Του Αρσένιου Σακελλάρη,
Πρώτη φορά που η Ελλάδα ανέλαβε την ευθύνη εφαρμογής του μουσουλμανικού δικαίου στους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης ήταν με τη συνθήκη των Αθηνών του 1913. Στη συνέχεια, την ίδια ακριβώς διεθνή υποχρέωση ανέλαβε η χώρα μας με τις Συνθήκες των Σεβρών, του 1920, και της Λωζάνης, του 1923. Σε εθνικό επίπεδο, η δυνατότητα εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής κατοχυρώθηκε και αποτυπώθηκε σε τελικό στάδιο με την ψήφιση και έκδοση του νόμου 1920/1991, που επικύρωσε την αντίστοιχη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Ηγετών».
Παραλείποντας τα σχετικά με τον διορισμό, τη βαθμο-μισθολογική κατάσταση και την παύση της θέσης του Μουφτή, του υπεύθυνου για την ερμηνεία και απόδοση των νόμων και των κανόνων του Κορανίου, οι διατάξεις στις οποίες αξίζει, ίσως περισσότερο, να εμείνουμε είναι αυτές του άρθρου 5 του ν. 1920/1991. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 2 καθορίζει ότι, πέρα από τα θρησκευτικά και γνωμοδοτικά του καθήκοντα, ασκεί ακόμα και δικαιοδοτικά καθήκοντα, σε σχέση με τους γάμους, τις διατροφές (νεφακά), τις επιτροπείες, τις κηδεμονίες, τις χειραφεσίες ανηλίκων, τις ισλαμικές διαθήκες και την εξ αδιαθέτου διαδοχή των Ελλήνων μουσουλμάνων της περιφέρειάς του. Γίνεται φανερό, έτσι, ότι, παρά το γεγονός πως η απαρίθμηση των ζητημάτων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου που ανήκουν στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι περιοριστική, του δίνεται μια ευρεία εξουσία, ώστε να λειτουργεί ως de facto δικαστής.
Προς αποφυγή παρερμηνεύσεων και παρεξηγήσεων, όμως, πρέπει να γίνει σαφές το πεδίο εφαρμογής του μουσουλμανικού δικαίου στην Ελλάδα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον νόμο, το δίκαιο της σαρία δεν επεκτείνεται και στους Έλληνες μουσουλμάνους της Δωδεκανήσου ή οποιασδήποτε άλλης περιοχής της Ελλάδας, πέραν της Θράκης, διότι εκεί δεν έχει δικαιοδοτική εξουσία ο Μουφτής. Άλλο είναι το γεγονός, φυσικά, ότι δεν χάνει την ιδιότητα του θρησκευτικού ηγέτη και κάλλιστα μπορούν να προστρέξουν σε αυτόν για οποιοδήποτε θρησκευτικό ζήτημα τους απασχολεί.
Ούτε πάλι υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του ιερού μουσουλμανικού νόμου στους μουσουλμάνους της Θράκης που δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα, καθώς η κατοχή της κρίνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 1920/1991. Βάσει της στενής τελολογικής, μάλιστα, ερμηνείας του νόμου, ο οποίος έχει ως έρεισμα τη συνθήκη της Λωζάνης, το προς υπαγωγή στον νόμο πρόσωπο, πέρα από την κατοχή της ελληνικής υπηκοότητας, πρέπει να ανήκει και στους ανταλλάξιμους ή τους απογόνους τους. Έτσι, είτε στη μία είτε στην άλλη από τις παραπάνω περιπτώσεις, το ελληνικό δίκαιο είναι αυτό που διέπει τις σχέσεις των πολιτών μουσουλμανικού θρησκεύματος και τα ελληνικά τακτικά δικαστήρια είναι τα αρμόδια να επιληφθούν για αυτές.
Επιπλέον, είναι άξιο σημείωσης ότι ο Μουφτής έχει δικαιοδοσία, υπό την προϋπόθεση ότι η έννομη σχέση οικογενειακού ή κληρονομικού δικαίου αφορά αποκλειστικά και μόνο μουσουλμάνους της Θράκης. Σε περίπτωση, δηλαδή, που το ένα εκ των δύο ή παραπάνω εμπλεκόμενων μερών είναι αλλόθρησκος ή μουσουλμάνος που ζει, λόγου χάριν, στα Δωδεκάνησα, δεν μπορεί ο ιεροδίκης να επιληφθεί της υπόθεσης. Όπως και να έχει, όμως, οι Έλληνες μουσουλμάνοι της Θράκης έχουν την ευχέρεια και το δικαίωμα να επιλέξουν την υπαγωγή τους είτε στη δικαιοδοσία του Μουφτή είτε στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων, των οποίων η αρμοδιότητα είναι συντρέχουσα.
