Tης Μαρίας Σαρρή,
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο κόσμος βρέθηκε να διερωτάται τι πρόκειται να γίνει με την ασφάλειά του. Δεν είναι ένας παράλογος φόβος, αλλά ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας. Μια αναθεωρητική δύναμη, η Ρωσία, εισβάλει σε ένα άλλο κράτος, ενώ παράλληλα εξαπολύει απειλές σε γειτονικές χώρες, προκειμένου να δημιουργήσει αναταραχή. Με τα μάτια στραμμένα στον πόλεμο, αρκετοί τάσσονται υπέρ του περιορισμού της ρωσικής ισχύος, με στόχο η ίδια να επανεξετάσει τις κινήσεις της. Φαίνεται, όμως, πως, ως προς τον οικονομικό τομέα, η Ευρώπη δεν μπορεί με αυτόν τον τρόπο να εγγυηθεί την ευημερία της μακροπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η οποία εκδόθηκε τον Απρίλιο, η κατάσταση χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως ενώ η ανάκαμψη από την πανδημία δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, ο πόλεμος χτυπά την Γηραιά Ήπειρο με έντονο τρόπο. Πριν την εισβολή, οι προηγμένες και αναδυόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες είχαν ανακτήσει ένα μεγάλο μέρος από τις απώλειες του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος του 2020. Όμως, παρόλα αυτά, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις δεν είναι τόσο μεγάλες, όσο πριν από την πανδημία. Συνεπώς, ενώ φαινομενικά η οικονομία αντιμετωπίζει μια ανοδική πορεία, στην πραγματικότητα, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν έχουν φτάσει στο επιθυμητό σημείο.
Συνέπεια της ρωσικής εισβολής είναι οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των εμπορευμάτων και μια γενική επιδείνωση της προσφοράς. Αυτό έχει ως φυσικό επακόλουθο την τροφοδότηση του πληθωρισμού. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις διατηρούν τα ίδια επίπεδα κατανάλωσης, όμως στην πραγματικότητα εμφανίζεται μείωση των εισοδημάτων και των κερδών, ως απόρροια του γενικού κλίματος. Αυτό σημαίνει πως για τα ίδια επίπεδα κατανάλωσης, η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται.
Στις προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, η αύξηση του ΑΕΠ ενδέχεται να μειωθεί το 2022 στο 3-3,2% από 5,6%, που ήταν το 2021. Στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες, προβλέπεται μείωση 1-1,5%, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις στην αντίστοιχη έκθεση του Ιανουαρίου, που έγιναν από το ΔΝΤ. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως τα νούμερα που παραθέτει το ΔΝΤ είναι ακόμα ενδεικτικά, καθώς οι μελέτες πραγματοποιούνται ταυτόχρονα με τις εξελίξεις του πολέμου. Μας πληροφορούν, όμως, για μια μεγάλου όγκου αλλαγή της οικονομικής δραστηριότητας τουλάχιστον στο κοντινό μέλλον.

Αυτό που ανησυχεί ως επί το πλείστον την Ευρώπη είναι η άνοδος του πληθωρισμού. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο πληθωρισμός προβλέπεται να φτάσει στο 5,5% για τις προηγμένες και 9,1% για τις αναδυόμενες οικονομίες. Τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθώς επηρεάζουν όχι μόνο σε μακροοικονομικό, αλλά και σε μικροοικονομικό επίπεδο. Οι καταναλωτές, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις έρχονται σε άμεση επαφή με αυτές τις μεταβολές.
Παράλληλα, ανακύπτουν και νέες προκλήσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα, που είναι όμως ταυτόχρονα και οικονομικής φύσεως. Ένας παρατεταμένος πόλεμος θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση στον αριθμό των προσφύγων που καταφεύγουν στην Ευρώπη, αλλά και στη δημιουργία συμφόρησης στην εφοδιαστική αλυσίδα της παραγωγής. Ως απότοκο, προκαλούνται επιπλέον πιέσεις στον πληθωρισμό και απώλεια παραγωγής.
