12.7 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΜακρύς ακόμα ο δρόμος για την αύξηση της οικονομικής ελευθερίας στην Ελλάδα

Μακρύς ακόμα ο δρόμος για την αύξηση της οικονομικής ελευθερίας στην Ελλάδα


Του Κωνσταντίνου Γκότση,

Οι ελευθερίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής ευημερίας και της εξέλιξης των ατόμων που απαρτίζουν την κοινωνία. Πρόκληση του σύγχρονου δυτικού κόσμου είναι η εξασφάλιση της δημοκρατικής παράδοσης, καθώς και των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ελευθεριών. Έννοιες οι οποίες είναι αλληλένδετες μεταξύ τους και η επίτευξη της μίας απαιτεί την ύπαρξη των υπολοίπων. Στόχος, λοιπόν, πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση αυτών των ατομικών ελευθεριών, με αρωγό την πολιτεία, χωρίς διακρίσεις.

Δυστυχώς, η πραγματοποίηση αυτών των στόχων συναντά εμπόδια πολλές φορές τόσο από διάφορες κοινωνικές ομάδες που θέλουν να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους, ή απλά να επιβάλλουν τις απόψεις τους, όσο και από ενέργειες του κράτους. Τέτοιους είδους εμπόδια συναντώνται αρκετά έντονα στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες συμμαχικές της χώρες. Αυτά την καθιστούν κοινωνικά συντηρητική και οικονομικά προβληματική και αναποτελεσματική. Οι κοινωνικές ελευθερίες είναι αρκετά εύκολα κατανοητές σε όλους και υπάρχει κοινή αποδοχή για το ποιες είναι αυτές, ανεξαρτήτως αν το εκάστοτε άτομο συμφωνεί ή όχι με την ύπαρξή τους.

Αντιθέτως, όταν αναφερόμαστε σε οικονομικές ελευθερίες, δημιουργείται μία σύγχυση. Μέχρι και στο φιλελεύθερο «στρατόπεδο», που αποτελεί τον βασικό εκφραστή τους, τίθενται διαφωνίες ως προς τον πιο δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο επίτευξής τους. Ουσιαστικά, για τη διαμόρφωση μίας οικονομίας δίνεται έμφαση στην εδραίωση του ελεύθερου εμπορίου, των ελεύθερων αγορών, της ελευθερίας της επιλογής, την προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά και την ελευθερία δημιουργίας συλλογικοτήτων για την επίτευξη κοινών σκοπών, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Σε μία ελεύθερη κοινωνία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να δουλεύουν, να παράγουν, να καταναλώνουν, να επενδύουν και γενικά να συναλλάσσονται όπως επιθυμούν, χωρίς να υπονομεύουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υπολοίπων.

Οι μεταβολές στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας για την Ελλάδα. Πηγή εικόνας: theglobaleconomy.com

Σύμφωνα με διάφορους δείκτες οικονομικής ελευθερίας, είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ότι στην Ελλάδα, σε περίοδο κρίσεων, οι βαθμοί ελευθερίας πέφτουν κατακόρυφα. Το 2009, ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας για την Ελλάδα βρισκόταν στους 62 βαθμούς. Κατά την περίοδο της κρίσης χρέους ο δείκτης κατέγραψε πτώση περίπου 16%, φτάνοντας στο χαμηλό 53. Από το 2016 και μετά έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικά βήματα και έχει αυξηθεί ραγδαία η οικονομική ελευθερία στη χώρα μας. Η αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία το έτος 2020 μπορεί να ανέκοψε την περίοδο ανάπτυξης των προηγούμενων ετών, αλλά δεν περιόρισε ιδιαίτερα την επέκταση της οικονομικής ελευθερίας. Έτσι, έχει καταφέρει να εδραιωθεί στο κλιμάκιο των “Moderately Free” χωρών, έπειτα από μία δεκαετία υποβάθμισης των ελευθεριών που την είχαν ρίξει στις “Mostly Unfree”.

