20.8 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΑκρίβεια στα βασικά είδη στην Ελλάδα: Ένα διαχρονικό ζήτημα!

Ακρίβεια στα βασικά είδη στην Ελλάδα: Ένα διαχρονικό ζήτημα!


Του Βασίλη Μυρλίδη,

Είναι αλήθεια, συνυπολογίζοντας πάντα το διαθέσιμο εισόδημά τους, πως οι καταναλωτές στην Ελλάδα πληρώνουν τα τρόφιμα πολύ ακριβά. Μπορεί να ειπωθεί με μεγάλη ασφάλεια ότι διαχρονικά στην Ελλάδα οι λέξεις «ακρίβεια» και «τρόφιμα» πάνε μαζί. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό; Πολλοί!

Ένας βασικός λόγος που τα τρόφιμα είναι τόσο ακριβά είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες πρώτες ύλες είναι εισαγόμενες από το εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα η εγχώρια παραγωγή δεν αρκεί σε καμία περίπτωση για να καλύψει τις ανάγκες. Ένα παράδειγμα μπορούμε να εντοπίσουμε στο μαλακό σιτάρι (από το μαλακό σιτάρι παράγεται αλεύρι και άρτος), που μόνο το 10% της ζήτησης καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό καλύπτεται από εισαγωγές (μεγάλο ποσοστό εισάγεται από τη Ρωσία και την Ουκρανία). Από το παράδειγμα είναι σαφές γιατί οι καταναλωτές βρέθηκαν να πληρώνουν πολύ πιο ακριβά το ψωμί αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Σήμερα, ο καταναλωτής στην Ελλάδα πληρώνει για κάποια αγαθά ακριβότερα από ό,τι πληρώνει ο αντίστοιχος καταναλωτής για το ίδιο προϊόν στη Γερμανία ή τη Γαλλία. Σύμφωνα με έρευνα της Καθημερινής, αφρόλουτρο μεγάλης πολυεθνικής πωλείται 6,10€ στην Ελλάδα, ενώ η τιμή του ανέρχεται στα 4,60€ στην Ισπανία και στη Γαλλία 5,75€. Πάνες πολύ γνωστής μάρκας κοστίζουν 19,50€ στην Ελλάδα, ενώ η τιμή τους στη Γερμανία ανέρχεται στα 10,58€ και στη Γαλλία 17,48€. Ακόμη, για το 2021 οι τιμές των τροφίμων ήταν 4,8% υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ταυτόχρονα το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα ήταν και αυτό κάτω του αντίστοιχου μέσου όρου.

Οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος. Πηγή εικόνας: PhotoMIX-Company / Pixabay

Για να βρούμε τα αίτια αυτής της πραγματικότητας πρέπει να συνεχίσουμε με μια αναδρομή στο παρελθόν. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Ελλάδα ήταν πλεονασματική στην παραγωγή πολλών προϊόντων (έχοντας ελλείψεις, βέβαια, σε αρκετά βασικά αγαθά όπως κρέας, γαλακτοκομικά, δημητριακά), από εκεί και πέρα όμως κάτι άλλαξε. Αυτό το κάτι ήταν οι επιδοτήσεις. Επιδοτήσεις οι οποίες δόθηκαν ώστε οι παραγωγοί να αυξήσουν την παραγωγική τους δυνατότητα και ταυτόχρονα να διευρύνουν τις πωλήσεις τους, επιδιώκοντας να δημιουργήσουν κανάλια διανομής για εξαγωγές στο εξωτερικό. Στην ελληνική πραγματικότητα αυτές οι επιδοτήσεις δόθηκαν χωρίς σχέδιο, με ψηφοθηρικούς σκοπούς. Οι παραγωγοί θεωρούσαν πως οι επιδοτήσεις ήταν κάτι σαν επιβράβευση και συμπλήρωμα στο εισόδημά τους, έτσι έσπευσαν αμέσως να τις ξοδέψουν σε καταναλωτικά αγαθά, διασκέδαση κτλ. Οι παθογένειες που δημιούργησε αυτό το σύστημα, με ταυτόχρονη την απελευθέρωση των αγορών τη δεκαετία του 1990, οδήγησαν την παραγωγή να συρρικνωθεί (καθώς οι γεωργοί στηριζόταν στις επιδοτήσεις για το εισόδημα τους) και την εισαγωγή των πρώτων υλών από το εξωτερικό.

