με τον όρο Υπανάπτυξη περιέγραφε όχι μόνο την οικονομική, αλλά και την πολιτιστική καθυστέρηση, ερμηνεία που αξιοποιήθηκε για την επέμβαση της Δύσης σε μια σειρά χωρών του αποκαλούμενου –εκείνη την περίοδο– «Τρίτου Κόσμου». Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται εκείνοι οι θεωρητικοί που, επηρεασμένοι από τον Ιστορικό Δομισμό, υποστήριζαν ότι η Υπανάπτυξη είναι κατάσταση στην οποία εισέρχονται ορισμένες χώρες και λαοί, ως αποτέλεσμα, αφενός, της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης και, αφετέρου, ως απόρροια της εκμετάλλευσης στην οποία επιδίδονται «μια χούφτα χώρες» του πλούσιου Βορρά στη συντριπτική μάζα των χωρών του Νότου. Το ζήτημα παρουσιάζει και γλωσσολογικό ενδιαφέρον, αφού η πρώτη ομάδα θεωρητικών χρησιμοποιεί τον όρο ως ουσιαστικό, ενώ η δεύτερη ως παθητικό ρήμα (Corbridge, 2009: 780).

Μεταξύ 8 και 22 Μάη 1945 οι Γάλλοι στρατιώτες δολοφονούν 45.000 Αλγερινούς πολίτες, μεταξύ αυτών και πολλά ανήλικα παιδιά, ως απάντηση στις πανεθνικές διαδηλώσεις για την πολιτική ανεξαρτησία της πατρίδας τους. Πηγή εικόνας: middleeastmonitor.com

Με συγκριτική σημασία και ως παθητικό ρήμα χρησιμοποιεί τον όρο και ο μαρξιστής Αφρικανός ακαδημαϊκός W. Rodney (1942-1980) στο κλασικό του έργο How Europe Underdeveloped Africa (1972). Ο Rodney αναμετρήθηκε, μάλιστα, και με την προσπάθεια των κυρίαρχων ακαδημαϊκών κύκλων της εποχής του να χρησιμοποιείται ο όρος «αναπτυσσόμενος» αντί του «υπανάπτυκτος», επειδή, όπως έλεγε, ο δεύτερος δίνει την αίσθηση ότι όλες οι χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής «δραπετεύουν» από την κατάσταση της οικονομικής καθυστέρησης κατ’ αναλογία με τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη του κόσμου και, επίσης, απελευθερώνουν τους εαυτούς τους από τη σχέση εκμετάλλευσης. Θεωρείται ένας λαμπρός και ανυπόταχτος Αφρικανός ακαδημαϊκός, που έπαψε να παράγει πρωτοπόρες και ριζοσπαστικές ιδέες όταν μια βόμβα εξερράγη στο αυτοκίνητό του, αφήνοντάς τον νεκρό στις 13 Ιούνη του 1980, στη γενέτειρά του Georgetown, στη Γουινέα. Ήταν μόλις 38 ετών και το οριστικό πόρισμα που συντάχθηκε 25 χρόνια αργότερα, το 2015, χαρακτήρισε και επίσημα τη βομβιστική επίθεση σε βάρος του ως «κρατική δολοφονία».

Ο Rodney ξεκαθαρίζει ότι χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο συγκριτικά, με σκοπό να δείξει πως υπάρχουν λιγότερο και περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες και πως στην ουσία η Υπανάπτυξη «εκφράζει μια ιδιαίτερη σχέση εκμετάλλευσης και συγκεκριμένα την εκμετάλλευση μιας χώρας από μια άλλη. Όλες οι χώρες που αποκαλούνται «υπανάπτυκτες» στον κόσμο είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης από άλλες και η υπανάπτυξη που χαρακτηρίζει το επίπεδο ανάπτυξης ορισμένων χωρών του πλανήτη είναι προϊόν της καπιταλιστικής, ιμπεριαλιστικής και αποικιακής εκμετάλλευσης» (Rodney, 1972: 24). Πρέπει, επίσης, να σταθούμε στην επισήμανση του Rodney περί «εξαγωγής υπεραξίας στην εκμεταλλεύτρια χώρα». Οι  θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων, που υιοθετούν τον Ιστορικό Δομισμό ως αναλυτικό εργαλείο σκέψης, υποστηρίζουν ότι οι λαϊκές μάζες των φτωχών κρατών υπόκεινται σε διπλή εκμετάλλευση, τόσο από τη «δική τους» τοπική αστική τάξη, που όπως είπαμε έχει μεταπρατικό ρόλο, όσο και από τους καπιταλιστές του Βορρά, οι οποίοι εισπράττουν αυτό που η θεωρία της Εξάρτησης αποκαλεί «ιμπεριαλιστική πρόσοδο». Πρόκειται για το ποσοστό της υπεραξίας που παράχθηκε στην υποανάπτυκτη ή εξαρτημένη χώρα και εξάγεται ως κέρδος των καπιταλιστών του Βορρά.

