12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΟ ρόλος του OPEC+ στην αστάθεια της αγοράς πετρελαίου

Ο ρόλος του OPEC+ στην αστάθεια της αγοράς πετρελαίου


Του Κωνσταντίνου Γκότση,

Πολλές φορές στην Οικονομική Επιστήμη έχει αποδειχθεί πως η θεωρία απέχει από την πραγματικότητα. Η βασική μορφή αγοράς που διδάσκεται για την εις βάθος κατανόηση των οικονομικών είναι αυτή του τέλειου ανταγωνισμού. Αποτελεί μια αφηρημένη έννοια που υποδηλώνει μια αγορά, η οποία λειτουργεί εύρυθμα, με τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης αποκλειστικά να διαμορφώνουν τις τιμές των αγαθών. Επιπλέον, οι πόροι κατανέμονται δίκαια σε όλες τις επιχειρήσεις, χωρίς να υπάρχουν τριβές που προκαλεί η ασύμμετρη πληροφόρηση και η δυνατότητα σημαντικής διαφοροποίησης των προϊόντων.

Δυστυχώς, είναι λίγες οι περιπτώσεις αγορών που έχουν χαρακτηριστικά τόσο υψηλού ανταγωνισμού, συγκλίνοντας προς αυτήν τη μορφή. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι αγορές είναι ατελείς, δηλαδή, αποκλίνουν από μία ή περισσότερες προϋποθέσεις του τέλειου ανταγωνισμού. Μια τέτοια αγορά είναι το ολιγοπώλιο, το οποίο δημιουργείται όταν λίγες επιχειρήσεις μοιράζονται μεταξύ τους ένα μεγάλο μερίδιο του κλάδου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ολιγοπωλιακής αγοράς αποτελεί αυτή του πετρελαίου, μιας βασικής πρώτης ύλης παραγωγής καυσίμων και ενέργειας.

Συχνό φαινόμενο στα ολιγοπώλια είναι οι συμφωνίες σύμπραξης των επιχειρήσεων, γνωστές ως καρτέλ. Αυτό συμβαίνει λόγω της μεταξύ τους αλληλεξάρτησης, με αποτέλεσμα όσο ανταγωνίζονται να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς τόσο χαμηλότερα να διαμορφώνονται τα συνολικά κέρδη του κλάδου. Η εύκολη λύση που συμφέρει τους πάντες είναι να καθορίσουν ως μια επιχειρηματική οντότητα το ύψος της παραγωγής, των τιμών, των μεριδίων της αγοράς, καθώς και άλλων μεταβλητών, με στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Μόνο αν ενεργούν ως μονοπώλιο επιτυγχάνουν το υψηλότερο δυνατό κέρδος, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την είσοδο σε νέες επιχειρήσεις.

Ο OPEC+ είναι ίσως το πιο γνωστό καρτέλ διεθνώς. Συστάθηκε το 1960 από τις πέντε μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες πετρελαίου: τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν, το Ιράκ, το Κουβέιτ και την Βενεζουέλα. Σήμερα συγκροτείται από δεκατρία μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Νιγηρίας, της Αγκόλας, της Λιβύης, του Εκουαδόρ, της Αλγερίας, της Γκαμπόν, της Δημοκρατίας του Κονγκό, της Ισημερινής Γουινέας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ο λόγος διαμόρφωσης ολιγοπωλίου στην αγορά του πετρελαίου είναι ότι λίγες χώρες δυστυχώς έχουν το προνόμιο να βρίσκονται πάνω από τον μαύρο χρυσό.

Τα πρώτα χρόνια, τον έλεγχο παραγωγής πετρελαίου κατείχαν οι διεθνείς πετρελαϊκές επιχειρήσεις, ο οποίος, όμως, μεταφέρθηκε στα κράτη της συμμαχίας το 1973. Ο φαινομενικός στόχος του OPEC+ είναι ο συντονισμός των πετρελαιοπαραγωγών, ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα της τιμής, χωρίς έντονες διακυμάνσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, δημιουργήθηκε για το άκρως αντίθετο. Για να μπορούν αυτές οι χώρες να ελέγχουν ευκολότερα την τιμή του πετρελαίου, το οποίο είναι αναγκαίο αγαθό για κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά παγκοσμίως, ώστε να μπορούν να ασκούν πολιτικές πιέσεις διεθνώς. Αυτό ακριβώς μαζί με την ανικανότητα ρύθμισης της τιμής του πετρελαίου θα αποδειχθούν παρακάτω.

