20.5 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜάχη του Σαρανταπόρου: Ο ελληνικός στρατός ανοίγει τον δρόμο για τη Μακεδονία

Μάχη του Σαρανταπόρου: Ο ελληνικός στρατός ανοίγει τον δρόμο για τη Μακεδονία


Του Δημήτρη Βασιλειάδη,

Στο προηγούμενο άρθρο εξετάστηκε η Μάχη των Γιαννιτσών. Όπως ειπώθηκε, υπήρξε μία εκ των σημαντικότερων συγκρούσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, μέσω της οποίας η Ελλάδα απέκτησε σημαντικό πλεονέκτημα για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, του πολυτιμότερου «επάθλου» στον συγκεκριμένο πόλεμο. Όμως, οι επιτυχίες αυτές δε θα είχαν έρθει, εάν οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν πετύχει μερικές ημέρες νωρίτερα μία νίκη που αποτελούσε τον πρόδρομο των επιτυχιών που θα ακολουθούσαν. Η άνωθεν νίκη επετεύχθη στη Μάχη του Σαραντοπόρου, η οποία διεξήχθη κατά τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τα «προλεγόμενα» της συγκεκριμένης σύγκρουσης, την εξέλιξη της μάχης, καθώς και τις συνέπειές της.

Όλα λοιπόν ξεκίνησαν στις 5 Οκτωβρίου 1912, όταν η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εισήλθε στο στρατόπεδο του Βαλκανικού Συνασπισμού. Αυτό αποτελούνταν από τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία. Αυτές οι χώρες μαζί με την Ελλάδα θα κατόρθωναν μέσα σε λίγους μήνες να αλλάξουν άρδην τον χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ωστόσο, πριν την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων, ο στρατός του Ελληνικού Βασιλείου βρισκόταν, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τις δυνάμεις των υπόλοιπων χωρών. Άλλωστε, ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 και η ταπεινωτική ήττα του ελληνικού κράτους ήταν το πιο πρόσφατο δείγμα γραφής του ελληνικού στρατού. Η αναδιοργάνωση που ακολούθησε κυρίως μετά το κίνημα στο Γουδί ήταν οπωσδήποτε ένα θετικό βήμα προς την αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων, αλλά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν φτάσει στο απαραίτητο επίπεδο μαχητικότητας για την αντιμετώπιση ενός εχθρού όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ο επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων, διάδοχος Κωνσταντίνος, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Ήδη από την πρώτη μέρα του πολέμου, οι δύο δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες. Συγκεκριμένα, σημειώθηκαν κάποιες συγκρούσεις μικρής έκτασης στην περιοχή της Ελασσόνας, την οποία οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν στις 6 Οκτωβρίου. Την επόμενη μέρα, ο ελληνικός στρατός συνέχισε την πορεία του προς τα βόρεια. Μόλις 4 ημέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, στις 9 Οκτωβρίου, οι επιτιθέμενοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πρώτη τους πρόκληση. Ειδικότερα, οι οθωμανικές δυνάμεις επέλεξαν να αμυνθούν στην οχυρή θέση του Σαρανταπόρου.

Η επιλογή των αμυνομένων να προβάλλουν την αντίστασή τους σε εκείνη την τοποθεσία μόνο τυχαία δε θα μπορούσε να θεωρηθεί, καθώς η φυσική οχύρωση που διέθετε ήταν ιδανική για τους περίπου 25.000 άνδρες του οθωμανικού στρατού. Επιπλέον, η πολυεπίπεδη συνεργασία που είχε αναπτύξει η Γερμανική Αυτοκρατορία με την οθωμανική εξουσία επηρέασε και τον στρατιωτικό τομέα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα Γερμανοί στρατιωτικοί να έχουν βοηθήσει στη σωστή αμυντική οργάνωση των Οθωμανών, προσθέτοντας οπωσδήποτε άλλη μία δυσκολία στο έργο των ελληνικών δυνάμεων.