O Dr. Rodney μιλάει σε εργατική συγκέντρωση. Πηγή εικόνας: libcom.org

Οι θεωρητικοί αυτοί – που θεωρούνται εμπνευστές της Θεωρίας της Εξάρτησης –, αν και περιέγραψαν εκτενώς τη φύση της ιμπεριαλιστικής προσόδου και τους τρόπους με τον οποίο αποσπάται από τις εξαρτημένες χώρες, δεν επιδίωξαν να δημιουργήσουν ένα συγκεκριμένο οικονομετρικό μοντέλο με καθορισμένες ανεξάρτητες μεταβλητές, βάση του οποίου θα μπορούσε να μετρηθεί και να υπολογιστεί για κάθε ξεχωριστή περίπτωση εξαρτημένης χώρας το μέγεθός της. Προφανώς, αυτό συνέβη γιατί η οικονομετρία δεν υπήρχε στο θεωρητικό τους οπλοστάσιο, όπως και η χωρική οικονομετρία, επιστημονικός κλάδος που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, αν και ολόκληρη η θεώρησή τους έχει ξεκάθαρη γεωγραφική διάσταση και η Υπανάπτυξη, όπως την περιγράφουν, συνιστά χωρικό φαινόμενο. Βέβαια, μια απόπειρα προς μια τέτοια κατεύθυνση θεωρούμε ότι είναι η πρόσφατη μελέτη του Nunn (2007), ο οποίος κατασκεύασε ένα οικονομικό υπόδειγμα, προσπαθώντας να μοντελοποιήσει την επίδραση της αποικιοκρατίας στην οικονομική επίδοση της Αφρικής και διαπιστώνει ότι μετά την επέμβαση των δυτικών στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της, η αφρικανική οικονομία καταλήγει να ισορροπήσει σε χαμηλότερο επίπεδο παραγωγής. 

Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα από την απόπειρά μας να εντοπίσουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες της Υπανάπτυξης στην αφρικανική ήπειρο, αξιοποιώντας χωρικά οικονομετρικά εργαλεία και επιδιώκοντας να «ιχνηλατήσουμε» την ύπαρξη Χωρικής Αυτοσυσχέτισης στη μελέτη της φτώχειας. Αφού μελετήσαμε αρκετές ανεξάρτητες μεταβλητές, επιδιώξαμε να δημιουργήσουμε ένα οικονομετρικό υπόδειγμα σύμφωνα με το θεωρητικό πλαίσιο της θεωρίας της εξάρτησης, προσπαθώντας να ξεφύγουμε από τη Νεοκλασική προσέγγιση και να βασιστούμε στην κριτική σκοπιά του Rodney. Βασική ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο σχολών σκέψης είναι ότι η πρώτη παραβλέπει τη σημασία της αποικιοκρατίας για τη φτώχεια της Αφρικής, ενώ η δεύτερη τη θέτει ως βασικό παράγοντα. Αφού κάναμε αναφορά στη βιβλιογραφία για τις βασικές σχέσεις που διαπιστώνονται για τις βασικές μεταβλητές μας, προχωρήσαμε στην εμπειρική διερεύνηση της φτώχειας, της οικονομικής μεγέθυνσης και της πολιτικής σταθερότητας. Συμπεριλάβαμε στην ανάλυση 50 χώρες της αφρικανικής ηπείρου και εστιάσαμε στα δεδομένα του 2018. Παρακάτω παρουσιάζονται οι μεταβλητές που αξιοποιήθηκαν.

Οι ανεξάρτητες μεταβλητές του οικονομετρικού μοντέλου, Ιδία επεξεργασία

Για τη μελέτη της υπανάπτυξης χρησιμοποιήσαμε τρία μοντέλα:

Το πρώτο έχει ως εξαρτημένη τη φτώχεια, το δεύτερο έχει ως εξαρτημένη την οικονομική μεγέθυνση και το τρίτο έχει ως εξαρτημένη την πολιτική σταθερότητα, όπως παρουσιάζονται παρακάτω.

Η συναρτησιακή μορφή του οικονομετρικού μοντέλου, Ιδία επεξεργασία

Στο πρώτο οικονομετρικό υπόδειγμα αναδείξαμε ότι για τη φτώχεια βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες είναι οι εξαγωγές και η πολιτική σταθερότητα. Αντίθετα, οι FDI και οι ODA δεν παρουσίασαν στατιστική σημαντικότητα. Ακόμα, διαπιστώθηκε χωρική αυτοσυσχέτιση και υποδείξαμε το χωρικό μοτίβο της φτώχειας (Χάρτης 1). Σύμφωνα με τον χάρτη 1, οι χώρες που παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας είναι οι χώρες όπως το Δημοκρατικό Κονγκό, Κεντρική Αφρική, Νότιο Σουδάν, Ζάμπια, Μαδαγασκάρη, Ρουάντα, Μαλάουι, Σομαλία, Ερυθραία και Μοζαμβίκη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι για αυτές τις χώρες δυσκολευτήκαμε περισσότερο να βρούμε πρόσφατα δεδομένα, με αποτέλεσμα είτε να ανατρέχουμε σε προηγούμενα έτη ή σε άλλες πηγές. Το πρόβλημα διογκώνεται ακόμα περισσότερο, αφού οι εθνικές Κυβερνήσεις δείχνουν ελάχιστο ενδιαφέρον για να αναπτύξουν επαρκείς και βιώσιμες κρατικές στατιστικές υπηρεσίες, ενώ δε διστάζουν, όταν οι όποιες έρευνες δεν είναι «βολικές» γι’ αυτές, να «πειράζουν» τους αριθμούς, ώστε να «δείχνουν» την εικόνα που εκείνες επιθυμούν.