Τον ρόλο της δεσπόζουσας χώρας με ηγεσία ως προς την τιμή τον κατείχε για πολλά χρόνια η Σαουδική Αραβία, καθορίζοντας αυτή τις τιμές αγοράς του αργού πετρελαίου. Η τιμολογιακή πολιτική της συμμαχίας στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ειδικά μετά τον πόλεμο ανάμεσα σε Αραβία και Ισραήλ, αύξανε την τιμή του προϊόντος, καθώς η ζήτηση παρουσίαζε ανελαστικότητα διατηρώντας την τιμή σχεδόν αμετάβλητη όλη την δεκαετία. Συγκεκριμένα, έφτασε στα $12 το βαρέλι από $3 που ήταν το 1973. Το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού εκείνη την περίοδο, λόγω της μακρόχρονης νομισματικής «χαλάρωσης», ευνόησε την άνοδο του πετρελαίου και κατά συνέπεια τα κέρδη του OPEC+. H ζήτηση μειώθηκε τη δεκαετία του ’80, έπειτα από μια απότομη άνοδο στην τιμή του (από $15 σε $40 το βαρέλι), αλλά και από την ύφεση που προκλήθηκε από την επιθετική αύξηση των επιτοκίων από την FED, μειώνοντας τη ρευστότητα στην οικονομία, με σκοπό τη χαλιναγώγηση του πληθωρισμού.

Πηγή εικόνας: Kerfin7 / Freepik

Για να καταφέρει ο OPEC να διατηρήσει τα κέρδη του, περιόρισε τις ποσοστώσεις παραγωγής, ώστε να κρατήσει την τιμή σε υψηλό επίπεδο. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά από τη συμμαχία είτε για να στηρίξουν την τιμή του πετρελαίου είτε για γεωπολιτικούς λόγους. Βέβαια, η αύξηση της παραγωγής από χώρες που δεν είναι μέλη του OPEC+, η αθέτηση των συμφωνιών μεταξύ των μελών εντός της συμμαχίας, αλλά και η μείωση της ζήτησης του πετρελαίου από την ανάπτυξη της τεχνολογίας εξοικονόμησης ενέργειας, τις αυξήσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης καυσίμων και τους γενικότερους στόχους για την «πράσινη» μετάβαση, έχουν αποδυναμώσει σχετικά την επίδρασή της στην αγορά.

Παρόμοιες ήταν και οι αιτίες τα επόμενα χρόνια για τις διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου. Από τη μία, κατά την περίοδο πολέμων και αναταράξεων, όπως αυτών στο Ιράκ και της ανεργίας στη Βενεζουέλα, εκτοξευόταν η τιμή του λόγω της δημιουργίας εμποδίων στην παραγωγή και τη μεταφορά. Από την άλλη, σε περιόδους υφέσεων, όπως αυτών στις αρχές του ’90 στις δυτικές οικονομίες, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας στην Άπω Ανατολή και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, οι τιμές υποχωρούσαν ακολουθούμενες τη μειωμένη ζήτηση. Ο OPEC+ για να στηρίξει την τιμή του πετρελαίου άμβλυνε την προσφορά βαρελιών στην αγορά δημιουργώντας ελλείψεις, μέχρι τουλάχιστον να επέλθει ξανά η ανάκαμψη στις οικονομίες. Στα τέλη του 2001, η σχέση της συμμαχίας του OPEC με των άλλων πετρελαιοπαραγωγών ενισχύθηκε, πράττοντας από κοινού μείωση της παραγωγής για να ωθήσουν την τιμή προς τα πάνω, αυξάνοντας ξανά την επιρροή του.

Πραγματοποιώντας μια ανασκόπηση της αγοράς πετρελαίου σήμερα, είναι εύκολο να παρατηρήσουμε την επιρροή της Ρωσίας στον κλάδο, αλλά και την εισχώρησή της στα εσωτερικά ζητήματα του OPEC+. Επίσης, προφανής είναι η κόντρα ανάμεσα στους επενδυτές που παίρνουν θέση πώλησης στην αγορά του πετρελαίου (short-sellers) και τον Σαουδάραβα Υπουργό Ενέργειας, Abdulaziz bin Salman. Η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας έχει σκοπό να συντρίψει την  ομάδα των επενδυτών που παίρνουν αντίθετη θέση στο πετρέλαιο και οποιονδήποτε στέκεται εμπόδιο στην κερδοφορία της συμμαχίας.

