19.8 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΑρχαία Αιγυπτιακή Γλώσσα: Από την ιερογλυφική γραφή των πρώτων Φαραώ στα κοπτικά...

Αρχαία Αιγυπτιακή Γλώσσα: Από την ιερογλυφική γραφή των πρώτων Φαραώ στα κοπτικά των χριστιανικών χρόνων


Του Σπύρου Βαλάβανη,

Η αρχαία αιγυπτιακή αποτελεί μία από τις παλαιότερες γλώσσες του κόσμου. Η κατανόηση της ιστορίας και του πολιτισμού της Αρχαίας Αιγύπτου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αποκρυπτογράφηση της γραφής της, που έλαβε χώρα τον 19ο αιώνα και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Γλωσσολογίας και της Αρχαιολογίας. Σε αυτό, λοιπόν, το άρθρο θα γίνει μία επισκόπηση στην εξέλιξη της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας και γραφής μέσα στη μακραίωνη ιστορία της.

Αρχικά, οι γνώσεις μας για την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα οφείλονται στην ανακάλυψη μιας τρίγλωσσης επιγραφής, της γνωστής Στήλης της Ροζέττας. Το 1799, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, ανακαλύφθηκε τυχαία από στρατιώτες του μία σπασμένη επιγραφή από μαύρο βασάλτη, κοντά στη σύγχρονη πόλη Ροζέττα ή Ρασίντ. Όταν οι Βρετανοί κατάφεραν και εκδίωξαν τους Γάλλους από την Αίγυπτο, η μυστηριώδης αυτή στήλη μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Σύντομα διαπιστώθηκε πως πρόκειται για ένα κείμενο που επαναλαμβανόταν σε τρεις γλώσσες: την ιερογλυφική του Μέσου Βασιλείου, τη δημώδη των Πτολεμαίων και την ελληνική μετάφρασή τους. Το 1822, ο Γάλλος γλωσσολόγος Jean-François Champollion κατάφερε να σπάσει τον κώδικα και, βασιζόμενος στο ελληνικό κείμενο, να μεταφράσει τα άλλα δύο κείμενα. Με βάση, λοιπόν, τις διάφορες μελέτες που έχουν γίνει, η Στήλη της Ροζέττας χρονολογείται ακριβώς στο 196 π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Ε’ του Επιφανούς και η ανάγνωσή της ήταν η βάση για τη μελέτη των αιγυπτιακών ιερογλυφικών. Σήμερα, η Στήλη της Ροζέττας φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.

Το κατόρθωμα του Champollion είχε ανοίξει τον δρόμο για την αποκρυπτογράφηση της αρχαίας αιγυπτιακής γραφής και, αμέσως μετά από αυτόν, ακολούθησε η συστηματική μελέτη των αιγυπτιακών κειμένων. Επομένως, με τα μέχρις στιγμής δεδομένα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τόσο την ιστορία, όσο και την ίδια τη δομή της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας και γραφής. Με βάση, λοιπόν, τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα κατατάσσεται στην αφροασιατική ή χαμιτοσημιτική γλωσσική οικογένεια μαζί με τις σημιτικές γλώσσες, τη βερβερική, την τσαδική, την κουσσιτική και την ομοτική γλώσσα. Η ιστορία της αρχαίας αιγυπτιακής διακρίνεται σε πέντε στάδια, με βάση τη μορφολογική και σημασιολογική εξέλιξή της. Τα στάδια αυτά είναι τα εξής: τα αρχαία αιγυπτιακά του Παλαιού Βασιλείου (2600-2000 π.Χ.), τα μέσα ή κλασικά αιγυπτιακά του Μέσου Βασιλείου (2000-1300 π.Χ.), τα νέα αιγυπτιακά του Νέου Βασιλείου (1300-700 π.Χ.), τα δημώδη αιγυπτιακά της πτολεμαϊκής και ρωμαϊκής Αιγύπτου (700 π.Χ.-300 μ.Χ.) και, τέλος, τα κοπτικά της χριστιανικής και ισλαμικής περιόδου (300-1500 μ.Χ.).