Ειδικότερα, όσον αφορά το κράτος δικαίου και, γενικότερα, τα νομοθετικά ζητήματα, έχει υπάρξει πρόοδος ως προς την εξασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, αν και ο εκσυγχρονισμός του κτηματολογίου έχει καθυστερήσει υπερβολικά. Γενικά, η δικαστική εξουσία είναι ένας από τους τομείς με τη μεγαλύτερη γραφειοκρατία. Το δικαστικό σύστημα της Ελλάδας θεωρείται αναποτελεσματικό, νωθρό και ανεπαρκές. Επιπλέον, κρίνεται από τους πολίτες ως ένας από τους πιο διεφθαρμένους τομείς τους δημοσίου. Συνεπώς, ο δικαστικός τομέας, ενώ έχει υπάρξει μία μικρή πρόοδος για τον εκσυγχρονισμό και την απλότητά του, συνεχίζει να λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ελληνική οικονομική ανάπτυξη, καθώς καθυστερεί ή ανακόπτει πολλές από τις εγχώριες οικονομικές δραστηριότητες.

Οι μεταβολές στον εταιρικό φορολογικό συντελεστή στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια. Πηγή εικόνας: tradingeconomics.com

Βασικός παράγοντας για τη διαμόρφωση ενός οικονομικά ελεύθερου περιβάλλοντος για την οικονομία είναι το μέγεθος του κράτους. Ισχυρή επιβραδυντική παράμετρος, ως προς την ανάπτυξη και την ελευθερία, είναι η παράλογα υψηλή φορολογία. Η φορολογική πολιτική, για να μην δημιουργήσει διαστρεβλώσεις στην αγορά, χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, μία αύξηση του μέσου φορολογικού συντελεστή (το πηλίκο των συνολικών φόρων που καταβάλλει μία οντότητα δια το εισόδημά του προ φόρων), καθώς ο οριακός φορολογικός συντελεστής (το ποσοστό μίας επιπρόσθετης νομισματικής μονάδας εισοδήματος που πρέπει να καταβληθεί σε φόρους) παραμένει σταθερός, σημαίνει ότι θα ανέβει η προσφερόμενη ποσότητα εργασίας σε κάθε δεδομένο πραγματικό μισθό προ φόρων. Αντίθετα, μία αύξηση του οριακού συντελεστή, ενώ ο μέσος είναι αμετάβλητος, θα προκαλέσει μείωση στην προσφερόμενη ποσότητα εργασίας. Κατά αυτόν τον τρόπο, μπορούν οι φορείς χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής να μεταβάλουν ως έναν βαθμό την προσφορά εργασίας, ανάλογα αν η οικονομία βρίσκεται σε υπερθέρμανση ή σε ύφεση. Ωστόσο, ένα περίπλοκο σύστημα φορολόγησης καθιστά την επιρροή της αυξομείωσης του φορολογικού συντελεστή αναποτελεσματική.

Οι μεταβολές στων ανώτερο φορολογικό συντελεστή εισοδήματος φυσικών προσώπων στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια. Πηγή εικόνας: tradingeconomics.com

Επιπλέον, η φορολογική πολιτική έχει τεράστια επίδραση στην παραγωγή, την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση. Μία αύξηση των φόρων εμποδίζει τη συγκέντρωση κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς. Με την αποθάρρυνση της επιχειρηματικότητας από το κεφάλαιο, περιορίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανεργία. Η αύξηση της ανεργίας αυξάνει τα έξοδα του δημοσίου και μειώνει ταυτόχρονα τα έσοδά του. Πιο συγκεκριμένα, αυξάνονται οι μεταβιβαστικές πληρωμές (επιδόματα ανεργίας) και συρρικνώνονται τα έσοδα από φόρους, λόγω των μειωμένων εισοδημάτων. Συνεπώς, το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να διαμορφώνεται ένα σχετικά απλό φορολογικό σύστημα με τους ελάχιστους δυνατούς συντελεστές, ώστε να μην εκτρέπεται η οικονομική δραστηριότητα, αλλά και να καλύπτονται οι απαραίτητες κρατικές δαπάνες, των οποίων τα οφέλη πρέπει να ξεπερνούν το κόστος.

Η Ελλάδα έχει ένα σύστημα προοδευτικής φορολογίας, με τον ανώτερο συντελεστή εισοδήματος φυσικών προσώπων να είναι 44%. Επίσης, συντελεστής εταιρικού φόρου βρίσκεται στο 24%. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση είναι 38,7%, ένα ποσοστό πολύ υψηλό. Ο Φ.Π.Α. (έμμεσος φόρος) σε αρκετά ακόμα αγαθά βρίσκεται στο 24%, ενώ σε πολλά άλλα ανέρχεται στο 13% και στο 6%. Γενικά, ο έμμεσος φόρος θεωρείται ο πιο άδικος τύπος φορολογίας, διότι δεν πληρώνεις βάσει του ύψους του εισοδήματός σου, αλλά βάσει της κατανάλωσης. Σύμφωνα με μελέτη του ΚΕ.ΦΙ.Μ., τις 76 μέρες τον χρόνο δουλεύεις για να πληρώνεις τους έμμεσους φόρους, 62 για ασφαλιστικές εισφορές, 42 για τους άμεσους φόρους και 1 ημέρα για φόρους κεφαλαίου. Οι πληρωμές σε φόρους και εισφορές ανέρχονται 2 φορές παραπάνω από αυτές που γίνονται για την κάλυψη των βασικών αναγκών.