Πηγή εικόνας: PhotoMIX Company / Pexels

Οι εισαγόμενες πρώτες ύλες προσθέτουν μόνο ένα λιθαράκι στην ακρίβεια, καθώς αυτή -κατά γενική ομολογία- προκύπτει και από άλλες παθογένειες της χώρας μας. Αρχικά, το μικρό μέγεθος της αγοράς σε συνδυασμό με το μικρό αριθμό προμηθευτών και λιανεμπόρων δημιουργεί συνθήκες ολιγοπωλίου. Έτσι, όταν οι τιμές για κάποιο λόγο αυξάνονται, παρατηρείται το φαινόμενο οι τιμές να μην υποχωρούν ακόμη και όταν ο λόγος αύξησης εξανεμίζεται. Η Κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να ρυθμίσει την οικονομία πολύ αυστηρά, προστατεύοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

Σε μια υγιή αγορά, οι έμποροι χαμηλώνουν τις τιμές για να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, διαμορφώνοντας τις τιμές προς τα κάτω. Από την άλλη, σε ένα ολιγοπώλιο παρατηρούνται συμπαιγνίες και οι τιμές συνεχίζουν να βρίσκονται υψηλά. Στην Ελλάδα ο Φ.Π.Α. στα τρόφιμα (13% και 24%) είναι πολύ υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ενδεικτικά, ο αντίστοιχος φόρος στη Γερμανία διαμορφώνεται στο 7% και 19%, στην Κύπρο στο 5% και στο 19%, στην Πορτογαλία στο 6%, 13% και 23% και στην Ιταλία στο 4%, 5% και 10%.

Είναι φανερό πως ο υψηλός φόρος είναι το κερασάκι στην τούρτα της ακρίβειας. Οποιαδήποτε συζήτηση, όμως, για μείωση των φόρων στην Ελλάδα αποτελεί συζήτηση χωρίς ουσία, αν πρώτα δεν μπορεί να προστατευτεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Εκεί ακριβώς φαίνεται και η αδυναμία της Ελλάδος να λειτουργήσει σαν υγιής χώρα, καθώς όταν μειώνονται οι φόροι σε πολλές περιπτώσεις το κέρδος καρπώνεται από τους εμπόρους και οι καταναλωτές δεν βλέπουν κάποια μείωση. Οι ρυθμίστηκες αρχές σε καμία περίπτωση δεν προστατεύουν επαρκώς την ελεύθερη αγορά, οι πολιτικοί δεν τολμούν να προβούν σε «δύσκολες» αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και οι πολίτες πληρώνουν πανάκριβα τα προϊόντα που αγοράζουν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • «Κατάπιαν» τη μείωση του ΦΠΑ – Οι τιμές παρέμειναν ψηλά σε εστιατόρια, ταβέρνες, ταχυφαγεία, tanea.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Διαχρονικά ακριβά τα τρόφιμα στην Ελλάδα, Καθημερινή έντυπη έκδοση , Δήμητρα Μανιφάβα
  • Ο (Πραγματικός) Λόγος Που Δεν Μειώνεται Ο ΦΠΑ, Κοσμάς Μαρινάκης “Greekonomics”, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Μυρλίδης
Βασίλης Μυρλίδης
Γεννήθηκε το 1999 στο Διδυμότειχο, όπου και μεγάλωσε. Είναι τεταρτοετής φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και, συγκεκριμένα, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα εφαρμοσμένα οικονομικά, τη στατιστική, τις διεθνείς αγορές, τη διεθνή πολιτική, την κατανομή ισχύος και την πολιτική φιλοσοφία. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τη μουσική, καθώς παίζει κιθάρα, γιουκαλίλι, σάζι και τζουρά αλλά και την παραγωγή μουσικής, την ηχοληψία, όπως επίσης και τη ζωγραφική.