12.7 C
Athens
Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ Βυζαντινός Αυτοκράτωρ: Εικών του ουράνιου Παμβασιλέως επί γης

Ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ: Εικών του ουράνιου Παμβασιλέως επί γης


Του Γεώργιου Ι. Θεοδωρόπουλου,

Από τις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. έως και τις 29 του ιδίου μηνός του έτους 1453, το Βυζάντιο (ή ορθότερα: η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), μετρά 13 αυτοκρατορικές δυναστείες, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από 93 διαφορετικούς αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες. Στα 1.123 έτη ζωής του βυζαντινού κράτους, ο θεσμός του αυτοκράτορα –ίσως και να ήταν ο μοναδικός– του οποίου η ισχύς δεν κλονίσθηκε (τουλάχιστον εντός της επικράτειας και ως προς τους υπηκόους του).

Ποια ήταν, όμως, η πηγή της δυνάμεώς του και με ποιο τρόπο αυτή καθίσταντο αστείρευτος; «Θεόπεμπτος» και «Θεοπρόβλητος» είναι οι λέξεις εκείνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται στις πηγές, προκειμένου να καταδείξουν το μέγεθος της ισχύος του βυζαντινού μονάρχη. Εξισώνοντάς τον ακόμη και με τους Αποστόλους –ή και πολλές φορές ανακηρύσσοντάς τον ως τον 13ο Απόστολο– του αναγνωρίζεται η θεϊκή προέλευση και του αποδίδεται το χρέος του τηρητή του θείου νόμου επί της γης και του προστάτη της Χριστιανοσύνης. Ως εκ τούτου, ο πλήρης επίσημος τίτλος του ορίζεται ως: «Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων».

Η Θεοτόκος βρεφοκρατούσα, ανάμεσα στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β’ τον Κομνηνό (1118-1143) και Ειρήνη την Ουγγαρέζα, οι οποίοι της προσφέρουν δώρα. Πηγή εικόνας: elculture.gr

Για να αντιληφθούμε περαιτέρω την προέλευση αυτής της θεϊκής επίφασης του θεσμού, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε την αναφορά του Γερμανού βυζαντινολόγου Franz Dölger, την οποία αποδίδει η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου ως εξής: «Η αυτοκρατορία δεν προήλθε από τυχαία εξέλιξη δυναστικού βασιλείου, αλλά ήταν θεσμός προβλεπόμενος από τον Δημιουργό στο σχεδίασμα του κόσμου, που εξελίχθηκε οργανικά στη μακραίωνη ιστορία της Ανθρωπότητος, προορισμένος να διατηρηθή μέχρι τη νέα έλευση του Σωτήρος Χριστού. Μόνος Κύριος του κόσμου, Κωσταντίνος ο Μέγας, χάρις στη θαυμαστή συνέργεια του Θεού ενσωμάτωσε οργανικά τη χριστιανική διδασκαλία στο ρωμαϊκό κράτος και δημιούργησε το περιλαμβάνον την Οικουμένη χριστιανικό βασίλειο, ατελές απείκασμα του ουρανίου βασιλείου του Χριστού. Ο επίγειος βασιλεύς και αυτοκράτωρ εκπρόσωπος του Θεού, εικών του ουρανίου Παμβασιλέως και αυτοκράτορος, δύναται να είναι μόνον ένας που κρατεί στα χέρια του τη διεύθυνση των ανθρωπίνων πραγμάτων, κοσμικών και πνευματικών». Περιεκτικά, μα απόλυτα ουσιαστικά, ο Dölger σκιαγράφησε την αντίληψη ενός Ρωμαίου πολίτη των βυζαντινών χρόνων, ως προς την πρόσληψη του «τι εστί κράτος».

Φυσικά, η διαμόρφωση της ελέω Θεού βασιλείας δεν προέκυψε ξαφνικά στο Βυζάντιο, αλλά ανάγει τις ρίζες της βαθιά στο χρόνο, προερχόμενη εξ ανατολών. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Γ’ οικειοποιήθηκε αυτό το μοντέλο μονάρχη, όπως, επίσης, και οι μετέπειτα βασιλείς της ελληνιστικής περιόδου. Επομένως, ο τύπος αυτός επιβιώνει ως και το Βυζάντιο (αλλά και πέρα απ’ αυτό, ως και τις μέρες μας), όπου κατά την πρώιμη ιστορική του φάση ο αυτοκράτορας τιτλοφορείται ως “Imperator”, “Cesar”, “Augusts”, τίτλοι οι οποίοι με τον καιρό αρχικώς εξελληνίζονται και έπειτα εκπίπτουν, αφού όταν πια η εκλογή του μονάρχη περνά από τη σύγκλητο και τον στρατό στην επίσημη εκκλησία, ο βυζαντινός ηγεμόνας αποκαλείται ευρέως ως «Δεσπότης» ή «Βασιλεύς».