Ωστόσο, οι παραπάνω δυσκολίες δεν έκαμψαν τη θέληση των επιτιθέμενων. Έτσι, το πρωί της 9ης Οκτωβρίου, ο επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων, διάδοχος Κωνσταντίνος, έδωσε το πρόσταγμα για επίθεση. Το σχέδιο του ελληνικού επιτελείου προέβλεπε τη μετωπική επίθεση της 2ης, της 3ης και της 6ης Μεραρχίας, ενώ την ίδια στιγμή η 1η, η 4η και η 5η Μεραρχία θα προσπαθούσαν να υπερκεράσουν τους αμυνόμενους. Η αντίσταση που συναντούσαν στις επιθετικές τους ενέργειες ήταν σφοδρή, ενώ η μορφολογία του εδάφους και οι άσχημες καιρικές συνθήκες δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο την εφαρμογή του ελληνικού σχεδίου.

Χάρτης που αποτυπώνει τις κινήσεις των 2 στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Πηγή εικόνας: upload.wikimedia.org

Το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου βρήκε τις ελληνικές δυνάμεις να έχουν σημειώσει μικρή πρόοδο. Εξαίρεση, όμως, αποτελούσε η 4η Μεραρχία. Η τελευταία είχε καταφέρει να σημειώσει μία ταχύτατη προέλαση από το αριστερό άκρο της παράταξης, προσεγγίζοντας έτσι τα νώτα του οθωμανικού στρατού. Παρά το γεγονός ότι η οθωμανική αντεπίθεση ανέκοψε την πορεία των επιτιθέμενων, ο επικεφαλής των αμυνομένων, Ταξίν Πασάς, διέταξε την άμεση αναδίπλωση των Οθωμανών. Η απόφαση αυτή προκαλεί προβληματισμό, καθώς οι αμυνόμενοι διέθεταν και εφεδρικές δυνάμεις, τις οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν. Οι σύγχρονοι ερευνητές υποθέτουν ότι η απόφαση αυτή οφείλεται στην έλλειψη πληροφοριών του οθωμανικού στρατοπέδου σχετικά με το μέγεθος και τις κινήσεις του ελληνικού στρατού.

Οι παραπάνω εξελίξεις λειτούργησαν, όπως είναι αντιληπτό, ευνοϊκά για τις ελληνικές δυνάμεις. Αυτές κατάφεραν στις 10 Οκτωβρίου να κυριεύσουν την περιοχή του Σαρανταπόρου, εξουδετερώνοντας κάθε προσπάθεια αντίστασης. Μάλιστα, στην κατοχή τους περιήλθε μία σεβαστή ποσότητα στρατιωτικού υλικού, το οποίο εγκαταλείφθηκε από τις αμυνόμενες δυνάμεις. Οι απώλειες και για τις 2 πλευρές δεν ήταν αμελητέες. Συγκεκριμένα, το ελληνικό στρατόπεδο μέτρησε 182 νεκρούς και 995 τραυματίες, με τους Οθωμανούς να έχουν 500 νεκρούς και ίδιο περίπου αριθμό τραυματιών με το ελληνικό στρατόπεδο.

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της μάχης, η 4η Μεραρχία κινήθηκε στα Σέρβια. Εκεί, όμως, αντίκρισε 75 εκτελεσμένους προκρίτους, με τις οθωμανικές δυνάμεις να έχουν υποχωρήσει βορειότερα. Με αυτόν τον τρόπο κλείνει ένα κεφάλαιο της ελληνικής στρατιωτικής Ιστορίας, στο οποίο αποδείχθηκε ότι ο ελληνικός στρατός είχε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και πλέον μπορούσε να είναι μία υπολογίσιμη δύναμη στα «μάτια» των γειτόνων του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο (1977), Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
  • Dakin, Douglas (2012) Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, 7η ανατύπωση, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
  • Hall, C. Richard (2000), The Balkan Wars 1912–1913, London and New York: Routledge
  • Hooton, Edward (2014), Prelude to the First World War: The Balkan Wars 1912–1913, U.K.: Fonthill Media

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Βασιλειάδης
Δημήτρης Βασιλειάδης
Γεννήθηκε το 2001 στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος των σπουδών του στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια που αφορούν το αντικείμενο σπουδών του. Ενδιαφέρεται για τη μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και την εξωτερική πολιτική των κρατών σε αυτά τα χρόνια.