Η Στήλη της Ροζέττας. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Παράλληλα με την εξέλιξη της γλώσσας συνεπαγόταν η εξέλιξη της γραφής. Έτσι, μέσα στο πέρασμα των αιώνων, προέκυψαν δύο συστήματα γραφής: η ιερογλυφική και η ιερατική με το παράγωγό της, τη δημώδη ή δημοτική. Η ιερογλυφική ήταν το επίσημο σύστημα γραφής του Παλαιού, Μέσου και Νέου Βασιλείου. Σε αυτή τη γραφή είναι αποτυπωμένα τα Κείμενα των Πυραμίδων, τα οποία αποτελούν το παλαιότερο corpus κειμένων στον κόσμο. Η ιερογλυφική γραφή, αν και εμφανίστηκε σχεδόν παράλληλα με τις σφηνοειδείς γραφές που κυριάρχησαν στην υπόλοιπη Εγγύς Ανατολή, αναπτύχθηκε ανεξάρτητα και δεν δέχθηκε καμία επίδραση από αυτές. Τα ιερογλυφικά γράφονταν σε ποικίλες κατευθύνσεις, είτε οριζόντια (από αριστερά προς τα δεξιά ή από τα δεξιά προς τα αριστερά) είτε κάθετα (από πάνω προς τα κάτω), και για την αποτύπωσή της χρησιμοποιούσαν δύο τύπους συμβόλων: τα λογογράματα και τα φωνογράμματα. Στα λογογράμματα ή εικονογράμματα κάθε εικόνα αντιπροσώπευε ένα αντικείμενο, ενώ στα φωνογράμματα κάθε σύμβολο αναπαριστά έναν ήχο ή μια σειρά ήχων. Η ιερογλυφική αποτελούσε μνημειακή γραφή, καθώς τα σύμβολα χαράζονταν πάνω στα αρχιτεκτονικά μνημεία των Αιγυπτίων, όπως, για παράδειγμα, στις πυραμίδες. Για αυτόν τον λόγο, η ιερογλυφική γραφή έχει αποκτήσει σήμερα όχι μόνο φιλολογική και ιστορική, αλλά και καλλιτεχνική και αισθητική αξία. Παρόλο που με την πάροδο των αιώνων η χρήση της ιερογλυφικής στα κρατικά κείμενα υποχώρησε, κατάφερε και επιβίωσε ως και τον 3ο αι. μ.Χ. ως διακοσμητικό στοιχείο στην τέχνη.

Η ιερατική γραφή αποτελεί μια πιο απλουστευμένη εξέλιξη της ιερογλυφικής και η χρήση της επιτρεπόταν αποκλειστικά από το ιερατείο και χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με την ιερογλυφική. Σε αντίθεση με την ιερογλυφική, η ιερατική γραφόταν μόνο από τα δεξιά προς τα αριστερά και χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη συγγραφή κυβερνητικών εγγράφων, επιστολών, λογοτεχνικών, θρησκευτικών, ιατρικών και μαγικών κειμένων. Η ιερατική, όπως και η δημώδης αργότερα, γραφόταν κυρίως πάνω σε παπύρους με το αρχαιότερο δείγμα αυτής να είναι οι πάπυροι Gebelein, λογοτεχνικά κείμενα μιας περιοχής της Άνω Αιγύπτου. Η δημώδης ή δημοτική γραφή, από την άλλη, εμφανίστηκε σταδιακά από τον 8ο αι. π.Χ. και σιγά-σιγά αντικατέστησε την ιερατική. Ήταν μία περίοδος που η Αίγυπτος είχε χάσει πια την ανεξαρτησία της και αποτελούσε τμήμα διαφόρων αυτοκρατοριών, όπως των Ασσυρίων, των Περσών, των Μακεδόνων και, τέλος, των Ρωμαίων. Ονομάστηκε δημώδης από τον Ηρόδοτο, καθώς χρησιμοποιούνταν σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Η μορφή της ήταν ακόμα πιο απλουστευμένη από την ιερατική και όπως και η ιερατική, έτσι και η δημώδης γραφόταν από τα δεξιά προς τα αριστερά. Η χρήση διήρκησε ως και τα χρόνια των Πτολεμαίων, οπότε άρχισε να παραμερίζεται, λόγω της εισβολής της ελληνικής ως γλώσσας του κρατικού μηχανισμού. Είναι η περίοδος της εμφάνισης της κοπτικής γλώσσας.