Η Ένθρονος Θεοτόκος κρατά αγκαλιά τον Χριστό και οι αυτοκράτορες Ιουστινιανός και Μέγας Κωνσταντίνος αριστερά και δεξιά να της προσφέρουν ο ένας τον ναό και ο άλλος την Κωνσταντινούπολη. Πηγή εικόνας: elculture.gr

Κατά συνέπεια, η παντοδυναμία του αυτοκράτορα εφαρμοζόταν κατά το δοκούν αυτού;

Κατηγορηματικά όχι. Θα λέγαμε σχηματικά πως η παντοδυναμία αυτή συνιστούσε κεκραμένο οίνο στα χέρια του ασκούντος την εξουσία. Ακόμη και μια τέτοιου είδους δυσθεώρητη πολιτική δύναμη δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί κατά την ελευθέρα βούληση του εκάστοτε μονάρχη, αλλά ετεροκαθορίζεται από τους ηθικούς φραγμούς της κοινωνίας, στην οποία ηγεμονεύει, και εναρμονίζεται υπό των κελευσμάτων του θείου νόμου, του οποίου εκείνος –και μόνο εκείνος– αποτελεί τον ύψιστο λειτουργό. Το εθιμικό δίκαιο των βυζαντινών, το οποίο εξυφάνθη υπό την επίδραση του αρχαιοελληνικού πνεύματος, της ρωμαϊκής κρατικής οργάνωσης και των διδαγμάτων του Χριστιανισμού, αποτελούσε το εδραιωμένο σύστημα αξιών, στο οποίο προσέκρουε η βασιλική ισχύς. Επίσης, η Εκκλησία –εθνάρχουσα και διοικούσα– αποτελούσε έναν επιπρόσθετο εγγυητικό παράγοντα τήρησης των διδαγμάτων του Κυρίου, στα οποία όφειλαν άπαντες να υποταχθούν. Ο ρήτορας Θεμίστιος (4ος αι.) ορίζει τον αυτοκράτορα ως: «νόμον έμψυχον», παρ’ ολα αυτά, ο ίδιος ο μονάρχης δεν είναι άμοιρος ευθυνών και δεν περιφρονεί τις αξιώσεις του νόμου στο πρόσωπό του, αφού οφείλει ως καλός ποιμένας να πράττει ενάρετα, δίκαια και παραδειγματικά για το σύνολο των υπηκόων του. Επομένως, η παντοδυναμία του αυτοκράτορα, στην πράξη μετουσιωνόταν σε μια δεσμευτικώς ενσυνείδητη πολιτική υπεροχής, χωρίς αυτό να σημαίνει, πως –ιστορικά– δεν έχουν καταγραφεί και θεσμικές αυθαιρεσίες.

Πέραν της νομιμοποιητικής τάσης και εκλογίκευσης των αποφάσεων του μονάρχη, εντοπίζονται και άλλοι παράγοντες αναστολής της παντοδυναμίας αυτού, όπως η Σύγκλητος, η οποία απηχούσε τη λαϊκή βούληση στο παλάτι, ασκούσε τη δικαστική εξουσία, συνεπικουρώντας τον αυτοκράτορα (του οποίου η ετυμηγορία φυσικά υπερείχε), ενώ, επίσης, επικύρωνε την εκλογή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Ο τυπικός της ρόλος διατηρήθηκε ως το τέλος, μα περί τον 7ο αι. η ενεργητικότητά της άρχισε να φθίνει και μετατράπηκε σε ένα όργανο συμβουλευτικού και μόνο χαρακτήρα.

Επίσης, κύρια πηγή άντλησης και τροφοδότησης αντίστοιχα της βασιλικής εξουσίας, ήταν ο Στρατός. Το σώμα του στρατού αποτελεί τον πανάρχαιο εκλεκτορικό μηχανισμό του βασιλέα. Δεν είναι λίγες οι φορές, όπου ένας αυτοκράτορας αποπειράθηκε να αναρριχηθεί στο ύπατο αυτό αξίωμα, εκμεταλλευόμενος τις τάξεις του βυζαντινού στρατού και πάμπολλες φορές προερχόμενος από αυτές. Τρανό παράδειγμα, ο σφετερισμός του θρόνου από τον εκατόνταρχο Φλάβιο Φωκά (κυβ. 602–610), η βασιλεία του οποίου σημαδεύτηκε από ωμότητες, βαναυσότητες και ταπεινώσεις για το Βυζάντιο, ο οποίος εφονεύθη από τον διάδοχό του, τον σπουδαίο Αυτοκράτορα Ηράκλειο Α΄ (κυβ. 610–641), φυσικά με τη στήριξη του στρατεύματος.

Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος και η αυλή του, από τον κώδικα «το Χρονικό του Σκυλίτζη». Πηγή εικόνας: elculture.gr

Επιπροσθέτως, ο φιλίστωρ αναγνώστης δε θα έπρεπε να παραβλέψει τη σημαντική θέση των Δήμων (Λευκών, Ερυθρών, Κυανών και Πρασίνων) ως προς την ιδιότητα του μεσολαβούντος μηχανισμού της λαϊκής βούλησης στην κεντρική εξουσία. Αν και αρχικώς έδρασαν ως διοργανωτές των αγώνων ιπποδρομίας, πολλές φορές ανέλαβαν –άτυπα– την εκπροσώπηση των οπαδών τους, οι οποίοι αποτελούσαν οργανικό μέρος της βυζαντινής κοινωνίας. Ο χώρος του ιπποδρόμου συνιστά  –ανεπίσημα– χώρο «κραυγής του έθνους» και επιδοκιμασίας της πολιτικής του εκάστοτε μονάρχη, την οποία εκείνος έσπευδε να αποσπάσει, ανανεώνοντας τη δήλωση εμπιστοσύνης των υπηκόων του. Γνωστότερη υποκίνηση της κοινής γνώμης από τους δήμους έναντι της αυτοκρατορικής αυθαιρεσίας, αποτελεί η Στάση του Νίκα, η οποία και καταπνίγηκε στο αίμα. Ομοίως, όπως και αυτή της συγκλήτου, έτσι και η δράση των δήμων περιορίζεται σε αμιγώς αθλητική τον 7ο αι.

Τέλος, η εκλογή του βασιλέα διαρθρωνόταν στη διαδικασία της αναγόρευσης, η οποία –εν τη γενέσει του κράτους– επέτασσε την παρουσία του στρατού, της συγκλήτου, των δήμων, αλλά και του Πατριάρχη. Εκεί, αναφωνούσαν ομαδικώς την περίφημη φράση: «του δείνα βασιλέως και αυτοκράτορα πολλά τα έτη», ενώ πρωτύτερα του είχαν περιβάλλει την αυτοκρατορική πορφύρα και το «Χρυσούν Μανιάκιν». Περί τα τέλη του 5ου αι., ο Πατριάρχης επωμίσθηκε την τοποθέτηση του διαδήματος επί της κεφαλής του αναγορευομένου, ενώ στις αρχές του 7ου αι., η πρακτική αυτή ισχυροποιείται περαιτέρω, αφού, ταυτόχρονα, η θρησκευτικότητα διεισδύει όλο και περισσότερο στις κρατικές υποθέσεις και έτσι η τελετή της στέψης αποσπάσθηκε από αυτή της αναγόρευσης και πλέον λάμβανε χώρα στον ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, ενώ με το πέρας αυτής, ο λαός αναφωνούσε «άγιος».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • A. P. KazhdanAnn Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997
  • Georg. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Βιβλιοθήκη Βυζαντινής Ιστορίας και Φιλολογίας, Αθήνα 2001, τ. 1ος – 2ος – 3ος
  • Fr. Dölger, Europas Gestaltung im Spiegel der fränkisch-byzantinischen Auseinandersetzung des 9. Jahrhunderts, χ.τ, 1953
  • Α. Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 – 1453), Μτφρ. Δημοσθένη Σαβράμη, Πάπυρος, χ.τ, 1995, τ. 1ος – 2ος
  • Άλφερντ Ράμπω, Σπουδές πάνω στην Βυζαντινή Ιστορία, Στοχαστής, Αθήνα 2007
  • Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Το Πολίτευμα και οι Θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324–1204: Κράτος, Διοίκηση, Οικονομία, Κοινωνία, Αθήνα, 2004
  • Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης – Benjamin Hendrickx, Εισαγωγή στην Βυζαντινή Ιστορία (284 – 1461), Ηρόδοτος, Αθήνα 2019
  • Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης – Λάζαρος Α. Δεριζιώτης, Ιστορία του Βυζαντίου: με αποσπάσματα από τις πηγές, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, τ. Α’
  • Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, Τα Χρόνια Σχηματοποίησης του Βυζαντίου, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1983
  • Διον. Α. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία: 324 – 1071, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Ιωάννινα 1989
  • Ελένη Γλύκαντζη – Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009
  • Ιωσήφ Γενέσιος, Περί Βασιλέων, Μτφ. Παύλος Νιαβής, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1994
  • Συλλογικό, Βυζαντινό Κράτος και Κοινωνία: Σύγχρονες Κατευθύνσεις της Έρευνας, Αθήνα 2003

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεώργιος Ι. Θεοδωρόπουλος
Γεώργιος Ι. Θεοδωρόπουλος
Γεννηθείς το 2002 στην Αθήνα και σπουδάζων Ιστορία στο αντίστοιχο τμήμα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα άπτονται της περιόδου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του Δυτικού Μεσαίωνα και των Πρώιμων Νεώτερων χρόνων. Στον ελεύθερό του χρόνο, ασχολείτο με την συγγραφή ιστορικών θεμάτων, ενώ αρέσκεται να μελετά ζητήματα Φιλοσοφίας της Ιστορίας. Φιλοδοξεί να εντρυφήσει περαιτέρω στην επιστήμη της Ιστορίας και να διαγράψει μια επιτυχή ακαδημαϊκή πορεία. Τέλος, είναι λάτρης της παράδοσης και ασχολείτο επί σειράν ετών με την παραδοσιακή μουσική και το χορό.