Επιπρόσθετα, θα ήταν παράλειψη, αν δεν δινόταν η πρέπουσα σημασία και στην περιγραφή της τρίτης παραγράφου του άρθρου 5, που προβλέπει ότι οι εκδιδόμενες αποφάσεις του Μουφτή, για να εκτελεσθούν και να αποτελούν δεδικασμένο, πρέπει πρώτα να κηρυχθούν εκτελεστές από το αντίστοιχο κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο και ότι το δικαστήριο ερευνά μόνο αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόστηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα.
Το τελευταίο, μάλιστα, θέμα της συνταγματικότητας, όπως και η προβλεπόμενη σε επόμενο εδάφιο της παραγράφου δυνατότητα προσφυγής κατά των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της αντίστοιχης περιοχής, είναι ζητήματα και δυνατότητες που προστέθηκαν με τον ν. 1920/1991. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, βέβαια, η επικύρωση των αποφάσεων του Μουφτή δεν υπεισερχόταν σε έντονο βαθμό στο στάδιο κρίσης της αντισυνταγματικότητας, όπως θα έπρεπε, αλλά στις πλείστες των περιπτώσεων αναφερόταν απλώς ότι «οι διατάξεις που εφαρμόστηκαν δεν αντίκεινται στο ισχύον Σύνταγμα».
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και τον ολοένα και μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας, λόγω της αναπροσαρμογής των κοινωνικοοικονομικοπολιτικών δεδομένων, τίθεται υπό μεγαλύτερη αμφισβήτηση η μη αντισυνταγματικότητα διατάξεων του δικαίου της σαρία που υποβαθμίζουν το ρόλο της γυναίκας και υποδαυλίζουν την πιστή τήρηση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων. Πέρα, όμως, από την αντισυνταγματικότητα αυτών των διατάξεων, αυτές αντίκεινται και σε πλήθος διεθνών συμβατικών κειμένων που κύρωσε η χώρα μας.
Χαρακτηριστικός είναι ο έντονος προβληματισμός, τόσο των Ελλήνων θεωρητικών όσο και της Επιτροπής της Σύμβασης του ΟΗΕ, για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης κατά των γυναικών, αλλά και της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης στις κατά καιρούς εκθέσεις τους. Οφείλει, πάντως, να ομολογηθεί ότι τρέφονται πολλές αισιόδοξες βλέψεις χάρη στην πρόσφατη νομολογία των Μονομελών Πρωτοδικείων της Θράκης, όπου σειρά αποφάσεων αποτυπώνουν την αντισυνταγματικότητα αρκετών αποφάσεων του Μουφτή.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί για το μουσουλμανικό δίκαιο στην Ελλάδα ότι αποτελεί ένα sui generis διαπροσωπικό δίκαιο, που ενέχει και στοιχεία διατοπικού δικαίου, καθώς εφαρμόζεται αποκλειστικά σε πρόσωπα (Έλληνες πολίτες) με βάση το θρήσκευμά τους, ενώ, παράλληλα, απαραίτητη περαιτέρω προϋπόθεση για την εφαρμογή του τίθεται η σύνδεση με τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή της Θράκης. Κατά γενική ομολογία, πάντως, ο δικαστής πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός την ώρα επικύρωσης των αποφάσεων του Μουφτή, λόγω της έντονης αντιπαράθεσης πολλών από τις διατάξεις του ιερού μουσουλμανικού δικαίου με το σύνταγμά μας, αλλά και με διεθνή συμβατικά κείμενα που, επίσης, μας δεσμεύουν. Χαρακτηριστικό θετικό βήμα σε αυτό αποτελεί ο σχετικά πρόσφατος νόμος 4511/2018, προσθέτοντας και τέταρτη παράγραφο στο άρθρο 5 του ν. 1920/1991, ξεκαθαρίζοντας σε ικανοποιητικό βαθμό το τοπίο, αφήνοντας, όμως, νέους προβληματισμούς, σχετικούς με τα ανωτέρω αναφερόμενα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Ε. Βασιλακάκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 6η έκδ., 2017