Χάρτης 1: Ποσοστό πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, Ιδία επεξεργασία

Στο δεύτερο οικονομετρικό υπόδειγμα, η ODA είναι η μόνη στατιστικά σημαντική μεταβλητή. Αυτό το αποτέλεσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιβεβαιώνει πως η προσήλωση στο ποσοστό της οικονομικής μεγέθυνσης μόνο από την άποψη στόχου-αριθμού, χωρίς να δίνεται έμφαση στην χωρίς αποκλεισμό μεγέθυνση, θα διαιωνίζει το φαινόμενο της φτώχειας. Ακόμα, η μεγέθυνση δεν φαίνεται να παρουσιάζει χωρική αυτοσυσχέτιση.

Τέλος, μελετήσαμε την πολιτική σταθερότητα και αναδείξαμε την αρνητική σχέση της με τις FDI και ODA. Βέβαια, δεν είμαστε σε θέση να δηλώσουμε ότι η FDI ή η ODA προκαλεί όξυνση της Πολιτικής Αστάθειας, αλλά σίγουρα είναι ένα αποτέλεσμα που μπορεί να ρίξει περισσότερο φως στην αρνητική επίδραση που έχουν τα ξένα κεφάλαια στη χώρα-υποδοχής. Στον Χάρτη 2 παρουσιάζεται ο δείκτης πολιτικής σταθερότητας που κινείται μεταξύ του -2,5 και +2,5, με ανώτερη τιμή στην Αφρική το 0,979. Για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους πρέπει να σημειώσουμε ότι ο αντίστοιχος δείκτης στη Νορβηγία είναι 1,15 και στην Ελβετία 1,34, για να γίνει αντιληπτό το είδος και το μέγεθος της «πολιτικής σταθερότητας» που επικρατεί στην αφρικανική ήπειρο, ακόμα και στις πιο σταθερές πολιτικά χώρες.

Χάρτης 2: Πολιτική σταθερότητα στην Αφρική, Ιδία επεξεργασία

Τέλος, η πολιτική σταθερότητα παρουσίασε τη μεγαλύτερη χωρική αυτοσυσχέτιση σε σχέση με όσες μεταβλητές επιχειρήσαμε να μελετήσουμε, υποδηλώνοντας για άλλη μια φορά τη σημασία της.

Σημαντική δυσκολία στο εγχείρημά μας ήταν, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η έλλειψη στη βιβλιογραφία ενός χωρικού οικονομετρικού μοντέλου βασισμένου στη θεωρία της Εξάρτησης. Από αυτήν την άποψη εισήλθαμε σε «άγνωστα νερά», επιδιώκοντας να «διαισθανθούμε» πως θα μπορούσε να κατασκευαστεί ένα τέτοιο μοντέλο, δίχως να το κατασκευάσουμε, αλλά κάνοντας μια απόπειρα προσέγγισής του.

Αφιέρωση στη μνήμη του Φ.Κ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Corbridge, S. (2009). The Dictionary of Human Geography, , Wiley-Blackwell.
  • Che Guevara Internet Archive, On Development, Speech delivered March 25, 1964 at the plenary session of the United Nations Conference on Trade and Development (UNCTAD), marxists.org,
    διαθέσιμο εδώ
  • Nunn, N. (2007). Historical legacies: A model linking Africa’s past to its current underdevelopment. Journal of development economics, 83 (1), 157-175.
  • Oxford Reference, Underdevelopment, διαθέσιμο εδώ
  • Rodney, W. (1973). How Europe Underdeveloped Africa. Bogle-L’Ouverture Publications
  • African countries with the highest share of global population living below the extreme poverty line in 2022, statista.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Παγιαβλά
Γεωργία Παγιαβλά
Αποφοίτησε από το Tμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ, παράλληλα, ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Απασχολήθηκε σε μια αστική ΜΚΟ για την Απολιγνιτοποίηση στη Μεγαλόπολη και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό στο Tμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με κατεύθυνση Χωρικές Πολιτικές και Ανάπτυξη στην Ευρώπη. Συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο, ενώ, συγχρόνως, φοιτά στο προπτυχιακό Τμήμα της Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Χόμπυ της η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και οι περίπατοι στην Αθήνα.