Η διακύμανση του λόγου κρατικών δαπανών προς Α.Ε.Π. για την Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια. Πηγή εικόνας: tradingeconomics.com

Οι κρατικές δαπάνες τα τελευταία τρία χρόνια διαμορφώνονται στο 52,3% του Α.Ε.Π., τα δημοσιονομικά ελλείμματα ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 2,8% του Α.Ε.Π. και το δημόσιο χρέος βρίσκεται λίγες μονάδες κάτω από το 200% ως προς το Α.Ε.Π. Είναι προφανές ότι οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, συγκριτικά με τα κρατικά έξοδα, κρίνονται τεράστιες. Η Ελλάδα έχει παρουσιάσει τη 2η μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση ανάμεσα σε 28 κράτη της Ευρώπης την τελευταία δεκαετία. Σε αυτό οφείλεται και η ραγδαία ανάπτυξη της παραοικονομίας τα προηγούμενα χρόνια.

Η διακύμανση του λόγου δημοσίου χρέους προς Α.Ε.Π. τα τελευταία 25 χρόνια. Πηγή εικόνας: tradingeconomics.com

Τέλος, η ένταξή μας στην Ε.Ε. έχει βοηθήσει αρκετά στο να κρατηθεί ένα καλό επίπεδο ως προς το πόσο ανοιχτές είναι οι αγορές. Λόγω της Ένωσης, η Ελλάδα έχει σε ισχύ 46 εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες καταρρίπτουν αρκετά εμπόδια στις συναλλαγές. Ο σταθμισμένος μέσος δασμολογικός συντελεστής, ο οποίος είναι κοινός για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., βρίσκεται στο 2,9%. Επιπλέον, παρατηρείται ανεκτικότητα προς το ξένο κεφάλαιο, καθώς εγχώριοι και ξένοι επενδυτές αντιμετωπίζονται σχεδόν ισάξια. Κατά κύριο λόγο, τα γραφειοκρατικά εμπόδια είναι αυτά που τους αποθαρρύνουν στις επενδύσεις. Ενώ η ίδρυση μίας επιχείρησης είναι σχετικά απλή, οι πηγές χρηματοδότησης του κεφαλαίου είναι δυσεύρετες.

Επιπρόσθετα, κατά το παρελθόν κυρίως, υψηλές επιδοτήσεις σε κρατικές επιχειρήσεις υπέσκαπταν την ανταγωνιστικότητα και την ισχύ του ιδιωτικού τομέα. Σημαντική είναι και η σταθερότητα που έχει επιτευχθεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας, με το βασικό της «αγκάθι» να είναι το μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων που υπονομεύει τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Συνοψίζοντας, η Ελλάδα κατατάσσεται 85η (πρόσφατη πτώση 9 θέσεων) στην παγκόσμια κατάταξη ανάμεσα σε 165 χώρες και τελευταία μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., βάσει του δείκτη οικονομικής ελευθερίας του Heritage Organization και ανήκει στις “Moderately Free”. Μεμονωμένα στις πέντε βασικές παραμέτρους του δείκτη ταξινομείται: 153η στο μέγεθος κράτους, 54η στο κράτος δικαίου και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, 75η στην πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα, 18η στην ελευθερία στο διεθνές εμπόριο και 143η στο ρυθμιστικό περιβάλλον για την τραπεζική πίστη, τα εργασιακά και την επιχειρηματικότητα. Παρά την ευκαιρία που έχει  η Ελλάδα να εκσυγχρονιστεί ως μέλος της Ε.Ε., ακόμα υπολείπεται σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές ελευθερίες των ατόμων σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • 2022 Index oF Economic Freedom, Greece, hertage.org, διαθέσιμο εδώ
  • ΚΕΦΙΜ: Δουλεύουμε 6 μήνες το χρόνο μόνο για την Εφορία και τον ΕΦΚΑ, ot.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Οικονομική Ελευθερία: Ανησυχητική πτώση 9 θέσεων της Ελλάδας, kefim.org, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.