Πάπυρος με κείμενο γραμμένο στη σαχιδική διάλεκτο των κοπτικών. Βρετανικό Μουσείο. Πηγή εικόνας: wikimedia.commons.org

Τα κοπτικά αποτέλεσαν τομή στην ιστορία της γλώσσας, καθώς ήταν η πρώτη φορά που οι Αιγύπτιοι υιοθετούσαν το αλφάβητο. Αυτό σημαίνει πως για πρώτη φορά κατέγραφαν τα φωνήεντα, κάτι που δεν γινόταν στα προηγούμενα συστήματα γραφής. Η κοπτική γλώσσα άρχισε να εμφανίζεται στα χρόνια της δυναστείας των Πτολεμαίων και αποτελεί το τελευταίο εξελικτικό στάδιο της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας. Η κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Μ. Αλέξανδρο είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή της ελληνικής και την επίδρασή της πάνω στην αιγυπτιακή. Στην ουσία, τα κοπτικά είναι μία εξελιγμένη μορφή της δημώδους γλώσσας με τη χρήση του ελληνικού αλφάβητου. Ωστόσο, διατήρησε σε γενικές γραμμές τη γραμματική, το συντακτικό και το λεξιλόγιο των προηγμένων συστημάτων. Σε αυτή τη γλώσσα γράφτηκαν πολλά από τα πρώτα χριστιανικά κείμενα, καθώς ορίστηκε και ως η επίσημη γλώσσα της Κοπτικής Εκκλησίας και παραμένει μέχρι και σήμερα. Η κοπτική διακρινόταν, επίσης, σε έξι διαλέκτους: τη σαχιδική, τη βοχαϊρική, την ακμιμική, τη λυκοπολιτική, τη φαγιουμική και την οξυρυγχιτική. Η γλώσσα αυτή συνέχισε να ομιλείται από τους κατοίκους και μετά την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου τον 7ο αι. μ.Χ. μέχρι τον 16ο αι., οπότε και σταμάτησε, για να παραμείνει μόνο ως λειτουργική γλώσσα της εκκλησίας, αν και γίνονται προσπάθειες αναβίωσης της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Bahn, Paul G. (2004), Αρχαιολογία: Οδηγός στο παρελθόν και τους θησαυρούς του κόσμου, μτφρ. Μπεττίνα Τσιγαρίδα, Αθήνα: Εκδ. Καπόν
  • Καραντζόλα, Ελένη, Συστήματα γραφής στο Μεσογειακό χώρο: Ενότητα 4: Αιγυπτιακά ιερογλυφικά, Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών. Διαθέσιμο εδώ
  • Κουσούλης, Παναγιώτης (2015), Εισαγωγή στην Αρχαία Αιγυπτιακή Γλώσσα και Γραφή, Αθήνα: Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα. Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σπυρίδων Βαλαβάνης
Σπυρίδων Βαλαβάνης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998. Είναι επί πτυχίω φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συμμετάσχει εθελοντικά σε ανασκαφές στη Ραφήνα και τον Μαραθώνα και έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την Ιστορία και τους αρχαίους πολιτισμούς. Είναι γνώστης της αγγλικής και στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την μουσική και την πεζοπορία.