Η διακύμανση της τιμής του Crude Oil WTI σε δολάρια ανά βαρέλι τα τελευταία δέκα χρόνια. Πηγή εικόνας: tradingeconomics.com

Όταν άρχισε η πτώση στην τιμή του πετρελαίου τον Ιούνιο, το W.T.I. (West Texas Intermediate) στη spot αγορά του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης βρισκόταν πολύ πάνω από τα $100 το βαρέλι. Ο OPEC ισχυρίζεται ότι υπάρχει ισχυρή ζήτηση στην αγορά, παρά τις θέσεις των επενδυτών, ενώ στην πραγματικότητα έχει μειωθεί αισθητά η προσφερόμενη ποσότητα από τον OPEC, πάντα με τη συγκατάθεση του πλέον μεγάλου παίκτη της διεθνούς σκακιέρας, της Ρωσίας. Ωστόσο, η ζήτηση έχει διατηρηθεί ελαφρώς, από την απελευθέρωση αμερικανικού crude oil από την US Strategic Petroleum Reserve. Παρόλα αυτά, προς το παρόν, επικρατούν οι short-sellers, με την τιμή του W.T.I. να υποχωρεί διαδοχικά του επόμενους μήνες και τον Σεπτέμβριο η πτώση να αγγίζει το 11%. Στην επόμενη συνάντηση του OPEC+ αναμένεται επιπλέον επιθετική μείωση της παραγωγής, αντίστοιχης αυτής την περίοδο της πανδημίας, ώστε να σοκάρουν τις αγορές.

Έως τώρα το πετρέλαιο έχει υποστεί πτώση της τάξης του 40% από τον Φεβρουάριο, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, που έστειλε τις τιμές των διαφόρων ειδών πετρελαίων στο peak τους. Οι bear επενδυτές εμμένουν στις πεποιθήσεις τους για την πορεία της τιμής, τροφοδοτούμενοι από τη μείωση της αξίας των κεφαλαίων παγκοσμίως, την ανατίμηση του δολαρίου, τους αδύναμους ευρωπαϊκούς P.M.Is και τη συνεχιζόμενη νομισματική «σύσφιξη» των Κεντρικών Τραπεζών.

Συνοψίζοντας, στην αγορά πετρελαίου τους τελευταίους μήνες παρατηρούνται αρκετές αντίρροπες δυνάμεις, με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν δύο ισχυρά στρατόπεδα επενδυτών, με τους bears (απαισιόδοξους επενδυτές) έναντι των bulls (αισιόδοξοι επενδυτές) να επικρατούν έως τώρα. Πέραν των παραπάνω που αναφέρθηκαν, ανοδικές τάσεις προκαλούν η κλιμάκωση του Ρωσο-Ουκρανικού και της εμφύλιας διαμάχης στην Λιβύη, η χαμηλότερη των εκτιμήσεων παραγωγή από τον OPEC+ και τη Νορβηγία, καθώς και οι νέες επερχόμενες κυρώσεις της Ε.Ε. στο ρωσικό πετρέλαιο (πλαφόν). Αυτά τα γεγονότα, όμως, υπερκαλύφθηκαν από τις πτωτικές πιέσεις που επέφεραν η συνεχόμενη αύξηση της πιθανότητας παγκόσμιας ύφεσης, η επιδείνωση των τρεχόντων μακροοικονομικών δεδομένων, η επιθετική άνοδος των επιτοκίων, αλλά και τα θετικά νέα για αύξηση της παραγωγής από τα κινεζικά διυλιστήρια, η εύρεση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου στην Ανατολική Μεσόγειο και η αποδέσμευση στρατηγικών αποθεμάτων καυσίμων της Ελβετίας από αρχές Οκτώβρη.

Αυτή η σύντομη εξιστόρηση και ανάλυση των γεγονότων, μας οδηγούν στα κοινώς αποδεκτά συμπεράσματα, ότι η χρήση ποσοστώσεων προσφοράς από τα καρτέλ πετρελαίου είτε αυτά καθοδηγούνται από τη Σαουδική Αραβία είτε από τη Ρωσία δεν καταφέρνουν να επιτυγχάνουν μόνιμα συγκεκριμένη σταθερή τιμή. Η δυσκολία αυτή έγκειται στην ανελαστική ζήτηση του πετρελαίου ως προς την τιμή, ενώ ως προς το εισόδημα παρουσιάζεται ελαστική, καθώς και στην έντονη παρουσία κερδοσκόπων επενδυτών (speculators), με συνέπεια να προκαλείται σημαντική διακύμανση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Εισαγωγή στην μικροοικονομική, John Sloman, Alison Wride, Dean Garratt, Γενική επιμέλεια: Φάμπιο Αντωνίου, Νικόλαος Γιαννακόπουλος, Ιωάννης Γιωτόπουλος, Εκδόσεις Πασχαλίδης
  • Energy & Precious Metals – Weekly Review and Outlook, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Κωνσταντίνος Γκότσης, Αρχισυντάκτης Οικονομικών
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.