Ιδιαίτερη ανησυχία υπάρχει για την ξαφνική διακοπή της ροής ενέργειας από τη Ρωσία, η οποία επιφέρει απώλεια στην παραγωγή, αλλά και ελλείψεις στην κάλυψη των αναγκών των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Αυτό θα απασχολήσει τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, μεταξύ αυτών και τη χώρα μας. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το κατά πόσον η Ευρώπη είναι προετοιμασμένη. Διαθέτει επαρκή αποθεματικά για τον επόμενο χρόνο, σε τιμές προσβάσιμες για τα νοικοκυριά; Δεν είναι εύκολο να απαντηθούν άμεσα τα ερωτήματα αυτά, όμως θα πρέπει να υπάρξει ιδιαίτερη πρόνοια. Σε συνδυασμό με αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η προσπάθεια στροφής σε μια πιο «πράσινη» οικονομία.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν να αντιμετωπίσουν έναν υψηλό πληθωρισμό με τις αντίστοιχες πολιτικές εξομάλυνσης. Τα επίπεδα στα οποία έχει φτάσει, έχουν ξεπεράσει τα όρια των συνθηκών και αυτό απειλεί την οικονομική ευημερία της Νομισματικής Ένωσης της Ε.Ε. Οι υψηλές τιμές των βασικών προϊόντων θα πρέπει να προσαρμοστούν έτσι ώστε να μην προκύπτουν επιπλέον αυξήσεις. Διακύβευμα αποτελεί επίσης και η εύρεση νέων πηγών ενέργειας, προκειμένου να καλυφθούν οι ελλείψεις που έχουν δημιουργηθεί.
Το ΔΝΤ προτείνει σε αυτό το σημείο περισσότερο τη χρήση δημοσιονομικών και λιγότερο τη χρήση νομισματικών πολιτικών. Η δημοσιονομική πολιτική αναφέρεται στη χρήση κρατικών δαπανών και φορολογικών πολιτικών, προκειμένου να επηρεαστούν η συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, η απασχόληση, η οικονομική ανάπτυξη και ο πληθωρισμός. Από την άλλη πλευρά, η νομισματική πολιτική αποτελεί ένα σύνολο εργαλείων των κεντρικών τραπεζών —στην Ε.Ε., της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Μέσω αυτής, προωθείται η βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση, με τον παράλληλο έλεγχο της συνολικής προσφοράς χρήματος που είναι διαθέσιμο στις τράπεζες, στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις της εκάστοτε χώρας.

Η μαζική ροή προσφύγων θα αυξήσει την ζήτηση για κοινωνικές υπηρεσίες, ιδίως για εκπαίδευση, υγεία, αλλά και για παροχή καταλυμάτων και διατροφής. Η δημοσιονομική πίεση θα είναι έντονη στις χώρες υποδοχής, όπως για παράδειγμα στην Πολωνία. Γι’ αυτόν τον λόγο, συνίσταται στα κράτη-μέλη να στηρίξουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα σε αξιόπιστα μεσοπρόθεσμα σχέδια εξυγίανσης. Η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, οι προεκτάσεις της οποίας είναι ακόμα αβέβαιες, είναι το κλειδί για τη σωστή δημοσιονομική διαχείριση. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα των μισθών.
Κατά συνέπεια, όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, το ΔΝΤ προειδοποιεί τις τράπεζες για αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης χρεοκοπίας από σημαντικό αριθμό δανειοληπτών, οι οποίοι δεν θα μπορούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, ειδικά εάν πρόκειται για απώλειες σε τομείς της ενέργειας. Οι εποπτικές αρχές πρέπει να διασφαλίσουν την απορρόφηση ζημιών από την αθέτηση υποχρεώσεων, από μειωμένες εξασφαλίσεις, από κυρώσεις, από κινδύνους ρευστότητας, αλλά και από κυβερνοεπιθέσεις.
Τα προαναφερθέντα πορίσματα δεν αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα της ευρωπαϊκής προσπάθειας. Στόχο έχουν να προσφέρουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Θα πρέπει, όμως, να υπάρξει καλός χειρισμός των επιπτώσεων, προκειμένου να εξομαλυνθούν οι αρνητικές συνέπειες για τους πολίτες, οι οποίοι θα κληθούν να «πληρώσουν το τίμημα» της ευρωπαϊκής αποτροπής του ρωσικού αναθεωρητισμού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Press Briefing: Regional Economic Outlook for Europe, April 2022, International Monetary Fund, διαθέσιμο εδώ